“Norma” στο Ηρώδειο

Σκηνή από την παράστασης της όπερας "Norma" στο Ηρώδειο. Φωτο: Χ. Ακριβιάδης.
Σκηνή από την παράστασης της όπερας "Norma" στο Ηρώδειο. Φωτο: Χ. Ακριβιάδης.
Σκηνή από την παράστασης της όπερας “Norma” στο Ηρώδειο. Φωτο: Χ. Ακριβιάδης.

 

Γράφει ο Δρ Ιωάννης H. Βλάχος*

 

Η παρουσίαση της παγκόσμια αγαπητής όπερας του Bellini στο Ηρώδειο ενώπιον πολυπληθούς ακροατηρίου (δεν είχαν όμως γεμίσει οι ακραίες κερκίδες ψηλά) σε σκηνοθεσία του Ισπανού Carlus Padrissa και της πρωτοποριακής ομάδας La Fura dels Baus, μιας σκηνοθεσίας «σκουπίδια» όπως ψιθύρισε ο παρακαθήμενος επώνυμος δημοσιογράφος ΙΜ, ήταν για πολλούς από εμάς μια όχι ευχάριστη σκηνοθετική έκπληξη. Γιατί επί δυόμιση ώρες εκτός του ότι ο απέριττος και ανακλών ιερό δέος χώρος του Ηρωδείου είχε κατακλυστεί σκουπιδιών! ορδές, στην κυριολεξία ορδές, από (καλοπληρωμένους υποθέτουμε κομπάρσους) σκουπιδιάρηδες ανεβοκατέβαιναν τα σκαλιά του αμφιθεάτρου κουβαλώντας και αραδιάζοντας κι άλλα σκουπίδια! Η έκφραση «αιδώς Αργείοι» νομίζω ότι εδώ θα έβρισκε την καλύτερη της αντιστοιχία. Γιατί στο ρωμαϊκής κατασκευής Ηρώδειο ήλθε μια όπερα αναφερόμενη σε ρωμαϊκή υπόθεση και αντί τούτου παρακολουθήσαμε ένα συνονθύλευμα Eurovision και μεταμοντέρνας αισθητικής, οικολογικού υποτίθεται περιεχομένου κατασκεύασμα. Τί αισθητικής δηλαδή, όταν η δυστυχής πρωταγωνίστρια εκαλείτο να τραγουδήσει προσπαθώντας να ακουστεί η θεία άρια της Casta Diva (αγνή θεά) ανάμεσα στα προβάλλοντα εξαρτήματα μια αντιαισθητικής κατασκευής, στην οποία με τρόμο προσπαθούσε να ισορροπήσει καθ’ όλη τη διάρκεια του έργου μαζί με τον τενόρο συμπρωταγωνιστή της. Η μόνη ευτυχής σκηνοθετικά στιγμή ήταν η δίκην αγαλμάτων, προβολή σωμάτων, ανθρώπων χωρίς φύλλο, στις κοιλότητες του Ηρωδείου και ίσως η μουσική απόδοση του εμβατηρίου, εκτός του χώρου της ορχήστρας, ψηλά στο υπερώο. Πιθανώς η ιδέα αυτή να σχετίζεται με την καταγωγή του σκηνοθέτη και τις αρένες τον ταυρομαχιών!

Η υπόθεση της όπερας ως γνωστόν αναφέρεται  στην περιπέτεια μιας ιέρειας ενός παγανιστικού θεού στην περιοχή της Γαλατίας στην προχριστιανική 50π.Χ. ρωμαϊκή εποχή, η οποία ενώ έπρεπε να διατηρεί την παρθενία της έχει συνάψει ερωτικό δεσμό με τον επικεφαλής Ρωμαίο κατακτητή και έχει αποκτήσει μαζί του δύο παιδιά. Ο ρωμαίος όμως δεν είναι πλέον ερωτευμένος. Η ματιά του έχει πέσει σε άλλη παρθένα ιέρεια την οποίαν πολιορκεί και προσπαθεί να πείσει να πάει μαζί του πίσω στη Ρώμη Ο γαλατικός λαός θέλει να εξεγερθεί εναντίον των Ρωμαίων κατακτητών αλλά συγκρατείται από την Norma που ελπίζει στην επιστροφή ενός μεταμελημένου εραστή. Η νεαρή ιέρεια Adalgisa ζητώντας συμβουλή από την Norma, της αποκαλύπτει τελικά ότι ο έρωτας της αφορά τελικά το ίδιο άτομο τον Ρωμαίο Polione. Η Norma εκμανής από ζήλεια κατηγορεί τον Polione για την απιστία και ορκίζεται εκδίκηση.

Στη β’ πράξη η οργή της Norma την ωθεί να σκοτώσει τα παιδιά της για να αποφύγουν την αιχμαλωσία στη Ρώμη και εξεγείρει τους Γαλάτες εναντίων των Ρωμαίων. Σιγά-σιγά όμως γαληνεύει και όταν αντιλαμβάνεται ότι συλληφθείς είναι ο εραστής της Polione, ενώ αρχικά θέλει να εκδικηθεί, τελικά αποφασίζει να θυσιαστεί στην εξαγνιστική θεία πυρά, αντί της νεαρής ιέρειας παρακαλώντας τον μεγάλο αρχιερέα και πατέρα της,  να προστατέψει τα παιδιά της.

Ο ρόλος της Norma σ’ αυτή την όπερα είναι πολυποίκιλος με ιδιαίτερες δυσκολίες και απαραίτητη γνώση της μουσικής έκφρασης του Belcanto,  γιατί έχει περάσματα από τραγούδι σε recitative,  από οργισμένες εκφράσεις και θυμό σε ψιθύρους. Σ’ αυτό το πρώτο μέρος η Κάλλας υπήρξε αξεπέραστη και μοναδική! Στην άρια Casta Diva η μελωδία περιλαμβάνει μακρόσυρτες φράσεις και συγχρόνως περίπλοκους χρωματισμούς, που για να τους πετύχει η λυρική καλλιτέχνης χρειάζεται εκτός από τα φωνητικά της προσόντα, να μην «μείνει από αέρα» (λέγει η Sandra Radvanovski) μια που πρέπει να ξέρεις ότι στην cadenza σε περιμένει ένα υψηλό σι ύφεση. Στο σημείο όπου η Adalgisa  εξομολογείται ότι έχει ερωτευτεί, η Norma αναθυμάται τις δικές ερωτικές στιγμές τραγουδώντας το “Oh rimermbranz” που φέρνει στο μυαλό κάποιο λαϊκό ναπολιτάνικο τραγούδι. Πριν πέσει η αυλαία της πρώτης πράξης το τρίο (Polione, Adalgisa, Norma) ξεκινά μια μελωδία σε ελάσσονα που εξελίσσεται γρήγορα σε μείζονα τονικότητα όμως η Norma  περνάει μπροστά εκφέροντας μία κραυγή θριάμβου σε μορφή ενός υψηλού φυσικού ρε.

Στην β’ πράξη ο Bellini βάζει στο στόμα της Norma ένα κομματιαστό recitative  “Teveni Figli”  σαν να θρηνεί τα παιδιά που ακόμη δεν έχει σκοτώσει. Τότε επέρχεται ίσως το ωραιότερο ντουέτο της όπερας από την εκλιπαρούσα Norma και την Adalgisa να σώσει τα παιδιά της “Mira o Norma”. Για τους παλαιότερους αυτό το ντουέτο με Μαρία Κάλλας και Κική Μορφονιού θα πρέπει να υπήρξε αξεπέραστη εμπειρία. Στο τέλος της όπερας έρχεται το  ντουέτο (Polione-Norma) “In mia man alfin tu sei” όπου η φωνή της σοπράνο πρέπει να κατορθώσει να ανεβοκατεβεί φωνητικά  δύο σκάλες.

Ο Vincenzo Bellini (1801-1835) όταν έγραψε την Norma, ήταν ήδη γνωστός και περιζήτητος συνθέτης, απαιτητικός πλέον με τους λιμπρετίστες του που τους ανάγκαζε μάλιστα να διορθώνουν συνεχώς τα κείμενα που του έδιναν, έχοντας ήδη κερδίσει την εκτίμηση του ιμπρεσάριου Domenico Barbaia στη Σκάλα του Μιλάνου με τον Πειρατή (Il Pirata, 1827) και το 1831 με την Υπνοβάτιδα (La Sonnambula) είχε την εποχή αυτή δύο προσκλήσεις. Μία από τη Σκάλα και μία από το θέατρο Fenice της Βενετίας. Το λιμπρέτο για την Norma γράφτηκε από το συνεργαζόμενο Felice Romani επάνω στο θεατρικό έργο του Alexander Soumet που επαίζετο  εκείνη την εποχή με τον τίτλο «Νorma η  βρεφοκτόνος».  Η μουσική επένδυση απησχόλησε τον Bellini από το καλοκαίρι του 1831, οπότε άρχισε ο Romani να του στέλνει τμήματα του λιμπρέτου μέχρι τέλος Νοεμβρίου. Για την εκτέλεση του έργου, η Σκάλα «είχε κλείσει» ήδη συμβόλαιο με τον τενόρο Domenico Donzelli, που είχε κάνει όνομα με όπερες του Rossini και την μετζοσοπράνο Giulia Grisi,  για το ρόλο της Adalgisa. Για το ρόλο της Norma, ο Bellini έχει επιλέξει την Giuditta Pasta  που είχε δείξει ήδη τις φωνητικές τις ικανότητες στην Sonnambula στο ρόλο της Amina. Γράφεται ότι την τελευταία στιγμή η Pasta διαφώνησε για το ρόλο θεωρώντας ότι δεν αξιοποιεί τα φωνητικά της προσόντα αλλά μετά την πρώτη παράσταση παρεδέχθει ότι είχε κάνει λάθος. Η πρεμιέρα δόθηκε στην Σκάλα του Μιλάνου στις 26 Δεκεμβρίου του 1831 και έτυχε μιας σχετικά ψυχρής υποδοχής. Τόσο που Bellini ωρύετο “Fiasco, fiasco!” Όμως η δεύτερη παράσταση ήταν επιτυχής και τελικά έδωσε 34 παραστάσεις τη Σκάλα! Έκτοτε η όπερα θεωρείται από τους πλέον αγαπητές ιδιαίτερα για την άρια Casta Diva, της οποίας μάλιστα η μουσική χρησιμοποιήθηκε στην απελευθέρωση της Σικελίας από τους Γάλλους Βουρβώνους (1848) και μάλιστα στην τελετή που έγινε στον καθεδρικό ναό του Παλέρμο η χορωδία έψαλε το “Guera guera” (Πόλεμος – πόλεμος) από την β΄ πράξη.

Στην απόδοση του έργου στο Ηρώδειο (διανομή 5/6) διεκρίθη η Ρουμάνα υψίφωνος σε ρόλο μέτζο σοπράνο (Adalgisa) Celia Costea. Η φωνή της γέμισε τον ανοιχτό χώρο του Ηρωδείου και συνεκίνησε το ακροατήριο που της το ανταπέδωσε με το θερμότερο χειροκρότημα της βραδιάς. Βέβαια στην στιγμή του υπέροχου duetti της α΄ πράξης με την Norma άθελα, της ξέφυγε μια παραφωνία, αλλά όλα δικαιολογούνται μια που στη συνέχεια και σε όλη την υπόλοιπη παράσταση υπήρξε και φωνητικά και δραματικά άψογη δείχνοντας την ποιότητα και το μέταλλο της φωνής της. Σε αντίθεση η πρωταγωνίστρια Norma (Carmen Giannattasio) η οποία έχει διακριθεί στο εξωτερικό, υποθέτουμε όμως σε κλειστούς χώρους, στο Ηρώδειο χάθηκε ειδικά στις χαμηλές νότες. Ενώ είχε μια καλή παρουσία, όχι βέβαια την θεατρικότητα μιας Κάλλας, αλλά έχοντας και το πρόβλημα να ισορροπήσει σ’ αυτές τις άκομψες εν είδη γερανού κατασκευές, χανόταν στις χαμηλές νότες και ξελαρυγγιάζονταν στις υψηλές. Τελικά, στην θεία  στιγμή της Casta Diva, ήταν χαμένη ανάμεσα στην ξυλοκατασκευή προσπαθώντας να φανεί και συγχρόνως να τραγουδήσει, ενώ μπροστά της σε δύο διαφανείς «χαβούζες» με νερό, μισοπνιγόνταν δύο  ημίγυμνες υπάρξεις (τι στο καλό μεταμοντέρνα εικόνα ήταν αυτή; μας είπαν ότι ο σκηνοθέτης εφαντάζετο αμνιακό υγρό κάποτε στο παρελθόν των τοκετών της παρθένου-μητέρας Norma). Αποτέλεσμα: στο β’ μέρος το ένα τρίτο του Ηρώδειου είχε αδειάσει και όσοι παραμείναμε κλείναμε τα μάτια να μη βλέπουμε, αλλά να ακούμε μόνο τη θεία μουσική του Bellini.

Ο τενόρος Polione (Arnold Rutkovski) ελάχιστα πειστικός, σαν «ερωτικό αντικείμενο του πόθου» δύο γυναικών, ντυμένος αντί ρωμαίος εκατόνταρχος ως πράκτορας Ειδικών Δυνάμεων,  υπήρξε ηχητικά ικανοποιητικός αλλά και γι’ αυτόν, όπως και για την Norma, ο χώρος του Ηρωδείου ήταν αμείλικτος. Ήταν όμως  μουσικά σωστός και έχει την χροιά ενός καλού δραματικού τενόρου.

Ο βαρύτονος στο ρόλο του Oroveso, πατέρα της Norma, Reymont Acceto ήταν καλός, με γεμάτη φωνή παρόλο που στην αρχή του έργου, όταν εμφανίζεται επιβλητικός δηλώνοντας την παρουσία του, τον είχαν ανεβάσει στο υψηλότερο κοίλωμα του θεάτρου και η φωνή του εχάνετο στο υπερπέραν, παρ΄ όλες τις φιλότιμες προσπάθειες του μαέστρου να κρατήσει χαμηλούς τους τόνους της ορχήστρας ώστε να ακούγεται.

Η ορχήστρα απέδωσε καθαρό και αισθαντικό ήχο και ο μαέστρος Γιώργος Μπαλατσινός υπήρξε συνεπής στην διεύθυνσή του, ελέγχοντάς την απολύτως και μάλιστα για μεγάλο διάστημα χωρίς παρτιτούρα (εμφανής η γνώση του συγκεκριμένου έργου). Όμως η  προσήλωσή του στην ορχήστρα δεν του επέτρεπε να ασχολείται με τους λυρικούς καλλιτέχνες ούτε την χορωδία. Η χορωδία ήταν ο πρωταγωνιστής της βραδιάς, παρ΄ όλους τους διαφανείς χιτώνες και τα led φωτάκια.  Μεγάλη χορωδία, καμιά ογδονταριά άτομα, συντονισμένοι σωστά και στη μουσική  έκφραση και στο ρυθμό.

Η παράσταση αυτή θα είχε δώσει την συγκίνηση που περιμέναμε εάν στον απέριττο χώρο του Ηρωδείου η μόνη σκηνοθετική παρέμβαση θα μπορούσε να είναι ο σωστός φωτισμός. Το υπερβολικό γίνεται κιτς! (σαν παράδειγμα η βάρκα με τα παιδιά της Norma που εσέρνετο από σκουλήκια!). Τι κακό να λείπει το μέτρο …

Συμπερασματικά: καλές είναι και οι άλλες, οι πιο μοντέρνες σκηνοθετικές ματιές από τις παραδοσιακές, αλλά χρειάζεται και λίγος σεβασμός στον χώρο και στη μουσική (ευτυχώς υπάρχει τουλάχιστον η μουσική).

 

* Ο Δρ Ιωάννης Η. Βλάχος είναι Ορθοπαιδικός – Χειρουργός, τ. Καθηγητής Παν/μίου Κρήτης.