Το Λονδίνο αποτελεί μία τεράστιας σημασίας μουσική μητρόπολη, που σε ημερήσια βάση (και αυτό δεν αποτελεί υπερβολή) είναι έτοιμη να προσφέρει ακροάματα υψηλής ποιότητας. Κατά το τελευταίο ταξίδι μας στη βρετανική πρωτεύουσα και πάντα υπό την πανδημική απειλή, που συνεχίζει να ταλανίζει τον πλανήτη, είχαμε την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε σειρά μουσικών εκδηλώσεων, κάθε μία εκ των οποίων έδωσε ξεχωριστή ικανοποίηση.
Στις 26/11, στην υπέροχης αισθητικής κι απαράμιλλης ακουστικής αίθουσα συναυλιών Wigmore (αγγλ. Wigmore Hall), ο Άγγλος τενόρος Ian Bostridge συνοδευόμενος από τον Γερμανό πιανίστα Lars Vogt εξερεύνησαν τον ύστατο κύκλο τραγουδιών του Franz Schubert, με τίτλο Κύκνειο Άσμα (γερμ. Schwanengesang) D957: θυμίζουμε ότι πρόκειται για τα δεκατέσσερα τραγούδια που συνέλεξε και εξέδωσε μετά τον εξαιρετικά πρόωρο θάνατο του συνθέτη, ο εκδότης Tobias Haslinger. Ακριβώς στον ίδιο χώρο, στις 15/4/2019, είχαμε ακούσει και πάλι τον Bostridge να ερμηνεύει, με περίσσεια τέχνη, τον άλλον διάσημο κύκλο του ίδιου συνθέτη, με τίτλο, H Ωραία Μυλωνού (γερμ. Die schöne Mϋllerin) D. 795 (βλ. critics’ point, 9/5/2019). Κατά την πρόσφατη συναυλία, στο πρώτο μέρος ακούστηκαν τα επτά πρώτα τραγούδια, αμέσως μετά το διάλειμμα ακούστηκε το εκτός κύκλου τραγούδι με τίτλο, Einsamkeit (ελλ. Μοναξιά) D. 957, και στη συνέχεια ακούστηκαν τα υπόλοιπα έξι του κύκλου. Είναι κοινό μυστικό ότι ο Bostridge είναι ένας από τους κορυφαίους ληντερίστες της εποχής μας και διόλου τυχαίο το γεγονός ότι ανάμεσα στους θαυμαστές του συγκαταλεγόταν και ο αξέχαστος βαρύτονος Dietrich Fischer–Dieskau, που στην δική του εποχή διέπρεπε ως ερμηνευτής τραγουδιών των μεγάλων συνθετών. Ο Βρετανός τενόρος δημιούργησε ατμόσφαιρα ιδιαίτερης συγκίνησης και πνοής, αποκαλύπτοντας το κάθε τραγούδι με βαθύτατη γνώση και μεγάλη ευαισθησία. Η φαντασία του Schubert, αλλά και ο φωτισμός των λέξεων των ποιημάτων, προέκυπταν με θαυμάσια ευστοχία όχι μόνο χάρη στη σκέψη και στη φωνή του τραγουδιστή, αλλά και χάρη στην ετοιμότητα και μουσικότητα του πιανίστα Vogt, ο οποίος επιστράτευσε όλο του το ταλέντο τιμώντας τη σπουδαία τούτη σύμπραξη. Ο ακόμα πολύ νέος διακεκριμένος πιανίστας, μόλις πενήντα ενός ετών, ανακοίνωσε πέρυσι ότι έπασχε από καρκίνο κι είναι εύκολο να αντιληφθεί κανείς ότι η σημασία της στοχαστικής και γεμάτης βάθος μουσικής σκέψης του υπερπολύτιμου Schubert, έχει πάρει άλλη διάσταση για τον ίδιο· σε κάθε μουσική φράση αποκάλυπτε τα σπάνια νοήματα και τις ψυχικές διαθέσεις. Είμαστε βέβαιοι ότι ένιωσε την αγάπη του κοινού και τις ελπίδες όλων, για ταχεία ανάρρωση. Εκτός προγράμματος, προσφέρθηκαν με την ίδια αισθαντικότητα ερμηνευμένα, δύο ακόμα τραγούδια του ίδιου συνθέτη, σχετιζόμενα με το νυχτερινό σύμπαν και με τίτλους, Ο Οδοιπόρος προς το Φεγγάρι (γερμ. Der Wanderer an der Mond, D. 870) και Νύχτα και Όνειρα (γερμ. Nacht und Träume, D. 827).
Προχωρώντας, σε μία από τις άλλες διάσημες αίθουσες συναυλιών της βρετανικής πρωτεύουσας, στο Royal Festival Hall και συγκεκριμένα στις 2/12, παρακολουθήσαμε συναυλία της Ορχήστρας Philharmonia (αγγλ. Philharmonia Orchestra), η οποία εντάχθηκε στον κύκλο με γενικό τίτλο, Human/Nature και αφιερώθηκε στον Άνθρωπο και στη Φύση. Τα ονόματα τριών Φινλανδών δέσποζαν στο πρόγραμμα της συναυλίας: ο λόγος για εκείνα των Santtu–Matias Rouvali, νέου κύριου αρχιμουσικού της ορχήστρας, Pekka Kuusisto, σολίστ στο βιολί, και, σαφώς πιο ηχηρό, Jean Sibelius, μουσουργού με το διάσημο Κονσέρτο για βιολί του οποίου άνοιξε η βραδιά. Στο έργο αυτό σολίστ, ορχήστρα και μαέστρος έδωσαν ζωή με ιδιωματικό τρόπο και στόχευσαν σε μία εκτέλεση εσωτερικής δραματικής έντασης. Ο Kuusisto απέδωσε το σολιστικό μέρος με αυτοπεποίθηση, τεχνική σιγουριά και σε στιγμές, αυτοσχεδιαστικό οίστρο, ο οποίος δεν αλλοίωνε το περίγραμμα της φόρμας του έργου. Επιπλέον, ο προσεγμένος και όλο μουσικότητα διάλογός του με την ορχήστρα κρίθηκε ιδιαίτερος και καρποφόρος. Ο ήχος της ορχήστρας, ζεστός και αναλυτικός, με πολλές αποχρώσεις δυναμικής, γοήτευε σε κάθε μουσικό μέτρο. Το σύνολο, με προτροπή του Rouvali, απέδωσε τις εκτενείς παραγράφους ενεργειακά φορτισμένης ρητορικής ισχύος με την απαιτούμενη μεγαλοπρέπεια.
Μετά το πέρας του Κοντσέρτου και ανταποκρινόμενος στα χειροκροτήματα, ο σολίστ απευθυνόμενος στο κοινό ρώτησε αν θα ήθελε (εκτός προγράμματος) να ακούσει Bach ή φολκλορική μουσική. Ακούγοντας πολλά μέλη του κοινού να ανταποκρίνονται στη δεύτερη εναλλακτική πρόταση, προέβη με εντυπωσιακή εκφραστική ευφράδεια στην απόδοση κομματιού αυτοσχεδιαστικού ύφους αποτελούμενο από μελωδίες της πατρίδας του.
Στο δεύτερο μέρος, πάντα στο πλαίσιο της θεματικής του Ανθρώπου και της Φύσης, λάβαμε μια γεμάτη φρεσκάδα και αμεσότητα ανάγνωση της Συμφωνίας αρ. 6, Op. 68, Ποιμενικής (γερμ. Pastorale), του Ludwig van Beethoven. Ο Rouvali, μεγαλωμένος σε μια χώρα γεμάτη δάση και υπέροχα τοπία, είναι ο καταλληλότερος να αποδώσει τα μπετοβενικά συναισθήματα απέναντι στη φύση που με τόσο υπέροχο τρόπο αποτυπώνονται σε αυτό το αθάνατο έργο. Επιλέγοντας πολύ σβέλτες ταχύτητες, που ενδεχομένως θα προβλημάτιζαν σε μία ηχογραφημένη ανάγνωση της Συμφωνίας, αλλά σαφώς λιγότερο προβληματίζουν σε μια «ζωντανή» εκτέλεση (κυρίως, όπως θα δούμε παρακάτω, αυτής της ποιότητας), και ελαφραίνοντας τον ήχο εκεί που έπρεπε, άφησε τη μουσική να ρεύσει με ενθουσιασμό. Θα σημειώσουμε ότι κατά το πρώτο μέρος, Allegro ma non troppo (Erwachen heiterer Empfindungen bei der Ankunft auf dem Lande/ ελλ. Ξύπνημα χαρούμενων συναισθημάτων κατά την άφιξη στην εξοχή), με συνέπεια εκτέλεσε την επανάληψη της έκθεσης, που σημειώνεται από τον συνθέτη και την οποία πολλοί αρχιμουσικοί παραβλέπουν προκαλώντας μια κατά κάποιον τρόπο ανισορροπία στη φόρμα, μολονότι δεν έδωσε και τόση μεγάλη σημασία στη non troppo σημείωση της αγωγικής ένδειξης, που στα χέρια του μάλλον έπαιρνε τον χαρακτήρα ενός Presto entusiastico. Ωστόσο, ποιος θα μπορούσε ποτέ να αρνηθεί μία τόσο συναρπαστική και μπολιασμένη με γνήσια χαρά ανάγνωση; Σίγουρα, όχι εμείς. Αλλά πιο γρήγορες ταχύτητες από τις αναμενόμενες, επέλεξε και για τα υπόλοιπα τέσσερα μέρη, Andante molto mosso (Szene am Bach/ ελλ. Σκηνή στο ρυάκι), Allegro (Lustiges Zusammensein der Landleute/ ελλ. Εύθυμη συνάντηση των χωρικών), Allegro (Gewitter, Sturm/ ελλ. Βροντή, Καταιγίδα) και Allegretto (Hirtengesang. Frohe und dankbare Gefühle nach dem Sturm/ ελλ. Ποιμενικό τραγούδι. Χαρούμενα και ευγνώμονα συναισθήματα μετά από την καταιγίδα), εξερευνώντας πάντα τη μουσική με ιδιαίτερη διάθεση ανάδειξης των αρμονικών, ρυθμικών, ενορχηστρωτικών και κυρίως, περιγραφικών στοιχείων. Είχε στη διάθεσή του μια εκπληκτική ορχήστρα, έτοιμη να τον ακολουθήσει και ικανή να πραγματοποιήσει τις ερμηνευτικές του απόψεις. Τα ξύλινα πνευστά ερμήνευσαν με νόημα και ηχητική φινέτσα (ιδίως στο δεύτερο μέρος), τα χάλκινα πνευστά ήταν πάντα λαμπερά (σποραδικές τονικές ανακρίβειες στο τέταρτο και πέμπτο μέρος, δεν ενόχλησαν), το βελούδινο legato των εγχόρδων υπήρξε από μόνο του στοιχείο άξιο θαυμασμού, ενώ ο ήχος των τυμπάνων κατά την καταιγίδα του τέταρτου μέρους δεν ήταν υπερβολικά και αφύσικα δυνατός. Ναι, εν κατακλείδι, μία νεανική εκτέλεση της κοσμαγάπητης παρτιτούρας, γεμάτη σφρίγος και οίστρο, που μας ικανοποίησε απολύτως.