

Ύστερα από μεγάλο χρονικό διάστημα αβεβαιότητας και ασάφειας σχετικά με το μέλλον της, η Καμεράτα – Ορχήστρα των Φίλων της Μουσικής, βρίσκει και πάλι την έδρα της στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών (ΜΜΑ). Θυμίζουμε ότι η ορχήστρα ιδρύθηκε την άνοιξη του 1991 (20/3/1991) και έκτοτε, με τη σταθερή της παρουσία, έχει χαρίσει πολλές αξιόλογες συναυλίες στο κοινό έχοντας ως μουσικούς της διευθυντές τους Αλέξανδρο Μυράτ (1991-2000), Sir Neville Marriner (2000-2001), Christopher Warren-Green (2004-2009) και Γιώργο Πέτρου (από το 2009). Όλοι οι παραπάνω, με τον δικό του τρόπο ο καθένας, προσέφεραν στην καλλιέργεια και εξέλιξη των μουσικών της ποιοτήτων. Μάλιστα, με τον Πέτρου, της δόθηκε η ευκαιρία να εισέλθει στον χώρο της διεθνούς δισκογραφίας και να συνεργαστεί κυρίως με την ιστορική εταιρεία Decca.
Το Σάββατο 4/1, στην Αίθουσα Χρήστος Λαμπράκης του ΜΜΑ, ακολουθώντας το λαμπρό παράδειγμα της Φιλαρμονικής της Βιέννης (γερμ. Wiener Philharmoniker), που κάθε πρωτοχρονιά πραγματοποιεί τη δημοφιλέστατη συναυλία της σχηματισμένη από υπέροχα βαλς, η Καμεράτα, υπό τη διεύθυνση του Πέτρου, πρότεινε τη δική της βραδιά με τίτλο Πρωτοχρονιά με άρωμα Βιέννης. Το πρόγραμμα σχηματίστηκε από συνθέσεις του Johann Strauss II (1825-1899), από τη γέννηση του οποίου φέτος, στις 25 Οκτωβρίου, συμπληρώνονται 200 χρόνια: Wein, Weib und Gesang (Κρασί, Γυναίκα και Τραγούδι), Op. 333, Accelerationen (Επιταχύνσεις), Op. 234, Bluette, Op. 271, Tausend und eine Nacht (Χίλιες και μία νύχτες), Op. 346, Εισαγωγή στην οπερέτα Eine Nacht in Venedig (Μία νύχτα στη Βενετία), Pizzicato Polka, γραμμένη με τον αδελφό του, Josef Strauss, 1827-1870, Schatz-Walzer (Το βαλς του θησαυρού), Op. 418, και Tik-Tak, Polka, Op. 365. Ο Johann Strauss ΙΙ ήταν αναμφισβήτητα ο πλέον ιδιοφυής συνθέτης της μουσικής δυναστείας των Strauss, τον οποίον θαύμαζαν πολλοί από τους σύγχρονους ομότεχνούς του, με πρώτον τον Johannes Brahms (1833-1897), ο οποίος διατηρούσε και φιλικές σχέσεις μαζί του.
Η Καμεράτα και ο Πέτρου ανέδειξαν με όρεξη τις θαυμάσιες μελωδίες των έργων και τους γεμάτους ενέργεια ρυθμούς, παράλληλα, όπου χρειαζόταν, χρωματίζοντας εύστοχα τη νοσταλγική, ακόμη και μελαγχολική, διάθεση που επικρατεί σε αρκετά από εκείνα. Εκτός προγράμματος, ακολουθώντας το παράδειγμα πάλι της Φιλαρμονικής της Βιέννης, ολοκλήρωσαν τη συναυλία τους με προσεγμένες αναγνώσεις του κοσμαγάπητου βαλς που φέρει τον τίτλο, An der schönen blauen Donau (Στον ωραίο γαλάζιο Δούναβη), Op. 314, του ίδιου συνθέτη, και του Radetzky March, Op. 228, του Johann Strauss Ι (1804-1849), πατέρα του τιμωμένου.

Προχωρώντας, στην ίδια αίθουσα, στις 10/1, παρακολουθήσαμε την πρώτη φετινή συναυλία της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών (ΚΟΑ), υπό τη διεύθυνση του πάντα ουσιαστικού και μελετημένου αρχιμουσικού Νίκου Βασιλείου, με τίτλο …μετά τον Shostakovich…, το πρόγραμμα της οποίας περιέλαβε έργα των Ρώσων Alfred Schnittke (1934-1998), από τη γέννηση του οποίου στις 24 Νοεμβρίου 2024 συμπληρώθηκαν 90 χρόνια, και Dmitri Shostakovich, 1906-1975, από τον θάνατο του οποίου στις 9 Αυγούστου συμπληρώνονται 50 χρόνια.
Αναλυτικότερα, η βραδιά εγκαινιάστηκε με το Κοντσέρτο για βιόλα και ορχήστρα του Schnittke, ένα από τα σπουδαιότερα έργα του τελευταίου, γραμμένο κατά το έτος 1985 και αφιερωμένο στον κορυφαίο σύγχρονο βιολίστα Yuri Bashmet, ο οποίος υπήρξε πολύτιμος σύμβουλος του μουσουργού κατά τη διάρκεια της σύνθεσής του και σολίστ κατά την πρώτη παγκόσμια εκτέλεσή του, που δόθηκε στις 9 Ιανουαρίου 1986, στην Concertgebouw του Amsterdam, από τη Βασιλική Ορχήστρα Concertgebouw, υπό τη διεύθυνση του Lukas Vis.
Κατά την πρόσφατη εκτέλεση, το σολιστικό μέρος κράτησε ο Ηλίας Σδούκος, ο οποίος με αυτοπεποίθηση, σίγουρη τεχνική και προσοχή στη ροή και κατεύθυνση κάθε φράσης, υπογράμμισε τον αγωνιώδη και έντονα αυτογραφικό χαρακτήρα των τριών μερών του έργου (Largo, Allegro molto και Largo)· τα συναισθήματα του συνθέτη υπήρξαν προφητικά, καθότι λίγες μέρες μετά την ολοκλήρωση του έργου υπέστη ένα σοβαρό εγκεφαλικό επεισόδιο. Η ΚΟΑ, υπό τον Βασιλείου, στήριξαν με έγνοια τον βιολίστα, μαζί του φωτίζοντας τα ποικίλα όσο και πολυσύνθετα δομικά στοιχεία που σχηματίζουν την παρτιτούρα και ιδίως το εξάφθογγο βασικό μοτίβο που γεννιέται μέσα από τα γράμματα του επιθέτου Bashmet, στη γερμανική του εκδοχή, Baschmet: σι ύφεση-λα-μι ύφεση-ντο-σι αναίρεση-μι αναίρεση.

Στη συνέχεια, η soprano Falcon[1] Μαρία Κατσούρα ερμήνευσε το σολιστικό μέρος από τον κύκλο τραγουδιών με γενικό τίτλο, Έξι ποιήματα της Marina Tsvetayeva: Σουίτα για κοντράλτο και ορχήστρα δωματίου, Op. 143a, του Shostakovich. Αναφέρουμε ότι ο κύκλος ήταν αρχικά γραμμένος για κοντράλτο και πιάνο, ολοκληρώθηκε μέσα σε μία μόνον εβδομάδα κατά τον Αύγουστο του 1973, ενώ έναν χρόνο αργότερα, το 1974, ο ίδιος ο συνθέτης τον διασκεύασε για κοντράλτο και ορχήστρα.[2] Πρόκειται για καρπό της ύστατης δημιουργικής περιόδου του Shostakovich, που εμπνέεται από εμβριθείς και γραμμένους σε διαφορετικές δημιουργικές περιόδους στίχους της Ρωσίδας ποιήτριας Marina Tsvetaeva (1892-1941), η οποία κατά τη διάρκεια της ζωής της βίωσε τραγικά γεγονότα εγκαταλείποντας τη Ρωσία το 1922 και διαμένοντας στο Παρίσι, το Βερολίνο και την Πράγα· αυτοκτόνησε στις 31 Οκτωβρίου 1941, έχοντας επιστρέψει στην πατρίδα της. Ο συναισθηματικά έντονος και αυτοβιογραφικός χαρακτήρας των τραγουδιών (κατά τη διάρκεια της σύνθεσής τους, ο ασθενής Shostakovich γνώριζε ότι έβαινε προς το τέλος της ζωής του) αναδείχθηκε με προσοχή από την Κατσούρα, που με γεμάτη φωνή και εσωτερικότητα ανέδειξε τη ρητορική δύναμη των φράσεων και φρόντισε για τη σωστή άρθρωση της ρωσικής γλώσσας. Η ορχήστρα και ο μαέστρος πρόσφεραν μία συνοδεία που ανεδείκνυε τη χαρακτηριστική ατμόσφαιρα της μουσικής και των στίχων κάποιοι εκ των οποίων αναφέρονται στα όνειρα της ζωής και στην καλλιτεχνική επιτυχία, στον έρωτα αλλά και στον θάνατο.

Η συναυλία έκλεισε με του Schnittke την οκταμερή Σουίτα Gogol, από τη σκηνική μουσική για το θεατρικό έργο Λίστα επιθεώρησης του ηθοποιού και σκηνοθέτη Yuri Lyubimov (1917-2014) βασισμένο σε έργα του Nikolai Gogol (1809-1852). Την ιδέα του συνδυασμού κομματιών από τη σκηνική μουσική του Schnittke είχε ο Ρώσος αρχιμουσικός Gennady Rozhdestvensky (1931-2018), που είχε διευθύνει τις πρώτες εκτελέσεις αρκετών ορχηστρικών έργων του συνθέτη (και που βεβαίως επίσης υπήρξε στενός συνεργάτης του Shostakovich, του οποίου τη Συμφωνία αρ. 10, Op. 93, θυμόμαστε να διευθύνει συνεργαζόμενος με την ΚΟΑ, στο ΜΜΑ, στις 11/12/1992). Η μουσική επηρεασμένη από διάφορα μουσικά στυλ και με συχνές εναλλαγές διαθέσεων, σαρκαστικού χαρακτήρα (με παραθέσεις μουσικών θεμάτων παλαιότερων συνθετών λ.χ. Joseph Haydn, 1732-1809, Wolfgang Amadeus Mozart, 1756-1791, Ludwig van Beethoven, 1770-1827, αλλά και Piotr Ilyich Tchaikovsky, 1840-1893), περιγραφικής δύναμης και σε στιγμές ντελικάτης μπαλετικής διάθεσης, ενίοτε με ενθουσιώδη ξεσπάσματα, χαρακτηριστικούς χορευτικούς και εκστατικούς ρυθμούς, βρήκε ικανότατους ερμηνευτές στην ΚΟΑ και τον Βασιλείου. Τόσο οι τελευταίοι, όσο και το ακροατήριο, έδειχναν να απολαμβάνουν την πιο προσιτή αυτή δημιουργική πλευρά του Schnittke.

Τέλος, στην ίδια πάντα αίθουσα, στις 17/1, ακούσαμε την αμέσως επόμενη συναυλία της ΚΟΑ, υπό τη διεύθυνση της διεθνώς δραστήριας αρχιμουσικού Ζωής Τσόκανου. Σολίστ ήταν ο διαπρεπής δεξιοτέχνης των πλήκτρων Κυπριανός Κατσαρής, που εδώ και πολλές δεκαετίες διαμένει μόνιμα στο Παρίσι και από εκεί ταξιδεύει σε μεγάλα μουσικά κέντρα πετυχαίνοντας πάντα να συναρπάζει το κοινό του, ενώ επισκέπτεται αρκετά συχνά την Ελλάδα για συναυλίες και ρεσιτάλ.
Στο πρώτο μέρος της πρόσφατης συναυλίας, ο πιανίστας ερμήνευσε αρχικά το σολιστικό μέρος της Σουίτας αρ. 1 για πιάνο και ορχήστρα του Μίκη Θεοδωράκη (1925-2021), από τη γέννηση του οποίου φέτος στις 29 Οκτωβρίου, συμπληρώνονται εκατό χρόνια. Εδώ, με αφιέρωση εκτέλεσε τα παρατεταμένα και επίμονα ρυθμικά σχήματα, ενώ δεν παρέλειψε να αναδείξει και τα μελωδικά στοιχεία της σύνθεσης.
Στη συνέχεια, ο ίδιος, με δεξιοτεχνική διάθεση και σπινθηροβόλο toucher αποκάλυψε τα απαιτητικά πιανιστικά μέρη της γραμμένης το 1852 Φαντασίας πάνω σε Ουγγρικές Λαϊκές Μελωδίες (γερμ. Fantasie über ungarische Volksmelodien) του Franz Liszt (1811-1886), συνθέτη τον οποίον από την αρχή της σταδιοδρομίας του έχει εξερευνήσει και ερμηνεύσει με ιδιαίτερη αγάπη, ενθουσιασμό και επιτυχία.
Η ΚΟΑ, υπό την Τσόκανου, συνόδευσαν τον σολίστ με ετοιμότητα, αρχικά αναδεικνύοντας τον πομπώδη δυναμισμό της παρτιτούρας του Θεοδωράκη και στη συνέχεια, υπογραμμίζοντας τον μεγαλοπρεπή και υπερήφανο χαρακτήρα του έργου του Liszt.
Το δεύτερο μέρος της συναυλίας άνοιξε με το ορχηστρικό έργο Ένα ανοιξιάτικο πρωινό (γαλλ. D’un matin de printemps) της πρόωρα χαμένης Γαλλίδας συνθέτιδος Lili Boulanger (1893-1918). Σε αυτή την παρτιτούρα, ολοκληρωμένη κατά την τελευταία περίοδο της τραγικά σύντομης ζωής της δημιουργού, η Τσόκανου και η ορχήστρα οδήγησαν στην επιφάνεια τη φρεσκάδα, την αισθαντικότητα αλλά και τη γοητεία της εκλεπτυσμένης γραφής.

Στη συνέχεια, ακούσαμε το διάσημο αριστούργημα της μουσικής εργογραφίας του 20ου αιώνα, με τίτλο, H Θάλασσα (γαλλ. La Mer), τρία συμφωνικά σκίτσα για ορχήστρα, ολοκληρωμένο από τον Debussy το 1905.[3] Η αρχιμουσικός επέλεξε καλά ζυγισμένες ταχύτητες, έδωσε έμφαση στα ρυθμικά στοιχεία και πέτυχε να υπηρετήσει το γενικότερο δομικό πλαίσιο της παρτιτούρας, παράλληλα αποδίδοντας με ευστοχία τα περιγραφικά στοιχεία. Η ΚΟΑ, την ακολούθησε με διάθεση και προσοχή. Εντούτοις, σε κάποια σημεία, ευτυχώς όχι πολλά, έκαναν την εμφάνισή τους προβλήματα συγχρονισμού και ηχητικής ισορροπίας, που συνδυάστηκαν με φευγαλέες τονικές αστοχίες (κυρίως από την πλευρά των χάλκινων πνευστών, κατά το δεύτερο μέρος, Jeux de vagues, Παιχνίδια των κυμάτων, και κατά το τρίτο μέρος, Dialogue du vent et de la mer, Διάλογος μεταξύ του ανέμου και της θάλασσας). Λαμβάνοντας υπόψιν ότι πρόκειται για ένα από τα τεχνικά δυσκολότερα έργα του ρεπερτορίου, υποδειγματικά όσο και περίτεχνα ενορχηστρωμένο, πραγματική πρόκληση για κάθε ορχήστρα, πιστεύουμε ότι ενδεχομένως επιπλέον χρόνος δοκιμών (ας μη λησμονούμε ότι η συναυλία περιλάμβανε τέσσερα έργα, το καθένα με τις δικές του απαιτήσεις) και επιμονή σε ορισμένες λεπτομέρειες, θα έφερναν ένα ακόμη πιο πλήρες ερμηνευτικό αποτέλεσμα.
Ωστόσο, κρατάμε την ενέργεια με την οποία τα μέλη της ΚΟΑ και η Τσόκανου μπόλιασαν πολλές μουσικές παραγράφους της παρτιτούρας και τις κλιμακώσεις τους (λ.χ. κατά το πρώτο μέρος, De l’aube à midi sur la mer, Από την αυγή ως το μεσημέρι στη θάλασσα, αλλά και κατά το τρίτο μέρος), όπως και αρκετές, από ερμηνευτικής άποψης, ωραία λαξευμένες φράσεις (λ.χ. του αγγλικού κόρνου που ερμήνευσε η Χριστίνα Παντελίδου), αλλά και βεβαίως την ικανοποίηση που αισθανθήκαμε ακούγοντας «ζωντανά» αυτό το πολύτιμο δημιούργημα.
Υποσημειώσεις:
[1] Soprano Falcon: πρόκειται για σπάνιο είδος δραματικής υψιφώνου, με φωνή μεγάλης έκτασης και μεγέθους, όπως και ιδιαίτερου ηχοχρώματος, σαν της θρυλικής Γαλλίδας ντίβας Cornélie Falcon (1814-1897), από όπου το είδος της φωνής έλαβε την ονομασία του. Ανάμεσα στους λαμπρούς θαυμαστές της Falcon υπήρξαν οι συνθέτες Hector Berlioz (1803-1869), Giacomo Meyerbeer (1791-1864) και Fromental Halévy (1799-1862), οι οποίοι της εμπιστεύθηκαν πρώτες εκτελέσεις έργων τους.
[2] Ο κύκλος των τραγουδιών Έξι ποιήματα της Marina Tsvetayeva: Σουίτα για κοντράλτο και ορχήστρα δωματίου, Op. 143a, του Dmitri Shostakovich είναι αφιερωμένος στη διάσημη Ρωσίδα μεσόφωνο Irina Bogacheva (1939-2019), η οποία έδωσε τις πρώτες παγκόσμιες εκτελέσεις τόσο της εκδοχής για φωνή και πιάνο, όσο και εκείνης για φωνή και ορχήστρα.
[3] Η πρώτη παγκόσμια εκτέλεση της Θάλασσας του Claude Debussy δόθηκε στο Παρίσι, στις 15 Οκτωβρίου 1905, από την Ορχήστρα Lamoureux (σύνολο ιδρυμένο το 1881 από τον αρχιμουσικό και βιολονίστα Charles Lamoureux, 1834-1899), υπό τη διεύθυνση του αρχιμουσικού και συνθέτη Camille Chevillard (1859-1923). Μολονότι το έργο δεν άργησε να γίνει γνωστό διεθνώς, εκείνη η πρώτη εκτέλεση δεν γνώρισε την επιτυχία που της αναλογούσε.