«Faust» του Charles Gounod από την Εθνική Λυρική Σκηνή, με την πολύτιμη συνεισφορά του ανερχόμενου Γάλλου αρχιμουσικού Pierre Dumoussaud και μίας καλά ισορροπημένης διανομής

Οι Γιάννης Γιαννίσης και Ivan Magrì (φωτογραφία: Valeria Isaeva)
Οι Γιάννης Γιαννίσης και Ivan Magrì (φωτογραφία: Valeria Isaeva)

Η ενδιαφέρουσα παραγωγή της αθάνατης όπερας Faust του Charles Gounod (1818-1893), που είχαμε παρακολουθήσει τον Ιανουάριο του 2012, από την Εθνική Λυρική Σκηνή (ΕΛΣ), στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών (Αίθουσα Αλεξάνδρα Τριάντη), είχε κερδίσει τις εντυπώσεις. Η αναβίωση της ίδιας παραγωγής, που παρουσιάστηκε πρόσφατα, τον Απρίλιο, δέκα χρόνια μετά το πρώτο ανέβασμα, πάντα από την ΕΛΣ, αλλά αυτή τη φορά στη νέα της έδρα, στο Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος, με ανανεωμένη διανομή και διαφορετικό μαέστρο, ανανέωσε τις θετικές μας εντυπώσεις.

Θα θυμίσουμε ότι η όπερα του Gounod ανέβηκε για πρώτη φορά στο Théâtre Lyrique των Παρισίων, στις 19 Μαρτίου 1859. Δεν άργησε να βρει την αναγνώριση που της άξιζε και να χειροκροτηθεί σε ονομαστές  λυρικές σκηνές του κόσμου.  Το 1869 έλαβε την τελική της μορφή και παρουσιάστηκε στην περίφημη Όπερα των Παρισίων. Για αυτό το ανέβασμα, προστέθηκε το μπαλέτο της πέμπτης πράξης, ο αρχικός ομιλούμενος διάλογος αντικαταστάθηκε από recitativi και οι τέσσερις πράξεις, αυξήθηκαν σε πέντε. Ας μην λησμονούμε ότι το έργο γεννήθηκε ως opéra comique και κατέληξε σε grand opéra.

Το λιμπρέτο των Jules Barbier και Michel Carré στηρίχθηκε στο πρώτο μέρος του ομώνυμου έργου του Johann Wolfgang von Goethe, χωρίς να το ακολουθεί πιστά. Στενότερη είναι η σχέση του με το θεατρικό έργο, Faust et Marguerite, που συνέγραψε ο ίδιος ο Carré.  Η όπερα ανήκει στο σταθερό λυρικό ρεπερτόριο, στις πιο αγαπημένες του κοινού και σίγουρα στις πιο πολυηχογραφημένες.

Δεν είναι της παρούσης να αναφερθούμε στις θαυμάσιες ηχογραφήσεις που υπάρχουν, εντούτοις ας μας επιτραπεί να ξεχωρίσουμε μία, έστω και μέσω φευγαλέας αναφοράς, η οποία κυκλοφόρησε το 2019 και εξερευνά απαθανατίζοντας την αρχική και σήμερα περίπου ξεχασμένη εκδοχή του έργου (1859): ο λόγος για την υπέροχα αναλυτική και ευαίσθητη ερμηνεία του διαπρεπούς αρχιμουσικού Christoph Rousset, ο οποίος ηγείται του λαμπρού συνόλου που ο ίδιος δημιούργησε, Les Talens Lyriques, και μιας ομάδας ικανότατων τραγουδιστών με πρωταγωνιστές τους Benjamin Bernheim (Faust), Veronique Gens (Marguerite) και Andrew Foster-Williams (Mephistopheles). Η ηχογράφηση, που κυκλοφορεί από τη δισκογραφική εταιρεία Bru Zane (σημειώνουμε, ότι η δισκογραφική ανήκει στο δραστήριο όσο και πολυσχιδές Palazzetto Bru Zane-Κέντρο γαλλικής ρομαντικής μουσικής, που ειδικεύεται στην εξερεύνηση-ανάδειξη του γαλλικού ρεπερτορίου του δεκάτου ενάτου αιώνα και μολονότι διοικείται από Γάλλους, εδρεύει στη Βενετία), μας δίνει την ευκαιρία να εκτιμήσουμε τις αρχικές σκέψεις του μουσουργού καθώς και ορισμένα μέρη που δεν συμπεριλαμβάνονται στην τελική μορφή της παρτιτούρας.

Οι Γιάννης Γιαννίσης και Irina Lungu (φωτογραφία: Valeria Isaeva)

Προχωρώντας, στο πρόσφατο ανέβασμα της ΕΛΣ (που επέλεξε την τελευταία, πεντάπρακτη και δημοφιλέστερη, εκδοχή της όπερας) και ειδικότερα στη διανομή της πρεμιέρας που παρακολουθήσαμε στις 7/4, θα πρέπει να τονίσουμε εξαρχής ότι η διανομή κρίθηκε ιδιαίτερα ισορροπημένη με τραγουδιστές που πράγματι τίμησαν τις απαιτήσεις των ρόλων τους. Ειδικότερα, ο Ιταλός τενόρος Ivan Magrì απέδωσε τον ρόλο του Faust, που πουλά τη ψυχή του στον διάβολο προκειμένου να ξανακερδίσει τα νιάτα του, με εύπλαστη φωνή, προσωπικότητα και κομψή έκφραση. Ερμήνευσε με τέχνη και καλό έλεγχο της αναπνοής υπέροχες άριες, ιδιαίτερα την απαιτητική Salut! Demeure chaste et pure.

Δίπλα του, η Ρωσίδα υψίφωνος Irina Lungu, ως Marguerite, υποστήριξε την ηρωίδα επιστρατεύοντας γοητεία, αθωότητα στα αρχικά στάδια του έργου, αλλά και δραματική έκφραση στην εξέλιξη του τραγικού ρόλου της.

Ο Μεφιστοφελής του Γιάννη Γιαννίση υπήρξε, δεν θα το κρύψουμε, η αποκάλυψη της βραδιάς. Ο εν λόγω μπασοβαρύτονος ενσάρκωσε τον ρόλο με διαβολικό οίστρο και ζηλευτή άνεση, τόσο φωνητική όσο και υποκριτική. Αξιοποίησε την πλούσια σκουρόχρωμη φωνή του, το προσεγμένο legato και την καλά δουλεμένη τεχνική του, προκειμένου να αναδείξει τις πολυποίκιλες πτυχές του όντως συναρπαστικού ρόλου.

Ο Διονύσιος Σούρμπης, υπήρξε μουσικά συνεπής και μελετημένος ως Valentin. Εξίσου επιτυχείς ήταν οι ενσαρκώσεις που πρότειναν οι Μιράντα Μακρυνιώτη (Siébel) και Άννα Αγάθωνος (Marthe). Ειδικά το τραγούδι της Μακρυνιώτη διακρίθηκε για την καθαρότητα και σταθερότητά του.

O Ivan Magrì (φωτογραφία: Valeria Isaeva)
O Ivan Magrì (φωτογραφία: Valeria Isaeva)

Ο διεθνώς αναγνωρισμένος και βραβευμένος νέος Γάλλος αρχιμουσικός Pierre Dumoussaud (του οποίου η θαυμάσια πρόσφατη ηχογράφηση της όπερας Pelléas et Mélisande του Claude Debussy, για λογαριασμό της δισκογραφικής εταιρείας Alpha Classics, κέρδισε τις εντυπώσεις της διεθνούς κριτικής), πρότεινε μία απολύτως ιδιωματική ερμηνεία, προσεγμένη στη λεπτομέρεια και με σφιχτοδεμένα tempi, που στάθηκε σε υψηλό μουσικό επίπεδο˙ ήταν γεμάτη ζωή, αναδεικνύοντας τον  λυρισμό που ισορροπεί άψογα με το τραγικό στοιχείο και την εσωτερική ένταση. Ο ίδιος υποστήριξε τους τραγουδιστές με τρόπο άρτιο, αναπνέοντας μαζί τους σε κάθε μουσική φράση, ενώ εκμαίευσε από την ορχήστρα και την χορωδία της ΕΛΣ διαβαθμίσεις δυναμικής και ποιότητες ηχοχρωμάτων, που σπάνια εισπράττουμε από εκείνες. Υπήρξε η δεύτερη φορά που συνέπραττε με την ΕΛΣ (η πρώτη ήταν το 2019, όταν είχε διευθύνει παραστάσεις της Lucia di Lammermoor του Gaetano Donizetti), ενώ ελπίζουμε σύντομα να ακολουθήσουν κι άλλες. Η παρουσία του αποτελεί πραγματικό κέρδος για το λυρικό μας θέατρο.

Η σκηνοθετική άποψη του χορογράφου και σκηνοθέτη Renato Zanella, που από το 2011 έως το 2015 υπήρξε καλλιτεχνικός διευθυντής του Μπαλέτου της ΕΛΣ και σήμερα είναι διευθυντής του Εθνικού Μπαλέτου της Σλοβενίας, φώτισε καλά το δράμα, τα χαρακτηριστικά των ρόλων όπως και τα νοήματα της πλοκής˙ σύμφωνα με την άποψη του Zanella η υπόθεση αρχίζει σε μια παλιά αίθουσα διδασκαλίας  μέσα στην οποία ο Faust, ηλικιωμένος και μόνος, ταλανίζεται από αγωνιώδεις σκέψεις και προβληματισμούς σχετικά με τη ζωή, τον έρωτα και τον θάνατο.  Η χορογραφία του μεγάλου όσο και κοσμαγάπητου μπαλέτου της πέμπτης και τελευταίας πράξης (La nuit de Walpurgis), κρίθηκε, όπως και κατά την πρώτη παρουσίαση της ίδιας παραγωγής, εντυπωσιακή και ελκυστική, δίνοντας την ευκαιρία στους χορευτές της ΕΛΣ να αναδείξουν τις ικανότητές τους. Το εύστοχο εικαστικό μέρος της παραγωγής, τα σκηνικά του Alessandro Camera, τα κοστούμια της Carla Ricotti και ιδίως οι εξαιρετικά ευφάνταστοι φωτισμοί του Jacopo Pantani, ευχαρίστησαν τους οφθαλμούς και απέδωσαν με ανάγλυφο τρόπο το ψυχογραφικό τοπίο της όπερας.

 

 

Κριτικός Μουσικής, καθηγητής Ανώτερων Θεωρητικών, Σύνθεσης και Πιάνου, πρόεδρος του Σωματείου Ελλήνων Κριτικών Μουσικής, Θεάτρου και Χορού, πρόεδρος του Διεθνούς Μουσικού Σωματείου Gina Bachauer, πρόεδρος του Διεθνούς Μουσικού Σωματείου C.V. Alkan - P.J.G. Zimmerman, καλλιτεχνικός διευθυντής του Διεθνούς Διαγωνισμού Πιάνου C.V. Alkan - P.J.G. Zimmerman και καλλιτεχνικός διευθυντής του Πανελλήνιου Μουσικού Διαγωνισμού Μαρίας Χαιρογιώργου-Σιγάρα.