Η Εθνική Λυρική Σκηνή (ΕΛΣ) ενέταξε στις φετινές της παραγωγές τις δύο πολυαγαπημένες όπερες Cavalleria Rusticana (ελλ. Αγροτική ιπποσύνη, παγκόσμια πρώτη παρουσίαση, 1890, Teatro Costanzi, Ρώμη) του Pietro Mascagni (1863-1945) και Pagliacci (παγκόσμια πρώτη παρουσίαση, 1892, Teatro Dal Verme, Μιλάνο) του Rugero Leoncavallo (1857-1919). Τα δύο έργα, διάρκειας περίπου εβδομήντα λεπτών το καθένα, είθισται να παρουσιάζονται κατά την ίδια βραδιά, λόγω του ότι ο δεύτερος συνθέτης, έγραψε τη δική του όπερα εμπνευσμένος από εκείνη του πρώτου.
Σημειώνουμε ότι πρόκειται για τα πρώτα οπερατικά τους έργα που συνέθεσαν αμφότεροι οι μουσουργοί. Μολονότι στη συνέχεια παρέδωσαν κι άλλες υψηλής έμπνευσης όπερες, αυτές είναι οι δύο που παραμένουν σταθερά στο ρεπερτόριο· κι όχι τυχαία, αφού η αμεσότητα της έκφρασής τους και το ακαταμάχητο δραματικό τους στοιχείο σε συνδυασμό με τη θαυμάσια φωνητική γραφή και την πλούσια ενορχήστρωσή τους, είναι εντυπωσιακής ποιότητας. Παρενθετικά προσθέτουμε ότι τα διεθνή λυρικά θέατρα και οι δισκογραφικές εταιρείες που αποτολμούν την προσέγγιση κι άλλων έργων τους, πάντα καταφέρνουν να κερδίσουν το κοινό, δίνοντάς του την ευκαιρία να εκτιμήσει την εξέλιξη της μουσικής σκέψης των εμβληματικών αυτών συνθετών του λεγόμενου verismo, κινήματος που επικεντρώνεται στον ρεαλισμό και στην επιλογή θεμάτων σχετικών με τα πάθη, τους έρωτες και τα όνειρα καθημερινών ανθρώπων.
Κοινό στοιχείο στην πλοκή των δύο έργων είναι ο παράφορος έρωτας, ο φθόνος και η αναζήτηση εκδίκησης. Ειδικότερα, η πλοκή της πρώτης όπερας τοποθετείται σε χωριό της Σικελίας, ανήμερα Πάσχα. Η Santuzza έχει εγκαταλειφθεί από τον αγαπημένο της Turiddu που έχει επιστρέψει στην παλιά του αρραβωνιαστικιά, Lola. Η τελευταία έχει παντρευτεί τον Alfio. Όταν η Santuzza, από εκδίκηση, αποκαλύπτει στον Alfio της σχέση της γυναίκας του με τον Turiddu, η τραγική έκβαση ενεργοποιείται· σε μονομαχία που ακολουθεί, ο Alfio σκοτώνει τον Turiddu. Η δεύτερη όπερα, που διαδραματίζεται στην Καλαβρία, αναφέρεται σε έναν περιπλανώμενο θίασο της Commedia dell’arte. Ο αρχηγός της ομάδας, Canio, στο πλαίσιο μίας παράστασης και ενώπιον κοινού χωρικών, εξαγριωμένος και τυφλωμένος από τη ζήλεια, στο τέλος του έργου δολοφονεί τη γυναίκα του Nedda και τον εραστή της, Silvio.
Κατά την πρόσφατη νέα παραγωγή της ΕΛΣ (παρακολουθήσαμε την παράσταση που δόθηκε την 1η Φεβρουαρίου), τη σκηνοθεσία ανέλαβε ο Νίκος Καραθάνος, που για πρώτη φορά στη σταδιοδρομία του αντιμετώπιζε το είδος του μελοδράματος. Συνεργαζόμενος με τον Leslie Travers (σκηνικά, κοστούμια), τον Ben Pickersgill (φωτισμοί) και την Amalia Bennett (χορογραφία), παρέδωσε μία αντισυμβατική και αρκετά προσωπική άποψη των έργων, με ενδιαφέροντα στοιχεία. Αξιοποίησε και για τις δύο όπερες ένα μεγάλο μεταλλικό σκηνικό, με πολλαπλές σκάλες, και τοποθέτησε στο κέντρο της σκηνής μία πολύχρωμη ανεμογεννήτρια, που με τη σταθερή της κίνηση μάλλον συμβόλιζε το πέρασμα του χρόνου, ενώ χρησιμοποίησε έντονα χρώματα για τα κοστούμια και ενίοτε για τους φωτισμούς του. Στην πρώτη όπερα, όπου το θρησκευτικό στοιχείο είναι έντονο, εκτός πλοκής, μας παρουσίασε ημίγυμνους νέους άνδρες ως Χριστούς φορώντας το ακάνθινο στεφάνι να κινούνται ανάμεσα σε κόκκινα λουλούδια, όπως και μία ηθοποιό μικρού μεγέθους ντυμένη ως Παναγία, αντί για το άγαλμά της που συνήθως βλέπουμε. Κατά τη δεύτερη όπερα, η χορωδία, δηλαδή, σύμφωνα με την πλοκή, το κοινό που παρακολουθούσε το έργο στο οποίο μετέχει ο θίασος, ήταν ντυμένη στα άσπρα, ενώ οι κεντρικοί ήρωες φορούσαν κοστούμια που διόλου δεν θύμιζαν εκείνα τα προβλεπόμενα από το λιμπρέτο της commedia dell΄arte, λ.χ. ο Silvio φορούσε αθλητικό σορτσάκι και παπούτσια ασημί χρώματος, ενώ ο Beppe φορούσε φράκο με πολύ φαρδύ παντελόνι. Εξαίρεση αποτέλεσε ο Tonio, που φορούσε κοστούμι το οποίο θύμιζε εκείνο της commedia dell’arte αλλά κι εκείνο ενός clown. Η σκηνοθεσία του Καραθάνου κρίθηκε δραστήρια στην κίνησή της και μολονότι απομακρυνόταν από τα ζητούμενα του λιμπρέτου (ανάμεσα σε άλλα, εν πολλοίς χάθηκε το στοιχείο της Ιταλίας και των χωρικών), είχε καινοτόμες ιδέες, οι οποίες καίτοι ασφαλώς δεν ήταν για όλα τα γούστα, φώτιζαν επαρκώς τα συναισθήματα των ηρώων.
Οι διανομές στηρίχθηκαν σε ικανότατους λυρικούς τραγουδιστές, οι οποίοι, όπως είθισται, ανέλαβαν ρόλους και στις δύο όπερες, με εξαίρεση τους κεντρικούς γυναικείους, που, όπως θα δούμε στη συνέχεια, κράτησαν δύο διαφορετικές τραγουδίστριες.
Αναλυτικότερα, τον ρόλο της Santuzza στην Cavalleria Rusticana ανέλαβε η Ρωσίδα μεσόφωνος Ekaterina Gubanova, την οποία είχαμε εκτιμήσει και κατά το παρελθόν σε άλλους μεγάλους ρόλους· λ.χ. αυθόρμητα έρχονται στο νου μία εκπληκτική ενσάρκωση της Brangäne (στην όπερα Τριστάνος και Ιζόλδη, γερμ. Tristan und Isolde, του Richard Wagner, 1813-1883), που είχαμε παρακολουθήσει σε ζωντανή μετάδοση από τη Μητροπολιτική Όπερα της Νέας Υόρκης στις 8/10/2016 (βλ. Critics’ Point, 19/1/2017), όπως και μερικά χρόνια αργότερα, μία επιβλητική ερμηνεία της Πριγκίπισσας Eboli (στην όπερα Don Carlo του Giuseppe Verdi, 1813-1901), που είχαμε παρακολουθήσει στην Αθήνα, στις 8/10/2019, κατά την παρθενική της σύμπραξη με την ΕΛΣ. Στην τελευταία της εμφάνιση πέτυχε με αξιοσημείωτη δραματική πνοή και αδιαμφισβήτητη εσωτερική ένταση να ενσαρκώσει τον ρόλο της ταλανισμένης ηρωίδας, μολονότι σε στιγμές η φωνή της εμφάνιζε σημάδια κόπωσης.
Στους ρόλους του Turiddu (Cavalleria) και του Canio (Pagliacci), o Αρμένιος τενόρος Arsen Soghomonyan, από τους καλύτερους τενόρους της εποχής μας, τον οποίον το 2019 είχαμε θαυμάσει ως Robert στην εξαιρετική ηχογραφημένη ερμηνεία της όπερας Le Villi (Giacomo Puccini, 1858-1924, Opera Rara 9293800592) και επίσης το 2022, στην εξίσου θαυμαστή ηχογράφηση της όπερας Zingari του Leoncavallo (Opera Rara, 9293800612). Η δύναμη της έκφρασής του και το δόσιμό του σε κάθε φράση που τραγουδούσε, μας κέρδισαν και τούτη τη φορά. Έφερε στην επιφάνεια την τραγικότητα των δύο διαφορετικής ιδιοσυγκρασίας ηρώων.
Ως Nedda (Pagliacci), η Ρουμάνα υψίφωνος Celia Costea, τακτική συνεργάτιδα της ΕΛΣ, ξεχώρισε με τη γεμάτη φωνή της και την αμεσότητα στην ενσάρκωση του ρόλου της απόλυτης και μοναδικής ηρωίδας του έργου, γοητευτικής αλλά και συνάμα τραγικής. Η απαιτητική tessitura δεν έδειχνε ούτε στιγμή να προβληματίζει την καλλιτέχνιδα.
Τους ρόλους του Alfio (Cavalleria) και του Tonio (Pagliacci) κράτησε ο εκλεκτός διεθνής συμπατριώτης μας βαρύτονος Δημήτρης Πλατανιάς· οφείλουμε να αναφέρουμε ότι τον είχαμε ακούσει και πάλι στους ίδιους ρόλους, στη Βασιλική Όπερα του Λονδίνου, στις 14/7/2022 (βλ. Critics’ Point, 24/8/2022). Η ζεστή του φωνή και η ασφαλής τεχνική του, ευχαρίστησαν στους ρόλους που ενσάρκωσε. Επιπλέον, ειδικά στον δεύτερο, φρόντισε να αναδείξει δυναμικές και ηχοχρώματα.
Ο Silvio (Pagliacci) του βαρύτονου Δημήτρη Σούρμπη, όπως και ο Beppe (Pagliacci) του τενόρου Γιάννη Καλύβα, τραγουδήθηκαν με νεανικό οίστρο, μουσικότητα και προσοχή στα ζητούμενα των ρόλων. Τα τραγικά στοιχεία των ρόλων τους υπογραμμίστηκαν με ορθότητα και έγνοια.
Οι συγκριτικά μικρότεροι ρόλοι καλύφθηκαν επιτυχώς από τους Διαμάντη Κριτσωτάκη (Lola, Cavalleria), Τζούλια Σουγλάκου (Mama Lucia, Cavalleria), Πέννυ Ρίζου (Μία φωνή, Cavalleria), Θεόδωρο Αϊβαλιώτη (Ένας χωρικός, Pagliacci) και Φίλιππο Δελλατόλα (Δεύτερος Χωρικός, Pagliacci).
Η απόδοση της χορωδίας και της ορχήστρας της ΕΛΣ χαρακτηρίστηκε από συνέπεια και προθυμία στην εκπλήρωση των οδηγιών του πολύπειρου Ιταλού αρχιμουσικού Antonello Allemandi, συνεργάτη μεγάλων λυρικών θεάτρων και παλαιότερα της δισκογραφικής εταιρείας Opera Rara, ο οποίος έσκυψε πάνω από τις δύο παρτιτούρες με περισσή αγάπη και γνώση, φροντίζοντας να αποκαλύψει με γνήσιο ιταλικό αίσθημα και στυλ το δράμα, τον ρομαντισμό αλλά εκείνη την χαρακτηριστική συγκίνηση και εσωτερικότητά τους.
Προχωρώντας την κριτική μας, εντούτοις παραμένοντας στο σύμπαν της όπερας, στις 17/2, στο Ολύμπια Δημοτικό Θέατρο «Μαρία Κάλλας», προηγούμενη στέγη της ΕΛΣ, είχαμε την ευκαιρία να απολαύουμε μία άλλη όπερα ενός εξίσου διαπρεπούς σύγχρονου ομοτέχνου των δύο προαναφερθέντων συνθετών. Ο λόγος για την τετράπρακτη όπερα Medgé του δικού μας, Σπύρου Σαμάρα (1861-1917), που διέπρεψε στα μεγάλα λυρικά θέατρα της Γαλλίας και της Ιταλίας της εποχής του. Ο αρχιμουσικός Βύρων Φιδετζής, που από την αρχή της σταδιοδρομίας του έχει αφιερωθεί στην ανάδειξη έργων Ελλήνων συνθετών (δικαίως ο κορυφαίος μουσικοκριτικός και μουσικολόγος Γιώργος Λεωτσάκος τον ονομάζει, ιεραπόστολο της ελληνικής μουσικής), ανέλαβε την ενορχήστρωση της όπερας, η οποία μέχρι στιγμής θεωρείται απολεσμένη όπως συμβαίνει και με άλλα έργα του μουσουργού. Ειδικότερα, ήταν η τρίτη όπερα του Σαμάρα που ενορχήστρωνε μετά τις Tigra (ημιτελές έργο) και την τρίπρακτη Lionella (1891). Η ενορχήστρωσή του Φιδετζή, πληθωρική και με τέχνη επεξεργασμένη, έδωσε ζωή και χρώμα στο σωζόμενο spartito, αντίτυπο του οποίου είχε εμπιστευτεί στα χέρια του Φιδετζή ο αλησμόνητος μαέστρος Τότης (Παναγιώτης) Καραλίβανος (1901-1987).
Η όπερα, ολοκληρωμένη όταν ο Σαμάρας ήταν είκοσι δύο ετών, σε λιμπρέτο του ποιητή, θεατρικού συγγραφέα και νομικού Pierre Elzéar (1849-1916, στο τυπωμένο το 1888 από τον μουσικό οίκο του Edoardo Sonzogno λιμπρέτο, η ιταλική μετάφραση υπογράφεται από τον Ιταλό θεατρικό συγγραφέα, ποιητή και δημοσιογράφο Ferdinando Fontana, 1850-1919), γεμάτο έρωτα, ίντριγκες και δράμα, παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το 1888, στο Teatro Costanzi, με μία εντυπωσιακή διανομή· τον ομώνυμο ρόλο κράτησε η θρυλική Γαλλίδα δραματική υψίφωνος Emma Calvé (1858-1942). Πιο συγκεκριμένα, η παραμυθένια πλοκή της όπερας στρέφεται γύρω από τον έρωτα του ζευγαριού Medgé και Nair. Ο τελευταίος συνοδεύεται από τον έξυπνο υπηρέτη του Kadur. Την πριγκίπισσα Madgé επιθυμεί και ο αρχηγός του στρατού Sélim, που προδίδει την εμπιστοσύνη που του έδειξε η βασίλισσα Vazanta, που ήταν ερωτευμένη μαζί του. Στο τέλος του έργου, η τελευταία σκοτώνει τον Sélim και το ζευγάρι βρίσκεται ενωμένο.
Σε αυτή την πρόσφατη πρώτη νεότερη αναβίωση, σε συναυλιακή μορφή, απολαύσαμε ένα εξαιρετικά καλογραμμένο έργο υψηλών προδιαγραφών, δυνατής έκφρασης, με μεγάλες σκηνές, δραματική ισχύ, θαυμάσια λαξευμένες μελωδίες, δουλεμένη αρμονία και συναρπαστικά ξεσπάσματα και κορυφώσεις, αρετές που αναδείχθηκαν στο ακέραιο από τον Φιδετζή. Πιο συγκεκριμένα, ο τελευταίος, όπως αναμέναμε, χάρισε μία αξιομνημόνευτη ερμηνεία της παρτιτούρας. Προσθέτουμε ότι το έντυπο πρόγραμμα που προσφέρθηκε στο κοινό, ήταν μεν μικρού μεγέθους αλλά γεμάτο πολλές και ιδιαίτερα χρήσιμες πληροφορίες σχετικά με την ενορχήστρωση αλλά και με το ίδιο το ιστορικό πλαίσιο και τη σύνθεση του έργου, που προέρχονταν μέσα από δύο αναλυτικά κείμενα υπογεγραμμένα το ένα από τον Φιδετζή και το άλλο από τον Λεωτσάκο (δεν κρύβουμε ότι με ανυπομονησία αναμένουμε να μελετήσουμε τους δύο τόμους με τις αναλύσεις των σκηνικών έργων του Σαμάρα, που μόλις κυκλοφόρησαν από τις εκδόσεις «24 Γράμματα»).
Η διανομή της πρόσφατης εκτέλεσης της Medgé, είχε ανατεθεί σε μια πλειάδα άξιων λυρικών τραγουδιστών. Τα απαιτητικά φωνητικά μέρη ερμήνευσαν με έντονο ενδιαφέρον, ωραίες φωνές, σαφή αίσθηση του ύφους της μουσικής και προσοχή στην εκφορά στου γαλλικού κειμένου οι Lucie Peyramaure (Medgé), ταχύτατα ανερχόμενη βραβευμένη Γαλλίδα υψίφωνος, κάτοχο ιδιαίτερων φωνητικών ποιοτήτων, Κωνσταντίνος Κληρονόμος (Nair), τενόρος που σταδιοδρομεί στο εξωτερικό και αντιμετώπισε με έκφραση τον ρόλο και με σθένος την υψηλή περιοχή του, Δημήτρης Πλατανιάς (Sélim), ο οποίος ερμήνευσε με το γνωστό του μουσικό κύρος, Héloïse Mas (Vazanta), Γαλλίδα μεσόφωνος με ωραιότατη βελούδινη φωνή, Τάσος Αποστόλου (Kadur/O Μέγας Brahim) και Florent Leroux–Roche (Amgiad). Η Φιλαρμόνια Ορχήστρα Αθηνών και η Χορωδία του Δήμου Αθηναίων ακολούθησαν προσεκτικά τον Φιδετζή σε αυτή του την πρώτη νεότερη εκτέλεση ενός πολύτιμου έργου. Ελπίδα μας, όπως έχουμε αναφέρει και κατά το παρελθόν μέσα από την εν λόγω στήλη, κάποτε τούτη, όπως και οι υπόλοιπες όπερες του Σαμάρα να βρουν τον δρόμο τους στη μεγάλη σκηνή της ΕΛΣ, σε πλήρως σκηνοθετημένες παραγωγές που θα σεβαστούν τα νοήματα των λιμπρέτων· δεν χρειάζεται να τονίσουμε ότι σπάνια παρουσιασμένα μελοδράματα, όπως αυτά του Σαμάρα, έχουν απολύτως ανάγκη από σκηνοθετικές και σκηνογραφικές αποτυπώσεις που να φωτίζουν τα ζητούμενα.
Και ολοκληρώνουμε την παρούσα μουσικοκριτική μας περιήγηση, με τη συναυλία της μουσικής δωματίου που μας πρόσφεραν στις 11/2, στην Αίθουσα Χρήστος Λαμπράκης, ο διάσημος Γάλλος βιολονίστας Renaud Capuçon, αναμφισβήτητα ένας από τους επιφανέστερους βιρτουόζους του δοξαριού της εποχής μας και γνήσιος συνεχιστής της σπουδαίας «Γαλλικής Σχολής» του βιολιού, συνοδευόμενος από τον εξίσου ικανό συμπατριώτη του πιανίστα, Guillaume Bellom, αμφότεροι, ιδίως ο πρώτος, πολυηχογραφημένοι. Αξίζει να προστεθεί ότι έχουν αναπτύξει μία στενή συνεργασία που έχει αποφέρει ιδιαίτερους καρπούς.
Το πρώτο μέρος της συναυλίας άνοιξε με τη Σονάτα αρ. 21, KV 304, του Wolfgang Amadeus Mozart (1756-1791)· τα δραματικά και μελαγχολικά αισθήματα του έργου, που δημιουργήθηκε το 1778 στο Παρίσι κατά την περίοδο που ο μουσουργός έχανε την αγαπημένη του μητέρα, ήρθαν με έγνοια στην επιφάνεια. Ίσως ήταν η ωραιότερη και πλέον αισθαντική στην απόδοση του σπαραγμού του αργού δευτέρου και τελευταίου μέρους, Tempo di Menuetto, με εκείνες τις αμυδρές στιγμές ελπίδας και φωτός, όταν η μι ελάσσονα δίνει τη θέση της σε μετατροπίες στο μείζονα τρόπο, που έχουμε ακούσει κατά τα τελευταία χρόνια σε ζωντανή ακρόαση. Οι αρετές των μοτσάρτιων ερμηνειών του Capuçon εύκολα μπορούν να εκτιμηθούν και μέσω των πρόσφατων θεσπέσιων ηχογραφημένων αναγνώσεων των Σονατών για βιολί και πιάνο (με συνοδοιπόρο τον Αμερικανό πιανίστα Kit Armstrong, Deutsche Grammophon 4864463) και των Κοντσέρτων για βιολί (με την Ορχήστρα Δωματίου της Λοζάνης, Deutsche Grammophon 4864067).
Στη συνέχεια, οι μουσικοί πρότειναν μία αβίαστη στην έκφρασή της, υπέροχα λυρική και αναλυτική στο λάξευμα των ρυθμών και των μελωδικών τόξων, ανάγνωση της Σονάτας αρ. 5, Op. 24, της Ανοίξεως, του Ludwig van Beethoven (1770-1827). Τα ηχοχρώματα και η ποικιλία στην απόδοση των δυναμικών του δεύτερου μέρους, Adagio molto espressivo, έμοιαζαν ανεξάντλητα στα χέρια των δυο μουσικών. Το εκλεπτυσμένο γούστο τους και η ποικιλία των εκφραστικών τους μέσων είχε πολλά να προσφέρει στην αθάνατη μουσική του Τιτάνα.
Στο δεύτερο μέρος λάβαμε μία εξίσου άρτια ανάγνωση ιδιαίτερου ερμηνευτικού πλούτου, γεμάτη εσωτερική δύναμη και λαμπρό λυρικοραψωδιακό χαρακτήρα (δεύτερο μέρος, improvisation: Andante cantabile), της Σονάτας Op. 18, του Richard Strauss (1864-1949).
Εκτός προγράμματος, οι δύο καλλιτέχνες χάρισαν με ευαισθησία παιγμένα το Liebesleid του θρυλικού Αυστριακού βιολονίστα Fritz Kreisler (1875-1962) και τη Sicilienne, κομμάτι που κάποτε αποδιδόταν στην Αυστριακή συνθέτρια Maria Theresia von Paradis (1759-1824), αλλά μάλλον ανήκει εξολοκλήρου στον αρχικά φερόμενο ως διασκευαστή του, Αμερικανό βιολονίστα Samuel Dushkin (1891-1976), ο οποίος εμπνεύστηκε από το αργό δεύτερο μέρος, Romanza: Larghetto, της Σονάτας για βιολί, αρ. 1, Op. 10, J. 99, του Carl Maria von Weber (1786-1826).
Εν κατακλείδι, η εν λόγω βραδιά μουσικής δωματίου υπήρξε μία από τις πλέον υπέροχες που έχουμε παρακολουθήσει κατά τα τελευταία χρόνια στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών.