Va’, vecchio John, va’, va’ per la tua via; cammina
finché tu muoia. Allor scomparirà la vera
virilità del mondo. Che giornataccia nera!
M’aiuti il ciel! Impinguo troppo. Ho dei peli grigi.
(G. Verdi/A. Boito, Falstaff, δεύτερη πράξη, πρώτη σκηνή)
Η συνάντηση του Arturo Toscanini (1867-1957), ο οποίος υπήρξε ένας από τους τελειομανείς γίγαντες του podium του 20ου αιώνα, με τον κορυφαίο Ιταλό μουσουργό Giuseppe Verdi (1813-1901), ήταν για τον πρώτο ένα από τα σημαντικότερα γεγονότα της ζωής του. Αλλά φαίνεται ότι κι ο ίδιος ο Verdi εντυπωσιάστηκε από τις ικανότητες του τότε νεαρού μαέστρου.
Ο Toscanini αντίκρισε για πρώτη φορά τον μουσουργό το 1887, όταν ως τσελίστας έπαιζε στην ορχήστρα κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας και των παραστάσεων του παρθενικού ανεβάσματος του Otello (προτελευταίας όπερας του Verdi, της οποίας η πρεμιέρα έλαβε χώρα στις 5 Φεβρουαρίου 1887, στο Teatro alla Scala, Μιλάνο), υπό την επίβλεψη του ίδιου του μουσουργού. Ωστόσο, η δεύτερη συνάντηση που είχαν μεταξύ τους ήταν ασφαλώς η κυριότερη· σημειώθηκε στο Τορίνο, στα 1898, κατά την προετοιμασία της πρώτης ιταλικής εκτέλεσης των Ιερών κομματιών (Pezzi sacri, δηλ. των Stabat Mater, 1896-1897, Laudi alla Vergine Maria, 1886-1888, και Te Deum, 1895-1896, που ακούστηκαν, σύμφωνα με την επιθυμία του συνθέτη, δίχως το Ave Maria, 1889, το οποίο στις μέρες μας εκτελείται και ηχογραφείται μαζί με τα υπόλοιπα και μάλιστα, ως πρώτο στη σειρά). Σύμφωνα με την μαρτυρία του ίδιου του Toscanini, κατά το Te Deum, με το οποίο συμπληρώνεται ο κύκλος αυτός των θρησκευτικών κομματιών, ο Verdi συμφώνησε με την υιοθέτηση ενός μη σημειωμένου στην παρτιτούρα allargando (ένδειξη διεύρυνσης του tempo), το οποίο εφήρμοσε ο νεαρός μαέστρος κατά τη διάρκεια μίας εκ των δοκιμών. Δεν χρειάζεται να τονιστεί το πόσο η εν λόγω πολύτιμη εμπειρία της προσωπικής επαφής που είχε ο Toscanini με τον συνθέτη, ενίσχυσε την αγάπη και τον θαυμασμό του τελευταίου προς εκείνον, προκαλώντας έντονα συναισθήματα τα οποία τον συνόδευαν καθ’ όλη τη διάρκεια της σταδιοδρομίας του.
Μετά τον θάνατο του Verdi, ο Toscanini δεν σταμάτησε να διευθύνει όπερες του ινδάλματός του και ιδίως την τρίπρακτη κωμική όπερα (ορθότερα και σύμφωνα με την παρτιτούρα, commedia lirica, ελλ. λυρική κωμωδία) Falstaff, που ήταν ο τελευταίος καρπός του συνθέτη και μόνο η δεύτερη κωμική όπερα που είχε παραδώσει, με προγενέστερη εκείνη με τίτλο, Un Giorno di Regno, ολοκληρωμένη το 1840, πενήντα τρία ολόκληρα χρόνια νωρίτερα.
Όταν πρωτοπαρουσιάστηκε ο Falstaff, στις 9 Φεβρουαρίου 1893, στο Teatro alla Scala, με αρχιμουσικό τον Ιταλό Edoardo Mascheroni (1852-1941) και με πρωταγωνιστή τον σπουδαίο Γάλλο βαρύτονο Victor Maurel (1848-1923), ο Verdi ήταν σχεδόν ογδόντα ετών κι είχε αφιερώσει πολλές ώρες σκληρών (η λέξη δεν είναι υπερβολική και συνάδει με τις άφθονες μαρτυρίες της εποχής) δοκιμών με τους τραγουδιστές για την προετοιμασία του ανεβάσματος· σε αυτή την προχωρημένη ηλικία απέδειξε ότι η έμπνευσή του ήταν αστείρευτη κι ότι ο ίδιος ήταν σε θέση να δημιουργήσει άλλη μία έξοχη όπερα, που, παραμένοντας μακριά από τον τραγικό χαρακτήρα των προηγούμενων, διαπνέεται από φρεσκάδα και έντονο χιούμορ, ενίοτε εμποτισμένο με λεπτό σαρκασμό, στοιχείο το οποίο ενδεχομένως να ζήλευε ακόμα κι ο μεγαλοφυής γερμανικής καταγωγής Γάλλος αρχιμάστορας της κωμικής όπερας (γαλλ. opéra bouffe) του 19ου αιώνα Jacques Offenbach (1819-1880). Ασφαλώς, το βάθος του στοχασμού και η συναισθηματική ποικιλία διακρίνονται και σε τούτο το έργο του.
Η όπερα Falstaff είναι εμπνευσμένη από τα καμώματα και τις δράσεις του ομώνυμου δημοφιλούς ήρωα, όπως αναπτύσσονται από τον αγαπημένο συγγραφέα του συνθέτη, William Shakespeare (1564-1616), στα θεατρικά έργα Οι Εύθυμες Κυράδες του Windsor (The Merry Wives of Windsor, περ. 1597) και Ερρίκος Δ΄ (Henry IV, μέρος α΄, περ. 1597, και μέρος β΄, 1596-1599). Ανήκει στις μουσικά και τεχνικά απαιτητικότερες του ρεπερτορίου. Είναι αρκετά διαφορετική σε σύλληψη και σε δομή από τις άλλες που έγραψε ο ίδιος· δεν περιέχει πολλές, ούτε μεγάλες, άριες, δεν αρχίζει (όπως, εξάλλου συμβαίνει και με την αμέσως προγενέστερη, Otello) με ορχηστρική Εισαγωγή (τα οκτώ εναρκτήρια ορχηστρικά μέτρα, στη ντο μείζονα, με αγωγική ένδειξη Allegro vivace και ενδείξεις δυναμικής fortissimo, mezzo forte, crescendo, fortissimo, δίνουν ευθύς αμέσως το στίγμα ενός φουριόζικου κι απολύτως θεατρικού χαρακτήρα), είναι γεμάτη πολύπλοκα ensembles, ενώ η μουσική της κινείται γρήγορα. Ένα ακόμα στοιχείο σημαντικό, για τον γράφοντα κι όχι μόνον, αποτελεί η εκπληκτική όσο και απολύτως δεξιοτεχνική αντιστικτική γραφή, πραγματικό μάθημα για κάθε μελετητή-θαυμαστή της αντίστιξης (είδος που βεβαίως έχει τις ρίζες του στη γραφή των Δασκάλων της αναγέννησης). Κάθε άλλο πάρα τυχαίο μπορεί να θεωρηθεί το γεγονός ότι ο Falstaff ολοκληρώνεται με μία πολυφωνική σύνθεση, συγκεκριμένα με μία επιβλητική φούγκα (ακριβώς στη ντο μείζονα, που, όπως προαναφέραμε, αποτελεί και την αρχική τονικότητα του έργου) και μάλιστα για δέκα φωνές ή για δώδεκα, αν συμπεριλάβουμε την ορχήστρα και τη χορωδία που ερμηνεύουν αντιστικτικά (αξίζει να σημειώσουμε ότι το είδος της αντιστικτικής σύνθεσης της Φούγκας, απασχόλησε τον συνθέτη και κατά το παρελθόν, βλ. τελευταίο μέρος, Scherzo Fuga, του Κουαρτέτου εγχόρδων, ολοκληρωμένο στη Νάπολη, το 1873, κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας για το ανέβασμα της Aida). Με αυτή την ιδιοφυώς κατασκευασμένη φούγκα συμπληρώνεται όχι μόνο ένα μνημειώδες μουσικό έργο, αλλά και μία από κάθε άποψη μεγαλειώδης σταδιοδρομία ενός εκ των σημαντικότερων μουσουργών πλήρους της μουσικής ιστορίας.
Η σταθερή υποστήριξη και παρουσίαση του λατρεμένου, μα και ιδιαίτερου, Falstaff από τον Toscanini ήταν απαραίτητη κι αποτέλεσε έναν από τους ισχυρότερους λόγους διάδοσης του έργου κατά τον εικοστό αιώνα. Στις μέρες μας, παρουσιάζεται αρκετά συχνά παρά τις υψηλές μουσικές απαιτήσεις του, που εκτός από έναν ικανό και γνώστη μαέστρο, ζητά τραγουδιστές-δεινούς μουσικούς, με εξαιρετική ακρίβεια όσον αφορά στον ρυθμό και στην άρθρωση, και που να μπορούν να φωτίσουν το κείμενο, που ειδικά εδώ παίζει πρωτεύοντα ρόλο. Θα προσθέσουμε εδώ ότι η πολύτιμη διδασκαλία και ανάγνωση του Toscanini, ευτυχώς απαθανατίστηκε· σήμερα ευρέως κυκλοφορούν δύο ηχογραφήσεις που αποτελούν τεκμήρια μέσω των οποίων ο προσεκτικός ακροατής θα ακούσει όχι μόνο την εκφραστικής πληρότητας, αναλυτική, ενεργειακά φορτισμένη, γεμάτη φρεσκάδα και ζέση, άποψη του μαέστρου αλλά και εμμέσως τη «φωνή» του ίδιου του Verdi: Αύγουστος 1937, από το Φεστιβάλ του Salzburg, και Απρίλιος 1950, παραγωγή του NBC, για την οποία σώζονται και αποσπάσματα δοκιμών. Ειδικά η δεύτερη, με ήχο πολύ καθαρό και με πρωταγωνιστή τον θρυλικό Ιταλό βαρύτονο Giuseppe Valdengo (1914-2007), ο οποίος μελέτησε εκτενέστατα τον ρόλο με τον Toscanini και αποδίδει με αστείρευτη μουσική και εκφραστική ακρίβεια, αποτελεί αξεπέραστο σημείο αναφοράς: εκείνος είναι που πετυχαίνει να φωτίσει όσο λίγοι τις πολλές πλευρές του ρόλου, τόσο τις κωμικές, πομπώδεις, υπερφίαλες και πονηρές (στην αρχή της όπερας, ο Falstaff έχοντας ανάγκη από χρήματα αποφασίζει να φλερτάρει δύο παντρεμένες με εύπορους συζύγους), όσο και τις πιο εκλεπτυσμένες, στοχαστικές, φιλοσοφημένες και εν τέλει ανθρώπινες. Σε αυτές τις ηχογραφήσεις εξυμνούνται με μοναδικό τρόπο η μουσική και ο λόγος (θυμίζουμε ότι το libretto υπογράφει ο πολύς Arrigo Boito, 1842-1918), ενώ η προσοχή στο λάξευμα κάθε μουσικής φράσης, στην εκφορά κάθε λέξης, στην ψυχογραφική ανάδειξη των ρόλων και βεβαίως, στην ανάδειξη των ποικίλων ρυθμικών στοιχείων και στον γενικότερο φωτισμό της ευφάνταστης βερντιάνικης γραφής, αποτελούν μερικές από τα αξιοσημείωτες αρετές των απαθανατισμένων ερμηνειών.
Η Εθνική Λυρική Σκηνή (ΕΛΣ) ενέταξε το έργο στο ρεπερτόριο της τρέχουσας καλλιτεχνικής της περιόδου παρουσιάζοντάς το σε μία νέα παραγωγή την οποία υπέγραφε ο Stephen Langridge (γ. 1963), διαπρεπής Βρετανός σκηνοθέτης θεάτρου και όπερας, νυν καλλιτεχνικός διευθυντής του Glyndebourne Festival. Με ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρακολουθήσαμε την πρεμιέρα της παραγωγής, που δόθηκε στις 26/1. Ο Langridge, που για πρώτη φορά αναμετρήθηκε με το έργο, μετέφερε την πλοκή από το Windsor (βρετανική πόλη που απέχει περίπου τριάντα πέντε χιλιόμετρα από το Λονδίνο) των αρχών του 15ου αιώνα, στην Αγγλία της δεκαετίας του 1930. Όπως ο ίδιος σημειώνει χαρακτηριστικά σχετικά με την παραγωγή που ετοίμασε για την ΕΛΣ: «Η παράστασή μας εκτυλίσσεται στην Αγγλία τη δεκαετία του 1930. Σε μια εποχή μεταξύ πολέμων (ο Falstaff ήταν ένας παλιός στρατιώτης), μ’ έναν σκανδαλώδη Πρίγκιπα της Ουαλίας (όπως ο Hal στον Ερρίκο Δ΄), ο οποίος θα γίνει για λίγο ο Βασιλιάς Εδουάρδος Η΄, και μια εποχή κατά την οποία οι ιεραρχίες είναι αυστηρές και η κοινωνική τάξη σημαντικότερη από την οικονομική επιφάνεια».
Στα χέρια του Langridge, η χρονική αυτή μεταφορά κρίθηκε εξαιρετικά επιτυχής, διασκεδαστική και λειτουργική. Ο ίδιος, αξιοποιώντας με φαντασία κάθε ευκαιρία και προέκταση που του παρείχε το libretto, όχι μόνον φώτισε τους χαρακτήρες με νόημα, αλλά ενθάρρυνε τους τραγουδιστές του να παίξουν τους ρόλους τους με κέφι, άφθονο χιούμορ (η δεύτερη σκηνή της πρώτης πράξης, εκτυλίσσεται σε γυμναστήριο της εποχής!), γούστο και ενθουσιασμό. Τα χαρακτηριστικά σκηνικά και κοστούμια, σύμφωνα με το βρετανικό στυλ της εποχής και, όσον αφορά στα έπιπλα, λίγο ή πολύ παλαιότερο, του Γιώργου Σουγλίδη, ο ατμοσφαιρικός φωτισμός του Peter Mumford και η άνετη κινησιολογία του Dan O’Neill, συνέδραμαν στην δημιουργία κατάλληλου κλίματος και ευχαρίστησαν απολύτως.
Η επιτυχία του Falstaff εξαρτάται αναμφισβήτητα από την απόδοση ολόκληρης της ομάδας των δέκα τραγουδιστών που επωμίζονται τους διαφόρους ρόλους και που καλούνται να ερμηνεύσουν, όπως προαναφέρθηκε, τα εκτενή και τεχνικά απαιτητικά ensembles. Κατά το πρόσφατο ανέβασμα της ΕΛΣ, θα πρέπει να υπογραμμιστεί, ότι η προετοιμασία, η συνεργασία και η ερμηνεία των τραγουδιστών κινήθηκε σε υψηλό επίπεδο. Υπήρξαν όλοι όντως απολαυστικοί στους ρόλους τους και έτοιμοι με επιτυχία να αντιμετωπίσουν τις μουσικές-ρυθμικές παγίδες της παρτιτούρας: Δημήτρης Πλατανιάς (Falstaff), Celia Costea (Alice Ford), Τάσης Χριστογιαννόπουλος (Ford ), Βασίλης Καβάγιας (Fenton), Μαριλένα Στριφτόμπολα (Nannetta), Νίκος Στεφάνου (Dr Caius), Γιάννης Καλύβας (Bardolfo), Γιάννης Γιαννίσης (Pistola), Άννα Αγάθωνος (Mistress Quickly) και Χρυσάνθη Σπιτάδη (Meg Page).
Αναλυτικότερα, ο πρωταγωνιστής της παραγωγής Δημήτρης Πλατανιάς έπλασε με την ωραία, μεστή και σκουρόχρωμη φωνή του, έναν Falstaff άμεσο, εγωιστή, αλλά και ανθρώπινο όσο και συμπαθή, δίνοντας σημασία στο ύφος του recitar cantando (τραγουδιστή απαγγελία) της γραφής. Τον θαυμάσαμε τόσο κατά τον μονόλογο της πρώτης πράξης, Ehi! paggio! …L’onore!, όσο και κατά τον εναρκτήριο μονόλογο της τρίτης πράξης, Poi si scuote…, τους οποίους απέδωσε με σκέψη, σωστή έκφραση και καθαρή άρθρωση. Καθώς ήταν η πρώτη φορά στη σταδιοδρομία του που ερμήνευε τον ρόλο, ελπίζουμε κι άλλα λυρικά θέατρα ή/και Φεστιβάλ στο εξωτερικό, να του δώσουν μελλοντικά την ευκαιρία να επιστρέψει στον Falstaff (το Φεστιβάλ του Glyndebourne, ίσως;).
Οι Χριστογιαννόπουλος και Costea, αντιστοίχως στους ρόλους του κυρίου και της κυρίας Ford, έδωσαν υποκριτική και μουσική ώθηση στα μέρη τους. Ο Χριστογιαννόπουλος πρότεινε έναν εκρηκτικό και ζηλιάρη σύζυγο. Η πάντα χαρισματική Costea έχει ενσαρκώσει σημαντικές ηρωίδες του συνθέτη κατά το παρελθόν· χωρίς να υπολογίσουμε τις εμφανίσεις του εξωτερικού και μόνο συνεργαζόμενη με την ΕΛΣ έχει ήδη ερμηνεύσει πρωταγωνιστικούς ρόλους στις όπερες Don Carlo, Il trovatore, I vespri siciliani, Otello, Aida και Simon Boccanegra. Αξιοποίησε την εμπειρία της αυτή κατά την ενσάρκωση της Alice, με γνώση και ιδιωματικό τρόπο σχηματίζοντας τις μουσικές φράσεις και αξιοποιώντας τις ποιότητες της πλούσιας φωνής της, της καλοδουλεμένης τεχνικής και του σωστού ελέγχου της αναπνοής της. Τα χιουμοριστικά και σκανδαλιάρικα μέρη του ρόλου της, αντικατοπτρίζονταν με νόημα στην κίνησή της.
Οι Γιαννίσης και Καλύβας, ως πάντα πρόθυμοι, αν κι όχι πάντα πιστοί συνοδοί του Sir John, τραγούδησαν κι έπαιξαν με άφθονο brio. Οι Καβάγιας και Στριφτόμπολα υποστήριξαν με γοητευτικό τρόπο ένα νεανικό, αξιαγάπητο και για τη συγκεκριμένη σκηνοθεσία, αθλητικών ικανοτήτων (βλ. πρώτη πράξη της σκηνοθεσίας Langridge) ερωτευμένο ζευγάρι, ενώ οι Στεφάνου, Σπιτάδη και Αγάθωνος συμπλήρωσαν πειστικά το ensemble.
Βασικός μοχλός επιτυχίας της παραγωγής υπήρξε η μουσική διεύθυνση του διακεκριμένου Ιταλού αρχιμουσικού Pier Giorgio Morandi, που ειδικεύεται στο ιταλικό ρεπερτόριο του 19ου και 20ου αιώνα, κι ο οποίος συχνά συμπράττει με μεγάλα λυρικά θέατρα του κόσμου. Κατά το σχετικά πρόσφατο παρελθόν είχε πάλι διευθύνει στη χώρα μας, πάντα συνεργαζόμενος με της ΕΛΣ (Gala όπερας, Ηρώδειο, 26 και 28/7/20), ενώ παλαιότερα τον είχαμε παρακολουθήσει να διευθύνει την Madama Buttefly (Giacomo Puccini, 1858-1924), σε παράσταση που είχε μεταδοθεί από την Μητροπολιτική Όπερα της Νέας Υόρκης (9/11/2019, στο πλαίσιο του κύκλου Metropolitan Opera Live in HD· το αθηναϊκό κοινό την παρακολούθησε ετεροχρονισμένα, στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, στις 16/11/2019).
O Morandi υπέβαλε μία ερμηνεία προσωπική, καλά δεμένη και δουλεμένη, η οποία αναδείκνυε την κωμική πλευρά του έργου, χωρίς να παραμελεί τις πιο μελαγχολικές-τραγικές στιγμές του (λ.χ. μονόλογος του Falstaff, αρχή τρίτης πράξης). Ο ίδιος υποστήριξε με γνώση τους τραγουδιστές του, επέλεξε καλοζυγισμένα tempi, ενώ φρόντισε για τη ρυθμική ακρίβεια όπως και για την διαύγεια των αντιστικτικών μερών της παρτιτούρας. Τα μέλη της χορωδίας της ΕΛΣ (διεύθυνση χορωδίας: Αγαθάγγελος Γεωργακάτος), συμπεριλαμβανομένου και του πολύ καλού παιδικού τμήματός της (διεύθυνση παιδικής χορωδίας: Κωνσταντίνα Πιτσιάκου), στα κάπως περιορισμένα αλλά σημαντικά μέρη τους, όπως κι η Ορχήστρα της ΕΛΣ, τον ακολούθησαν με πρόθυμη διάθεση. Κυρίως κατά την τελευταία πράξη, η απόδοση των πνευστών ήταν τονικά ακριβής σε πολλά από τα «δύσκολα» σημεία της παρτιτούρας. Εντούτοις, δεν θα κρύψουμε (όπως εξάλλου δεν το έχουμε πράξει κι άλλες φορές κατά το παρελθόν), ότι ο γενικότερος ήχος της ορχήστρας, ιδίως κατά την εναρκτήρια πράξη, προέκυπτε σε στιγμές υπερβολικά δυνατός, απειλώντας να καλύψει τον ήχο των τραγουδιστών.
Ολοκληρώνοντας, η λαμπρή τελική φούγκα, Tutto nel mondo è burla, που από μόνη της θα ήταν ικανή να χαρίσει κάθε δόξα στον δημιουργό της, ο οποίος μετά από τη σύνθεση σειράς βαρυσήμαντων τραγικών έργων επέλεξε να αποχαιρετήσει το κοινό με ένα πλατύ όσο και έξυπνο χαμόγελο, ερμηνεύτηκε με οίστρο, ρυθμικό σφρίγος και με το απαιτούμενο εκφραστικό χρώμα, σφραγίζοντας μία παράσταση όλο κέφι.
Bravi tutti!