«Fior di Maria»: ακόμη ένα διαμάντι του Παύλου Καρρέρ, πάντα από Φιδετζή

 

Είναι  εντυπωσιακή η μουσική ποιότητα των οπερατικών έργων των μεγάλων Ελλήνων μουσουργών της λεγόμενης Επτανησιακής Σχολής του 19ου αιώνα και των αρχών του 20ου αιώνα, πολλά από τα οποία έχουν δει το φως της δημοσιότητας κατά τις τελευταίες δεκαετίες χάρη κυρίως στις άοκνες προσπάθειες του αρχιμουσικού Βύρωνα Φιδετζή. Δεν είναι μόνο ο ενθουσιασμός και η βαθύτατη όσο και σταθερή αγάπη του Φιδετζή, που συντελούν στη σημαντική του προσφορά, αλλά και οι ειδικές του γνώσεις μέσω των οποίων, όταν  χρειάζεται, προβαίνει σε αποκατάσταση των μουσικών κειμένων που έχουν διασωθεί και σε ενορχήστρωσή τους, στις περιπτώσεις που έχουν σωθεί μόνον τα spartiti (δηλ. οι εκδόσεις ή τα χειρόγραφα των φωνητικών μερών με συνοδεία πιάνου). Θα ήταν έγκλημα να μην τονίσει κανείς εδώ την υπερπολύτιμη συμβολή του κορυφαίου και πολυγραφότατου μουσικολόγου, ερευνητή και κριτικού μουσικής Γιώργου Λεωτσάκου στον εντοπισμό, στην έκδοση και στη διάδοση έργων της έντεχνης ελληνικής μουσικής.

To libretto της χαμένης όπερας του Παύλου Καρρέρ "Dante e Bice", πρώτη έκδοση, F. Lucca, 1852. Ιδιωτική συλλογή.
To libretto της χαμένης όπερας του Παύλου Καρρέρ “Dante e Bice”. Ποιητικό κείμενο του Serafino Torelli. Πρώτη έκδοση, Francesco Lucca, 1852. Ιδιωτική συλλογή, Αθήνα. Σπάνιο.

Μετά από την επιτυχημένη παρουσίαση της όπερας «Μάρκος Μπότσαρης» (Marco Bozzari) του Ζακυνθινού Παύλου Καρρέρ (29/4/2015, Θέατρο του Κέντρου Πολιτισμού «Ελληνικός Κόσμος»), ο αρχιμουσικός προχώρησε στην εκτέλεση ακόμα μιας ιδιαίτερα ενδιαφέρουσας όπερας του ίδιου μουσουργού. Ο λόγος για την «Fior di Maria» (Μαριάνθη), σε κείμενο του Giovanni Caccialupi, βασισμένο στο πιο γνωστό μυθιστόρημα –κοινωνικό μυθιστόρημα- του Eugene Sue (1804-1857), «Τα μυστήρια των Παρισίων» (Les Mystères de Paris). Παρακολουθήσαμε εκτέλεση του μελοδράματος στις 17/1, σε συναυλιακή μορφή (δηλαδή χωρίς σκηνικά και κοστούμια), στην αίθουσα του Ιδρύματος Μιχάλη Κακογιάννη. Ο Καρρέρ (1829-1896), εμβληματικός συνθέτης της γενιάς του, εμπνέεται από το προαναφερθέν λογοτεχνικό έργο ολοκληρώνοντας την όπερά του το 1867. Πετυχαίνει να κτίσει πραγματικά δυνατούς ήρωες και να παραδώσει  μουσική καλογραμμένη και  πραγματικά υψηλής έμπνευσης, γεμάτη έξυπνα λαξεμένες μελωδίες και δραματική συνοχή.  Παραδόξως, το έργο παρουσιάστηκε μια και μόνο φορά, το 1868, στην Κέρκυρα. Έχει φθάσει ως εμάς μόνο μέσω του spartito (φωνή-πιάνο), σημαντικό γεγονός αν αναλογισθεί κανείς ότι άλλα έργα του, είναι ολότελα χαμένα. Apropos χαμένα έργα, αξίζει να αναφέρουμε ότι η πρώτη μεγάλη διεθνής επιτυχία του Καρρέρ σημειώθηκε με την προγενέστερη όπερα –την πρώτη που έγραψε- «Δάντης και Βεατρίκη» (Dante e Bice), έργο του 1852, της οποίας σώζεται μόνο το libretto (βλ. φωτογραφία της σπάνιας πρώτης έκδοσής του από ιδιωτική συλλογή) και όχι το μουσικό μέρος. Η όπερα παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο Teatro Carcano, Μιλάνο, το καλοκαίρι του 1852. Διαβάζοντας κανείς προσεκτικά το ποιητικό κείμενο του εν λόγω έργου, που ανήκει στoν Serafino Torelli, εκτιμά την ποιότητα και θεατρική αμεσότητά του, ενώ μπορεί εύκολα να φανταστεί τις αρετές της μουσικής που εντυπωσίασαν το κοινό της εποχής. Οι έρευνες για την εύρεση αυτού του έργου, όπως εξάλλου και άλλων  χαμένων που ανήκουν σε Έλληνες συνθέτες του 19ου αιώνα, δεν παύουν να συνεχίζονται σε Ιταλικές κυρίως βιβλιοθήκες, αλλά  και σε ιδιωτικές συλλογές.

Ο αρχιμουσικός Βύρων Φιδετζής με τους τραγουδιστές, την ορχήστρα και την χορωδία στο τέλος της ερμηνείας της όπερας.

O Φιδετζής, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά στο διαφωτιστικό εισαγωγικό του σημείωμα, που δημοσιεύει στο έντυπο πρόγραμμα της βραδιάς, είχε πληροφορηθεί την ύπαρξη του spartito της «Μαριάνθης» από τον διαπρεπή συνθέτη της Εθνικής Σχολής, Ανδρέα Νεζερίτη (1897-1980), κατά την δεκαετία του ΄70. Ο ίδιος ο Νεζερίτης το είχε λάβει από τα χέρια του «πατέρα της Ελληνικής Όπερας», όπως τον χαρακτηρίζει ο Φιδετζής, Διονύσιο Λαυράγκα (1860-1941).  Στη συνέχεια, ο Νεζερίτης, γύρω στα 1950, παρέδωσε την παρτιτούρα στον συνθέτη Σπύρο Μοντσενίγο (1911-1970). Το αρχείο του τελευταίου προσφέρθηκε στην Εθνική Βιβλιοθήκη από την χήρα του, το 1971, όπου φυλάσσεται μέχρι σήμερα. Ο Φιδετζής χρειάστηκε το 2015 (20 Μαίου-6 Οκτωβρίου) να  προβεί στην ενορχήστρωση του έργου, έχοντας στη διάθεση του το spartito. Δυστυχώς,  τουλάχιστον μέχρι σήμερα, δεν έχει βρεθεί η παρτιτούρα του εν λόγω έργου. Η ενορχήστρωσή του κρίθηκε προσεγμένη, πλούσια και άρτια επεξεργασμένη, από χέρι μάστορα. Εντούτοις, ορισμένες φορές, βρήκαμε κάπως υπερβολικά εκτενή τον ρόλο των χάλκινων πνευστών, γεγονός που παρέπεμπε περισσότερο σε ενορχηστρώσεις του γερμανικού ρομαντισμού  της εποχής και όχι τόσο του Ιταλικού. Υφολογικά η μουσική γλώσσα του Καρρέρ βρίσκεται μάλλον πιο κοντά στο σύμπαν των τραγικών αριστουργημάτων του Gioacchino Rossini (1792-1868): το έργο γράφτηκε την χρονιά πριν από τον θάνατο του κορυφαίου Ιταλού, ο οποίος, βεβαίως, είχε παύσει προ πολλού να συνθέτει όπερες  (η τελευταία όπερά του, ο «Guillaume Tell», πρωτοπαρουσιάστηκε στις 3/8/1829, στη Salle Le Paletier/Opéra Le Peletier των Παρισίων).

Ο  Φιδετζής  προσέφερε μια ανάγλυφη, δραματικά μεστή και ερμηνευτικά εύφορη ανάγνωση της παρτιτούρας. Με προσοχή είχε επιλέξει τους τραγουδιστές του, που κυριολεκτικά έδωσαν τον καλύτερό τους εαυτό στην ερμηνεία του έργου.

Ξεχωριστή υπήρξε η συνεισφορά του βαρύτονου Διονύση Σούρμπη, καταγόμενου από την Ζάκυνθο όπως και ο συνθέτης. Ο καλλιτέχνης  αντιμετώπισε με ωραία γεμάτη φωνή, ιδιαίτερη όρεξη και εκφραστική συγκρότηση το μέρος του  μυστηριώδους Ροδόλφου, Μέγα Δούκα του Gerolstein, που αρχικά εμφανίζεται ως ζωγράφος. Υπήρξε δυναμικός μοχλός της όλης ερμηνείας.

Η υψίφωνος Σοφία Κυανίδου, ως Μαριάνθη, που όπως μαθαίνουμε στην τρίτη πράξη, είναι η χαμένη κόρη του Ροδόλφου, απέδωσε με ιδιωματικό λυρισμό και φωνητική άνεση το μέρος  της  πρωταγωνίστριας. Η   υψίφωνος Άννα Στυλιανάκη, ως Σάρα, μητέρα της Μαριάνθης, υπήρξε φωνητικά και εμφανισιακά κομψή, ερμηνεύοντας με καθαρή άρθρωση και προσεγμένη τονική ακρίβεια.  Τους υπόλοιπους ρόλους κράτησαν με μουσικότητα και ενδιαφέρον οι καλά προετοιμασμένοι Ιρένα Αθανασίου (Τσιβέτα-Κουκουβάγια, μισότυφλη συνεργός κακοποιών και φονιάδων), Δημήτρης Σιγαλός (Ιάκωβος Φερράντ, συμβολαιογράφος), Άρης Προσπαθόπουλος (Τομ  Σέιτον, αδελφός της Σάρα), Κωνσταντίνος Κατσάρας (Άνσελμο Ντουρεσνέλ ή «Ο Δάσκαλος», κλέφτης και φονιάς) και Μάριος Σαραντίδης (Αντεροβγάλτης, διαβόητος κακοποιός).

Την μουσική προετοιμασία των προαναφερθέντων σολίστ είχε ο πολύπειρος και πάντα μουσικά ακριβής πιανίστας Δημήτρης Γιάκας.

Η απόδοση της Φιλαρμόνια Ορχήστρας Αθηνών κρίθηκε ικανοποιητικότατη, με θερμό ήχο εγχόρδων και καθαρό ήχο πνευστών. Το σύνολο κέρδισε τις εντυπώσεις κατά την Εισαγωγή, την οποία ο μαέστρος δανείστηκε από την όπερα «Η κυρά Φροσύνη» του ίδιου συνθέτη (πρώτη παγκόσμια παρουσίαση, Ζάκυνθος, 16/11/1868): η εισαγωγή της «Φροσύνης» περιέχει μουσικά θέματα από την «Μαριάνθη» και ως εκ τούτου λίγες αμφιβολίες μπορούν να υπάρξουν για το γεγονός ότι έχει άμεση σχέση με αυτή την όπερα.

Ας μας επιτραπεί να ξεχωρίσουμε ένα εκλεκτό μέλος της ορχήστρας, τον νεαρό σολίστ κλαρινέτου Μερκούριο Καραλή, ο οποίος με τονική ακρίβεια και μουσική συνέπεια ερμήνευσε τα σε αρκετά σημεία ιδιαίτερα προβεβλημένα μέρη που ανατέθηκαν στο όργανό του. Με την ευκαιρία αναφέρουμε ότι μας είχε κερδίσει με την μουσικότητα, τον έλεγχο της αναπνοής και την ασφαλή δεξιοτεχνία του,  κατά την ερμηνεία του Κοντσέρτου για κλαρινέτο και ορχήστρα αρ. 1, Op. 26, του Louis Spohr (1784-1859), που μας είχε προσφέρει στις   9/12/2017, στον Χώρο Τέχνης και Πολιτισμού «Άρτεμις», συνοδευόμενος πάντα από την Φιλαρμόνια Ορχήστρα Αθηνών, υπό τον Φιδετζή.

Η Μικτή Χορωδία του Τμήματος Μουσικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών, υπό την καθοδήγηση του ακούραστου Νίκου Μαλιάρα, αντιμετώπισε προσεκτικά τα μεγάλα όσο και επιβλητικά χορωδιακά μέρη της όπερας.

Η προβολή σελίδων από την έκδοση του μυθιστορήματος του Sue, όπως είχε αποδοθεί σε τεύχος της δημοφιλούς σειράς των «Κλασσικών Εικονογραφημένων», έδωσε έναν ιδιαίτερο εικαστικό τόνο στην παρουσίαση. Ωστόσο, είμαστε της άποψης ότι τόσο η «Μαριάνθη», όσο και ο «Μάρκος Μπότσαρης», θα πρέπει κάποια στιγμή να παρουσιαστούν επί σκηνής, πλήρως σκηνοθετημένα, με σκηνικά και κοστούμια. Μάλιστα, ευχής έργον θα ήταν η εικαστική ματιά να μην ξέφευγε από την εποχή των αφηγήσεων και από τα ζητούμενα των ποιητικών κειμένων (libretti).

Κλείνοντας, αναφέρουμε ότι με ιδιαίτερη χαρά αναμένουμε την παρουσίαση μιας ακόμα ελληνικής όπερας, την οποία θα διευθύνει ο πάντα φιλέρευνος Φιδετζής. Ο λόγος για την όπερα «Περουζέ» του Θεόφραστου Σακελλαρίδη (1883-1950), που θα δοθεί πλήρως σκηνοθετημένη, στο Ηρώδειο, στις 16 και 17/6, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου. Επίσης, μαθαίνουμε ότι η Εθνική Λυρική Σκηνή σχεδιάζει την παρουσίαση όπερας του Σπύρου Σαμάρα (1861-1917)  στο όχι και τόσο μακρινό μέλλον.

Ο αρχιμουσικός Βύρων Φιδετζής με τους τραγουδιστές, την ορχήστρα, την χορωδία και τον Νίκο Μαλλιάρα, που ανέλαβε την διδασκαλία της χορωδίας, στο τέλος της ερμηνείας της όπερας.

 

 

Κριτικός Μουσικής, καθηγητής Ανώτερων Θεωρητικών, Σύνθεσης και Πιάνου, πρόεδρος του Σωματείου Ελλήνων Κριτικών Μουσικής, Θεάτρου και Χορού, πρόεδρος του Διεθνούς Μουσικού Σωματείου Gina Bachauer, πρόεδρος του Διεθνούς Μουσικού Σωματείου C.V. Alkan - P.J.G. Zimmerman, καλλιτεχνικός διευθυντής του Διεθνούς Διαγωνισμού Πιάνου C.V. Alkan - P.J.G. Zimmerman και καλλιτεχνικός διευθυντής του Πανελλήνιου Μουσικού Διαγωνισμού Μαρίας Χαιρογιώργου-Σιγάρα.