«Madama Butterfly» του Puccini από την Εθνική Λυρική Σκηνή

Η Ermonela Jaho στον ρόλο της Madama Butterfly (φωτο: Valeria Isaeva).
Η Ermonela Jaho στον ρόλο της Madama Butterfly (φωτο: Valeria Isaeva).
Η Ermonela Jaho στον ρόλο της Madama Butterfly (φωτο: Valeria Isaeva).

 

Μετά από πολλούς μήνες, λόγω της πανδημίας και της μεσολάβησης των θερινών μηνών, στις 16/10 βρεθήκαμε και πάλι στη φιλόξενη Αίθουσα Σταύρος Νιάρχος της Εθνικής Λυρικής Σκηνής (ΕΛΣ), προκειμένου να παρακολουθήσουμε την τρίπρακτη όπερα Madame Butterfly του Giacomo Puccini (1858-1924). Η επιλογή του έργου από την ΕΛΣ είχε να κάνει με μία ιδιαίτερη επέτειο: ήταν η πρώτη όπερα που παρουσίασε στις 25 Οκτωβρίου 1940 το εν λόγω τότε νεοϊδρυθέν λυρικό μας θέατρο, λίγες μόνο μέρες πριν από την κήρυξη του ελληνοϊταλικού πολέμου.

Η Madama Butterfly αποτελεί ένα από τα σταθερά έργα του ρεπερτορίου και ασφαλώς ένα από τα πλέον διάσημα αριστουργήματα του δημιουργού της, ωστόσο κατά το παγκόσμιο πρώτο ανέβασμά της (Μιλάνο, Teatro alla Scala, 17/2/1904, πρώτη εκδοχή του έργου, σε δύο πράξεις), η υποδοχή της από το κοινό κάθε άλλο παρά ενθουσιώδης ήταν. Το γεγονός οφειλόταν κυρίως στο ότι δεν είχαν γίνει αρκετές δοκιμές (ο συνθέτης άργησε να ολοκληρώσει την παρτιτούρα αφήνοντας λίγο χρόνο στους συντελεστές να μελετήσουν σωστά το έργο), αλλά και στη διαβόητη κλάκα του θεάτρου, που ανάλογα με την «αμοιβή» της λειτουργούσε. Στη συνέχεια, ο συνθέτης αναθεώρησε την παρτιτούρα του, εξασφαλίζοντας το επιτυχές της ανέβασμα στη Brescia (Teatro Grande), στις 28 Μαΐου 1904. Εντούτοις, ο ίδιος δεν δίστασε να προχωρήσει και σε άλλες δύο αναθεωρήσεις του έργου. Η πέμπτη και τελευταία εκδοχή, εκείνη που ολοκληρώθηκε το 1907 είναι αυτή που επικράτησε και παρουσιάζεται στις μέρες μας.

O Puccini ασχολήθηκε εκτενώς τόσο με τη διαμόρφωση του libretto (Luigi Illica και Giueseppe Giacosa, στηριγμένο στη νουβέλα του John Luther Long) όσο και ασφαλώς με τη σύνθεση της ίδιας της παρτιτούρας του. Η αρχή έγινε όταν το 1900 στο Λονδίνο είδε το ομώνυμο μονόπρακτο θεατρικό έργο του David Belasco (1853-1931) και κυριολεκτικά ενθουσιάστηκε από αυτό. Εξάλλου, ήταν η περίοδος που έψαχνε ένα καλό libretto για την επόμενή του όπερα. Η ιστορία -σοκαριστική για κάθε εποχή- που είδε και που τελικά υιοθέτησε για το έργο του, στρέφεται γύρω από τη νεαρότατη, μόλις δεκαπέντε ετών, Γιαπωνέζα Cio-Cio-San που μέσω προξενιού παντρεύεται και ερωτεύεται έναν ασυνείδητο Αμερικανό αξιωματικό του πολεμικού ναυτικού, ο οποίος λίγο καιρό μετά από τον γάμο τους στην Ιαπωνία την εγκαταλείπει, επιστρέφοντας τρία χρόνια αργότερα με τη νέα (Αμερικανίδα) του σύζυγο για να της πάρει το παιδί τους. Στο τέλος του έργου η ηρωίδα αυτοκτονεί κάνοντας χρήση του πατρικού μαχαιριού.

Για την πρόσφατη παρουσίαση της όπερας, η ΕΛΣ επέλεξε την γνωστή στο ελληνικό κοινό από προηγούμενα ανεβάσματα, ευφάνταστη παραγωγή του Αργεντινού σκηνοθέτη Hugo de Ana, ο οποίος εδώ ήταν υπεύθυνος, εκτός από τη σκηνοθεσία, επιπλέον για τα σκηνικά και κοστούμια. Είχαμε δει την παραγωγή του στο Ηρώδειο, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών, το 2013 και 2017. Ο de Ana εμπνέεται απευθείας από την ιαπωνική παράδοση χρησιμοποιώντας σχέδια αυθεντικών κοστουμιών, ενώ υιοθετεί μια εντελώς κινηματογραφική προσέγγιση που παίρνει σάρκα και οστά χάρη στον σχεδιασμό των προβολών του Sergio Metalli (ο τελευταίος, σε συνεργασία πάλι με τον de Ana, είχε υπογράψει και τις προβολές του ανεβάσματος της Tosca, βεβαίως του ίδιου συνθέτη, που είχαμε παρακολουθήσει στο Ηρώδειο στις 14/6/2015). Βρήκαμε ότι η όλη εικαστική σύλληψη λειτούργησε σαφώς καλύτερα στον κλειστό χώρο με τις προβολές να φαίνονται πολύ πιο καθαρά. Και ναι, όπως είχαμε αναλογισθεί και κατά την πρώτη παρακολούθηση της παραγωγής, έτσι και τώρα βρήκαμε πολύ εύστοχο και καλαίσθητο το ανέβασμα, που με άνεση οδηγούσε τον θεατή στον κόσμο της εύθραυστης ηρωίδας. Μέσω των προβολών είδαμε να ζωντανεύει η θάλασσα, το καράβι του Pinkerton να φθάνει, τους ήρωες σε μεγέθυνση να κινούνται και διάφορες κινούμενες απεικονίσεις που δημιουργούσαν ψυχογραφική αίσθηση. Στην τελευταία πράξη οι τραγουδιστές και οι απεικονίσεις τον προβολών είχαν σχεδόν ενσωματωθεί δίνοντας την εντύπωση στο κοινό ότι έβλεπε κινηματογραφική ταινία. Ο σκηνοθέτης πέτυχε να φέρει στην επιφάνεια τον χαρακτήρα των προσώπων του έργου και ειδικά της πρωταγωνίστριας που βρίσκεται στη σκηνή σχεδόν σε όλη τη διάρκεια του έργου.

Κατά την παράσταση που παρακολουθήσαμε, τον ρόλο του τίτλου, έναν από τους απαιτητικότερους πλήρους του ρεπερτορίου της ιταλικής όπερας κράτησε η Αλβανίδα σοπράνο Ermonela Jaho. Η Jaho έχει κερδίσει τις εντυπώσεις σε μεγάλα διεθνή λυρικά θέατρα ερμηνεύοντας τόσο αυτόν τον ρόλο, όσο και άλλους πρωταγωνιστικούς (έχει ξεχωρίσει ως Traviata, Giuseppe Verdi, 1813-1901).

Θα αναφέρουμε ότι πριν από μερικά χρόνια, την άνοιξη του 2017, είχαμε για πρώτη φορά την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε τη σοπράνο στον ίδιο ρόλο, κατά τη διάρκεια αναμετάδοσης παράστασης που είχε δοθεί στη  Βασιλική Όπερα του Λονδίνου (30/3/2017), στο πλαίσιο του κύκλου The Royal Opera House Live Cinema (είδαμε την προβολή στα Village Cinemas, 28/4/2017). Είχαμε ξεχωρίσει τον τόσο άμεσο και πειστικό τρόπο με τον οποίον είχε προσεγγίσει τον ρόλο.

Πιο πρόσφατα κυκλοφόρησε από τη δισκογραφική εταιρεία Opera Rara, γνωστή για τις ηχογραφήσεις σπάνιων λυρικών έργων, ο πρώτος προσωπικός της δίσκος με τίτλο Anima Rara (Opera Rara ORR253), που περιλαμβάνει άριες από έργα στα οποία διακρίθηκε η θρυλική υψίφωνος Rosina Storchio (1872-1945), πρώτη διδάξασα του ρόλου της Madama Butterfly. Οι εντυπώσεις που αποκομίσαμε από την ακρόαση του δίσκου ακτίνας, ο οποίος προφανώς περιλαμβάνει και σκηνές από την προαναφερθείσα όπερα, επιβεβαιώθηκαν από τη ζωντανή ακρόαση.

(Φωτο: Valeria Isaeva).
H Χρυσάνθη Σπιτάδη στον ρόλο της Suzuki και η Ermonela Jaho στον ρόλο της Madama Buttefly (Φωτο: Valeria Isaeva).

Αναλυτικότερα, η Jaho είναι μια χαρισματική καλλιτέχνις, που μπορεί όχι μόνο με σκέψη, αλλά και με σπάνιο ένστικτο να εισέρχεται στο πνεύμα των ρόλων που ενσαρκώνει. Η τεχνική της είναι όντως δουλεμένη, όπως και το fraseggio της, μέσω του οποίου αναδεικνύει τις λέξεις του κειμένου που ερμηνεύει. Ήταν πραγματική χαρά να την παρακολουθεί κανείς να υπογραμμίζει την ευθραυστότητα, την καλοσύνη και την αγνότητα της Butterfly με μεγάλη τέχνη, προκαλώντας συγκίνηση, ειδικά κατά την τελευταία πράξη. Εντούτοις, όπως και κατά την προγενέστερη ερμηνεία της που είχαμε παρακολουθήσει από το Λονδίνο, έτσι και τώρα, σε κάποιες από τις μεγάλες δραματικές στιγμές της όπερας, κυρίως στη δεύτερη πράξη, εκεί που το δράμα διαφαίνεται γυμνό και οι μουσικοί φθόγγοι κατεβαίνουν, νιώσαμε ότι η παρτιτούρα ζητούσε μια φωνή πιο γεμάτη στις μεσαίες περιοχές της, με στιβαρότερα κέντρα. Θαυμάσαμε την ταύτιση της Jaho με τον ρόλο, τον οποίον «ζούσε» και γνώριζε σε βάθος, όπως και τις καθαρές και τονικά ακριβείς νότες της υψηλής περιοχής και τα εκλεπτυσμένα pianissimi της, όμως από την άλλη πλευρά, κάποιες φορές διαπιστώναμε ότι οι φθόγγοι της μεσαίας και χαμηλότερης φωνητικής περιοχής δύσκολα υποστηρίζονταν. Μπορεί η ηρωίδα της ιστορίας να είναι νεαρή και μικροκαμωμένη, αλλά ο Puccini, σε αντίθεση με το γεγονός, αποζητά μία σοπράνο με το ατρόμητο φωνητικό corpus μιας Sena Jurinac (1921-2011), μιας Renata Tebaldi (1922-2004), μιας Maria Callas (1923-1977), μιας Renata Scotto (γ. 1934) ή μιας Mirella Freni (1935-2020), για να αναφέρουμε ορισμένες ντίβες άλλων εποχών που αβίαστα έρχονται στο νου. Δυστυχώς, δεν ακούσαμε τη Λετονή Kristīne Opolais της δεύτερης αθηναϊκής διανομής, η οποία διαθέτει ένα όργανο πιο γεμάτο και μάλλον πιο κοντά στα ζητούμενα του ρόλου. Αυτών λεχθέντων, δεν χρειάζεται να προσθέσουμε ότι η Jaho έχει ήδη ταυτίσει το όνομά της με την τραγική Butterfly και το Blu-ray που απαθανατίζει την προαναφερθείσα μετάδοση από τη Βασιλική Όπερα του Λονδίνου αποτυπώνει πιστά τις σημαντικές αρετές της ερμηνείας της [Οpus Arte Blu-ray OABD7244D].

Δίπλα της, ο Ιταλός τενόρος Gianluca Terranova ερμήνευσε με συνέπεια: μπορεί ορισμένες ψηλές νότες του μέρους του να οδήγησαν τη φωνή του στα όριά της, ωστόσο στο μεγάλο ντουέτο της πρώτης πράξης (Vogliatemi bene), όπως και στις άριες τόσο της πρώτης πράξης, Dovunque al mondo lo Yankee vagabondo, όσο και της δεύτερης, Addio fiorito asil, τραγούδησε με ωραία αίσθηση της γραμμής απολαμβάνοντας τις αξεπέραστης ομορφιάς μελωδίες που τα χαρακτηρίζουν. Είναι πραγματικά να αναρωτιέται και να απορεί κανείς, πώς ένας τόσο επιπόλαιος, απερίσκεπτος και κακοήθης ήρωας περιβάλλεται από τέτοια μεθυστική μουσική.

Ο βαρύτονος Διονύσης Σούρμπης ήταν στη λεπτομέρεια μελετημένος, αποδίδοντας θαυμάσια τον ρόλο του Αμερικανού πρoξένου Sharpless. Ειδικότερα, με ωραίο legato και μουσικότητα φρόντισε να υπογραμμίσει τον ευαίσθητα φιλεύσπλαχνο κόσμο και την τόσο συμπαθητική πλευρά του ήρωα που στέκεται με συμπόνια απέναντι στο πρόσωπο της άτυχης Butterfly  προσπαθώντας να την ξυπνήσει από το απατηλό της όνειρο και με διακριτικό τρόπο να της δείξει την πραγματικότητα.

Εξίσου καλές εντυπώσεις άφησε η Χρυσάνθη Σπιτάδη ως Suzuki, φωτίζοντας την αγάπη που έχει για την Butterfly, παραμένοντας μέχρι το τέλος πιστή δίπλα της. Η Σπιτάδη, που έχει σταδιοδρομήσει εκτός Ελλάδας, για τον ρόλο αξιοποίησε την αξιοσημείωτων ποιοτήτων θερμή φωνή μεσοφώνου, με βελούδινα κέντρα, που διαθέτει. Μακάρι να την ξανακούσουμε σύντομα.

Τους υπόλοιπους ρόλους κράτησαν με ανάλογο ενδιαφέρον οι Νίκος Στεφάνου (Goro), Μάριος Σαραντίδης (Πρίγκιπας Yamadori), Γιάννης Γιαννίσης (Bonzo), Πέτρος Σαλάτας (Yakusidé, Θείος της Cio-Cio-San), Διονύσης Τσαντίνης (Αυτοκρατορικός Επίτροπος), Βιολέττα Λούστα (Kate Pinkerton), Θεόδωρος Αϊβαλιώτης (Ληξίαρχος), Αμαλία Αυλωνίτου (Μητέρα της Cio-Cio-san), Βάγια Κωφού (Θεία) και Φωτεινή Χατζιδάκη (Εξαδέλφη).

Λόγω της πανδημίας και των υγειονομικών μέτρων, προτιμήθηκε η ενορχήστρωση της πουτσίνιας όπερας για μικρότερο ορχηστρικό σύνολο, που πραγματοποίησε ο αξέχαστος Αργεντινός αρχιμουσικός Ettore Panizza (1875-1967), βαθύτατος γνώστης, μελετητής και ιδανικός ερμηνευτής τόσο του Puccini όσο και του Richard Strauss (1864-1949). Σε αυτήν, λοιπόν, την εκδοχή, η ορχήστρα της ΕΛΣ, υπό τη διεύθυνση του Λουκά Καρυτινού, πρόσφερε μια ρέουσα ανάγνωση, μέσα από την οποία, όμως, θα μπορούσαν να είχαν εξερευνηθεί περαιτέρω οι αποχρώσεις δυναμικής˙ επίσης, υπήρξαν στιγμές που ο ήχος της ορχήστρας προέκυπτε, σε σημεία που δεν όφειλε, υπερβολικά δυνατός.

Εν κατακλείδι, μια παράσταση με πολλά θετικά στοιχεία, τόσο μουσικά όσο και σκηνοθετικά-εικαστικά, που σηματοδοτεί με ευοίωνο τρόπο την έναρξη της νέας καλλιτεχνικής περιόδου της ΕΛΣ.

 

Κριτικός Μουσικής, καθηγητής Ανώτερων Θεωρητικών, Σύνθεσης και Πιάνου, πρόεδρος του Σωματείου Ελλήνων Κριτικών Μουσικής, Θεάτρου και Χορού, πρόεδρος του Διεθνούς Μουσικού Σωματείου Gina Bachauer, πρόεδρος του Διεθνούς Μουσικού Σωματείου C.V. Alkan - P.J.G. Zimmerman, καλλιτεχνικός διευθυντής του Διεθνούς Διαγωνισμού Πιάνου C.V. Alkan - P.J.G. Zimmerman και καλλιτεχνικός διευθυντής του Πανελλήνιου Μουσικού Διαγωνισμού Μαρίας Χαιρογιώργου-Σιγάρα.