Λυρική: ἄνοιγμα αὐλαίας μὲ «Μανὸν Λεσκώ»

 τοῦ ΓΙΩΡΓΟΥ ΛΕΩΤΣΑΚΟΥ.

 

Τριακοστό δεύτερο 2012.

43 ΧΡΟΝΙΑ πέρασαν ἀπὸ τὴν πρώτη (1969) καὶ 26 ἀπὸ τὴν τελευταία (1986) διδασκαλία  στὴ Λυρική τῆς «Μανὸν Λεσκώ» (α΄ ἐκτ. Τουρίνο, θέατρο Regio, 1.2.1893, λιμπρέτο πολυπατεράδικο: Λεονκαβάλλο, Πράγκα, Τζακόζα, Ὀλίβα, Ἴλλικα κ.ἄ.) πρώτης ἀναμφισβήτητα ὥριμης δημουργίας τοῦ ΤΖΑΚΟΜΟ ΠΟΥΤΣΙΝΙ (1858-1924). Προηγουμένως, ὁ Πουτσίνι, ἀρχίζοντας ἀργὰ τὴ σταδιοδρομία του εἶχε παρουσιάσει δύο ἀποτυχημένες ὄπερες, σὲ λιμπρέτα Φερντινάντο Φοντάνα, ποὺ θὰ θριάμβευε μὲ τὴ «Φλόρα μιράμπιλις» τοῦ παραγνωρισμένου μας Σαμάρα: «Le Villi» (Νυχτοπερπατοῦσες· μονόπρακτη, «πρώτη» Μιλάνο, θέατρο Dal Verme, 31.5.1884) καὶ «Ἐντγκάρ» (πάνω σὲ ἔργο Μυσσὲ· «πρώτη» τῆς α, 4πρακτης γραφῆς, Σκάλα Μιλάνου, 21.4. 1889).Ὡς καὶ τὸ 1986, τὰ δύο πουτσίνεια πρωτόλεια ἦσαν ἄγνωστα: τὰ γνωρίσαμε ἀργότερα, χάρη στὸ CD, στὸ βίντεο καὶ στὸ Πλάθιντο Ντομίνγκο, ποὺ ἠχογράφησε, προφανῶς τὴν τελευταία 3πρακτη, ἀπὸ τὶς τρεῖς συνολικὰ ἀναθεωρήσεις τοῦ «Ἐντγκάρ». Ἔ, λοιπὸν οἱ «Le Villi» καὶ ὁ 4πρακτος «Ἐντγκάρ», ποὺ πρόβαλε ἡ τηλοψία τῆς Βουλῆς σὲ παραμορφωτικότατη σκηνοθεσία, ἁπλῶς ΔΕΝ ΑΚΟΥΓΟΝΤΑΙ! Ἂν ἀγνοούσαμε τὸ συνθέτη, δικαίως θά λέγαμε: «Ἄμε ν’ ἀλλάξεις δουλειά!» Σήμερα ἡ «Μανὸν Λεσκώ» ἀντιμετωπίζεται ἀκόμη μὲ τὴν ὀπτικὴ ἑπομένων πουτσίνειων ἀριστουργημάτων―«Μποέμ» (1895), «Τόσκα» (1900), «Μπαττερ-φλάϋ» (1904). Γνωρίζοντας πιὰ καὶ τὶ ΠΡΟΗΓΗΘΗΚΕ,  ἡ «Μανόν Λεσκώ», πάνω στὸ μυθιστόρημα τοῦ Ἀββᾶ Πρεβώ (1731), ἤδη πασίγνωστο χάρη στὴν ὄπερα «Μανόν» τοῦ Μασσνέ (Παρίσι, Opéra Comique, 19.1.1884), ὡς πρὸς τὰ δύο προναφερθέντα, ἀντιπροσωπεύει ἱστορικῶς ΠΡΩΤΟΦΑΝΗ μεταμόρφωση! Περιέχει μὲν ὑλικὸ προηγου-μένων ἔργων, ὄχι ὅμως τῶν δύο ἀποτυχημένων: Agnus Dei τῆς Λει-τουργίας (1880), κουαρτέτο ἐγχόρδων «Χρυσάνθεμα» (1890), Σκέρτσο (1883) 3 μενουέττα (1884;) κ.ἄ: Ἤδη ὁ Πουτσίνι, παρὰ κάποιες μακρηγορίες (β΄ πράξη), ἀποτελεῖ πρωτοπόρο λυρικὴ προσωπικότητα!

Τὸ μεῖζον ἐπίτευγμα τῆς βραδιᾶς, 100% μουσικό, ὀφείλεται  στὸν ἀρχιμουσικὸ Λουκᾶ Καρυτινό, ἰδίως στὶς μεσαῖες πράξεις― σημειώνουμε ὡστόσο ἕναν ἀνεξήγητο ἀλλ᾽ ἐμφανέστατο στιγμιαῖο τονικὸ ἐκτροχιασμὸ βιολιῶν: ἰδανικὸς συγχρονισμὸς ἁβρὰ νευρώδους ὀρχήστρας, εὔστοχη ἐναλλαγὴ δραματικῶν αἰχμηροτήτων καὶ λυρικῶν ἀνατάσεων, δραματικὴ ἀξιοποίηση κάθε φθόγγου, φράσεως καὶ ἐνορχηστρωτικοῦ εὑρήματος, συνδυάσθηκε μὲ λεπτή, τελικῶς σωτήρια, καθοδήγηση χορῳδίας (διεύθυνση: Ἀγαθάγγελος Γεωργακάτος) καὶ μονῳδῶν, καθενὸς  γενικὰ ἀνεπίληπτου: ὅμως τοὐλάχιστον τοὺς τέσσερις κύριους ρόλους χαρα-κτήριζε ἀνομοιογένεια τίμπρων καὶ ὑποκριτική… ἀνεπικοινωνία μὲ τοὺς ὑπολοίπους.  Βεβαίως βιαστικὰ ἀντικαταστάθηκε (λόγῳ ἀσθενείας) ὁ τενόρος Δημήτρης Πακσόγλου (Ρενάτο) ἀπὸ τὸ Renzo Zulian, μετρίου φωνητικοῦ ὄγκου καὶ ἀνεκτοῦ τίμπρου. Ἐντιμότατα διεκπεραιωτικὴ Μανὸν ἡ Lana Kos, σκηνοθετικῶς μεταμορφωμένη σὲ χαζοβιόλα Μαί-ριλυν, ἐπιθυμοῦσα καὶ τὸ σκύλο χορτάτο (ἐρωτευμένο Ρενάτο) καὶ τὴν πήτα γερή (τὰ πλούτη τοῦ Geronte―Δημήτρη Κασιούμη). Χαρήκαμε τὸ τίμπρο καὶ τὴν εὔπλαστα ρωμαλέα φωνητικὴ ματιέρα τοῦ βαρυτόνου Διονύση Σούρμπη (Λεσκώ). 7 μικρότερους ρόλους κάλυψαν εὐπρεπῶς οἱ Στεφάνου, Μαρόπουλος, Κεχρῆς, Μαραγκοῦ, Ἀμβράζης, Δελατόλλας καὶ Μωραΐτης.

Ὑπόλογη γιὰ τὴν ΑΡΝΗΤΙΚΟΤΑΤΗ ἐντύπωση,  ἡ πανάθλια σκη-νοθεσία τοῦ Τζανκάρλο ντὲλ Μόνακο, fils à papa τοῦ δραματικοῦ τενόρου Μάριο ντὲλ Μόνακο (1915-82) καί, δυστυχῶς,  τὰ σκηνικὰ τοῦ Νίκου Πετρόπουλου, τὴν ἀνυπολόγιστη συμβολή του στὸ ἑλληνικὸ καὶ ξένο λυρικὸ θέατρο σεβόμαστε πάντοτε βαθύτατα. Μόλις ἀνοίγει ἡ αὐλαία, σὲ κάθε πράξη,  μὲ πλάτες γυρισμένες στὸ κοινό, μακρύ ξανθὸ μαλλὶ, κα-τσιασμένη ρεπούμπλικα, μπλοῦ-τζὴν, ἑρμαφρόδιτο ὄν («σκηνοθέτης»: τελικὰ ἀνὴρ  γενειοφόρος) μὲ φωνὴ τσιγαροκαπνισμένης γρηά-λεσβίας καὶ ἀκατάληπτη ἄρθρωση (Ἕλλην ἠθοποιὸς γάρ…)  ἔδινε ἀτελείωτες ὁδη-γίες σὲ κινηματογραφικὸ συνεργεῖο πρὶν τὸ γύρισμα. Ὅλη τὴν ὄπερα, παρακολουθοῦμε καὶ σὲ γκρό πλὰν, ὡς μαυρόασπρο φίλμ, σὲ ὀθόνη ἄνω δεξιᾷ. Στὴν α΄ πράξη βλέπουμε ἐπιγραφὲς Motel καὶ Bus stop καὶ κόκκινα, κατακόρυφα παραλληλεπίπεδα: λονδίνειοι τηλεφωνικοὶ θάλαμοι ἢ ἀμερικάνικα αὐτόματα πωλητήρια ἀναψυκτικῶν; Μυστήριο. Ὑποψιαζό-μαστε ὅτι τὸ ἔργο μεταφέρθηκε ξεμυαλισμένα στὶς ΗΠΑ, ἐπειδὴ στὴ β΄ πράξη, ἀπὸ τὴ θέα τοῦ penthouse apartment τῆς Μανὸν ἀντὶ πύργου Ἄϊφφελ (Παρίσι), βλέπαμε μᾶλλον…Ἐμπάϊρ Σταίητ Μπίλντινγκ (Νέα Ὑόρκη), ἐνῶ στὴν γ΄ οἱ ἀστυνομικοὶ δὲ θύμιζαν γάλλους flics ἀλλ᾽ ἀμερι-κανοὺς cops. Ἡ β΄ πράξη, στὸ μπουντουάρ τῆς Μανὸν, μεταμορφωμένης σὲ Μαίριλυν, ἑορταζούσης γενέθλια (ὁ ἄτυχος Κασιούμης κουβαλοῦσε τούρτα μὲ Happy Birthday καί κεράκια) ἐκτυλίσσεται μὲ ἐνοχλητικὴν ὁμοιομορφία κατάλευκων φωτισμῶν. Ὁ Geronte πιάνει τοὺς Ρενάτο καὶ Μανόν, ὄχι δραπετεύοντες ἀλλὰ ἀσελγοῦντες μὲ τὸ πάσο τους μὲς στὸ σπίτι του, πάντως εὐπρεπέστερα ἀπὸ ὅ,τι ὁ νεότερος ντὲλ Μόνακο στὸν Πουτσίνι. Σκέτη τσόντα! Καὶ ἀλήθεια, γιατὶ ἀμερικανοί, ἔστω, τοῦ 1950-60, θὰ ἐκτόπιζαν πόρνες στὴ…Λουϊζιάνα; Στὴ Νέα Ὑόρκη γινόταν τότε…τῆς ἱεροδούλου!

Πρωταγωνιστὴς τοῦ ἐμέσματος ντὲλ Μόνακο ἕνα τζίπ ― α΄ καὶ δ΄ πράξη, ὅπου τὸ ζεῦγος κυκλοφορεῖ καὶ ὁπλοφορεῖ μεταμφιεσμένο σὲ… Μπόννυ καὶ Κλάϊντ. Δειλινό «μένουν» ἀπὸ βενζίνη καὶ νερὸ στὴ μέση ἔρημης ἀσφαλτοστρωμένης ἐθνικῆς ὁδοῦ. Shit! ἀνακράζει ἔξαλλη ἡ Μπόννυ-Μανόν (Ἂν κάποιος ἀπηύθυνε σὲ Ἕλληνα τὴν ἀντίστοιχη λέξη, 99,99% θὰ εἰσέπραττε ἕνα «στὰ μοῦτρα σου ρέ!»). Ὁ Ρενάτο, ζητώντας βοήθεια, συναντᾶ στὴν ἐρημιὰ ἕνα τραπεζάκι ὅπου πωλοῦνται ἀναψυ-κτικά. Ξεδιψᾶ καλὰ-καλὰ (αὐτὸ καταλάβαμε) καὶ γυρίζει ἐνῶ ἡ Μανὸν ξεψυχᾶ στὴν ἄσφαλτο, πάνω σὲ συνεχῆ λευκὴ διπλὴ γραμμὴ ποὺ ἀπαγορεύει τὴν εἴσοδο στὸ ἀντίθετο ρεῦμα, ἄρα ὁ δρόμος κάθε ἄλλο παρὰ ἐρημικὸς ἦταν!  Τελικὰ τὸ Shit τῆς ἠρωΐδος ἀπετέλεσε τὴ μοναδική… φαιὰ οὐσία τῆς «σκηνοθεσίας»: ἀνεπίκαιρης χυδαιότητας, ἐνῶ ἑκατομ-μύρια Ἕλληνες προσπαθοῦν μὲ αἱμοπτύσεις νὰ γεμίσουν πίθο Δαναΐδων. («Ὀλύμπια», 21.10.2012· «πρώτη» 19.10.2012).

――――――――――――

Ἐφ. Ἐξπρές, Ἔτος 51ο, ἀρ φύλλου 14.808,

Σάββατο, 3 Νοεμβρίου 2012, σελ. 37.