Ένα από τα πλέον μεγαλειώδη, βαρυσήμαντα όσο και διάσημα έργα της μουσικής φιλολογίας ακούσαμε στις 20/2, στην Αίθουσα “Χρήστος Λαμπράκης” του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών (ΜΜΑ)· ο λόγος για τη Συμφωνία αρ. 9, Op. 125, του Ludwig van Beethoven. Ερμηνευτές ήταν η ορχήστρα και χορωδία MusicAeterna, υπό τη διεύθυνση του ιδρυτή των συνόλων και μόνιμου μουσικού τους διευθυντή Θεόδωρου Κουρεντζή.
Ο πολυδιαφημισμένος Έλληνας αρχιμουσικός ηχογραφεί σταδιακά τον μπετοβενικό συμφωνικό κύκλο για λογαριασμό της δισκογραφικής εταιρείας Sony Classical (η Συμφωνία αρ. 9 ηχογραφήθηκε στο ΜΜΑ και θα κυκλοφορίσει σε CD προσεχώς). Η ερμηνεία που προτάθηκε διέθετε εκφραστική δύναμη και, στα γρήγορα μέρη, εκρηκτική ένταση. Η ορχήστρα και η χορωδία MusicAeterna έπεισαν σχετικά με την υψηλή τους μουσική ποιότητα, με ήχο στη λεπτομέρεια δουλεμένο και θαυμάσια εστιασμένο.
Το φωνητικό κουαρτέτο (Birgitte Christensen, σοπράνο, Sophie Harmsen, μέτζο σοπράνο, Benjamin Bruns, τενόρος, και Johannes Kammler, μπάσος) τραγούδησε με ιδιωματική άρθρωση και μουσικότητα αναδεικνύοντας το ποιητικό κείμενο του Friedrich Schiller (Ωδή στη Χαρά, γερμ. Ode an die Freude) που τόσο ενέπνευσε τον συνθέτη.
Ωστόσο, μας προβλημάτισε, όχι τόσο η επιλογή των αρκετά γρήγορων ταχυτήτων (ακόμη και για το αργό τρίτο μέρος, Adagio molto e cantabile, του οποίου η λυρική γραμμή προέκυψε κάπως βεβιασμένη), όσο ο υπερεμφατικός σχηματισμός πολλών μουσικών φράσεων και ενίοτε, η υπερβολή στην απόδοση των ενδείξεων δυναμικής. Από την άλλη πλευρά, το γενικότερο θεατρικό-δραματικό ύφος της ανάγνωσης σε συνδυασμό με την κυρίαρχη αυτοπεποίθηση μέσω της οποίας την υποστήριξε ο Κουρεντζής, ευχαρίστησαν τους θαυμαστές του που γέμισαν την αίθουσα· τα χειροκροτήματα στο τέλος της εκτέλεσης υπήρξαν γενναιόδωρα εκ μέρους του αθηναϊκού κοινού, μέλη του οποίου, χειροκροτούσαν –προφανώς, άκαιρα- ακόμη και μεταξύ των μερών της Συμφωνίας.
Πάντα υπάρχει χώρος για νέες ερμηνευτικές προσεγγίσεις των μεγάλων (ή και των μικρότερων) έργων της μουσικής φιλολογίας και η ιδιότυπη προσέγγιση του Κουρεντζή θα βρει τη δική της θέση ανάμεσα σε εκείνες που στοχεύουν να εκφραστούν με έναν διαφορετικό τρόπο.
Προχωρώντας, στις 27/2, στην ίδια αίθουσα του ΜΜΑ, ακούσαμε έργα και πάλι του παμμέγιστου Beethoven, που σχημάτισαν το πρόγραμμα της ορχήστρας Festival Strings Lucerne (στο σύνολο είχαν προστεθεί πνευστά και κρουστά για την κάλυψη των απαιτήσεων της ενορχήστρωσης των παρτιτούρων) και της διάσημης Ιαπωνίδας βιολονίστας Midori, σολίστ της βραδιάς.
Θα θυμίσουμε εδώ ότι η Midori είχε έρθει για πρώτη φορά στην Ελλάδα, την 1η Αυγούστου 1985, προκειμένου να λάβει μέρος σε συναυλία για την Ειρήνη, συμπράττοντας με την Ορχήστρα Νέων της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, όπως λεγόταν τότε (μετέπειτα, Ορχήστρα Νέων της Ευρωπαϊκής Ένωσης). Η συναυλία, που εντάχθηκε στο πλαίσιο διεθνούς περιοδείας (η Αθήνα ήταν εκείνη τη χρονιά η πρώτη πολιτιστική πρωτεύουσα της Ευρώπης, εγκαινιάζοντας τον θεσμό), είχε δοθεί στο Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας· την ορχήστρα είχαν διευθύνει δύο μαέστροι, ο θρυλικός Αμερικανός Leonard Bernstein και ο Ιάπωνας προστατευόμενός του, Eiji Oue. Η Midori είχε ερμηνεύσει το Κοντσέρτο για βιολί και ορχήστρα αρ. 5, KV 219, του Wolfgang Amadeus Mozart, υπό την μπαγκέτα του δεύτερου. Ο συντάκτης του παρόντος κειμένου, έχοντας ως νεαρό παιδί παρακολουθήσει τη συναυλία, θυμάται καλά τις αρετές του δεξιοτεχνικού και πρωτίστως, μουσικά τόσο ώριμου παιξίματος της τότε μικρής, μόλις δεκατριάχρονης, σολίστ.
Κατά την πρόσφατη αθηναϊκή εμφάνισή της ερμήνευσε το Κοντσέρτο για βιολί, Op. 61 και τις Ρομάντσες για βιολί αρ. 1, Op. 40, και αρ. 2, Op. 50 επιστρατεύοντας όλο της το καλό γούστο, τον σεβασμό της προς το μπετοβενικό μουσικό κείμενο, τον γλυκό της ήχο, γεμάτο απίθανους χρωματισμούς, και βεβαίως το αναμφισβήτητο μουσικό της ήθος, τόσο ταιριαστό στον επιβλητικό χαρακτήρα της μουσικής του συνθέτη. Η ορχήστρα της Λουκέρνης, δίχως μαέστρο, αλλά υπό τις οδηγίες του ικανότατου εξάρχοντος βιολονίστα Daniel Dodds, πρότεινε μία έξοχη συνοδεία, με ποιότητες μουσικής δωματίου· ο διάλογος σολίστ και ορχήστρας υπήρξε στα τρία έργα γεμάτος ενδιαφέρον και εκφραστικότητα.
Η συναυλία έκλεισε με μία σπινθηροβόλα και γεμάτο ζωηρή ένταση ερμηνεία της Συμφωνίας αρ. 4, Op. 60, μίας από τις εννέα συμφωνίες του συνθέτη που ακούγεται μάλλον πιο σπάνια σε συναυλίες.
Τέλος, στις 9/2, πάντα στην Αίθουσα Χρήστος Λαμπράκης του ΜΜΑ, ακούσαμε συναυλία του σπουδαίου Emerson String Quartet (Eugene Drucker, βιολί, Philip Setzer, βιολί, Lawrence Dutton, βιόλα, και Paul Watkins, βιολοντσέλο), στο πλαίσιο της αποχαιρετιστήριας διεθνούς περιοδείας του. Το Αμερικανικό κουαρτέτο εγχόρδων ιδρύθηκε το 1976 από φοιτητές της Juilliard School της Νέας Υόρκης και έλαβε το όνομα του σπουδαίου Αμερικανού δοκιμιογράφου, ποιητή και φιλοσόφου Ralph Waldo Emerson. Δεν άργησε να γίνει ένα από τα διασημότερα σύνολα μουσικής δωματίου και στις αρχές της δεκαετίας του ’80, μετά από συμβόλαιο που υπέγραψε με τη γερμανική δισκογραφική εταιρεία Deutsche Grammophon, άρχισε να χαρίζει σειρά ηχογραφήσεων που η μία μετά την άλλη κέρδιζαν βραβεία και επαίνους.
Όταν τον περασμένο Αύγουστο ανακοίνωσε ότι το 2023 πρόκειται να παύσει τη δραστηριότητα του, προκάλεσε την έκπληξη όσο και τη λύπη των χιλιάδων θαυμαστών του ανά τον κόσμο. Δίχως άλλο, αποτέλεσε ευτύχημα, η επιλογή του ανάμεσα στις πόλεις της ύστατης περιοδείας του, να συμπεριλάβει και την Αθήνα, που είχε ως αποτέλεσμα μία συναυλία που θα μπορούσε με ασφάλεια να χαρακτηριστεί, ιστορική.
Το πρόγραμμά του απαρτίστηκε από δύο ογκόλιθους του ρεπερτορίου της φιλολογίας της μουσικής δωματίου: στο πρώτο μέρος, ακούστηκε το Κουαρτέτο εγχόρδων αρ. 14, Op. 131, του Beethoven, ενώ στο δεύτερο, το Κουαρτέτο εγχόρδων αρ. 14, D.810, του Franz Schubert. Η σοβαρότητα της προσέγγισης, ο ζεστός όσο και αναλυτικός ήχος του συνόλου, η διάθεση ερμηνευτικής εμβάθυνσης, η υποδειγματική ανάδειξη των πλούσιων δομικών στοιχείων, η εξερεύνηση τόσο της συναισθηματικά και αρμονικά υψηλής μουσικής γλώσσας όσο και των πολυδαίδαλων μονοπατιών της ώριμης συνθετικής σκέψης του άφθαστου Beethoven (το Op. 131 συνετέθη όταν ήταν πλέον σχεδόν κουφός και βυθισμένος μέσα στις μεταφυσικές του σκέψεις και βαθιές αναζητήσεις), όπως και η επιτυχία στον φωτισμό των στοχαστικών λυρικών στιγμών, αλλά και των πιο σκοτεινών στιγμών που συναντάμε στις ανώτερης έμπνευσης σελίδες του πρόωρα χαμένου (σε ηλικία μόνον τριάντα ενός ετών) θεϊκού Schubert, υπήρξαν ανάμεσα στα αξιοθαύμαστα στοιχεία των ερμηνειών που κατατέθηκαν.
Στη σκηνή του Μεγάρου είδαμε κάμερες και μικρόφωνα εν ενεργεία· ελπίζουμε η συναυλία αυτή, όπως κι οι άλλες της τελευταίας περιοδείας του θρυλικού κουαρτέτου, να βρουν τον δρόμο τους σε δίσκους ακτίνας (CDs) ή/και σε Blu-ray παραγωγές (ήχου και εικόνας).
Αποχαιρετώντας, λοιπόν, ένα σημαντικό σύνολο, το οποίο πλέον θα μας συντροφεύει αποκλειστικά μέσα από την εξαίσια δισκογραφία του. Του είμαστε ευγνώμονες για την προσφορά του.