Γράφει ο Δρ Ιωάννης Η. Βλάχος*
Στο πλαίσιο των εορταστικών εκδηλώσεων για τα Χριστούγεννα του 2018 το Μέγαρο Μουσικής προσκάλεσε την Φιλαρμονική Ορχήστρα του Λονδίνου με την μακρά παράδοση μοναδικής ποιότητας ήχου που την διακρίνει από το 1932 οπότε την ίδρυσε ο Sir Thomas Beecham. Η ορχήστρα διακρίνεται για τον ακριβή ήχο και την εκφραστική της τελειότητα, τόσο σε καθαρά συμφωνική μουσική όσο και σε συνοδεία κοντσέρτων. Από το podium της έχουν περάσει εξέχουσες προσωπικότητες με τελευταίους τους Kurt Masur και τον Vlandimir Jurowski. Tην εφετινή της εμφάνιση στο Μέγαρο θα την διηύθυνε ο γνωστός αρχιμουσικός Sir Roger Norrington, αλλά ένα αιφνίδιο ατύχημα στο χέρι του μας στέρησε την παρουσία του. Αντικαταστάθηκε από τον διακρινόμενο ήδη αρχιμουσικό Haime Martín. Το πρόγραμμα περιελάμβανε, επιτέλους, αρκετό Beethoven. Άρχισε με την Εισαγωγή Leonore αρ. 2 και τελείωσε με την Συμφωνία αρ. 5.
Μολονότι αρκετοί μεγάλοι συνθέτες είχαν γράψει μεγάλο αριθμό συμφωνικών έργων, ήταν γνωστοί στην εποχή τους για τις όπερές τους: για παράδειγμα ο Vivaldi είχε γράψει 90 όπερες, πολύ γνωστές την εποχή του, όπως και ο Mozart, που ήταν γενικότερα στην εποχή του γνωστός για τις όπερες του παρά για τις 41 Συμφωνίες και τα πολλά κοντσέρτα του. Ο Beethoven έγραψε μία και μόνο όπερα, τον Fidelio. Έναυσμα τού δόθηκε από ένα λιμπρέτο του Γάλλου Jean Nicolas Bouilly (L’ amour conjugal-Leonore), όπου μια ευγενικής καταγωγής ηρωίδα, η Λεονώρα, προκειμένου να απελευθερώσει τον φυλακισμένο σύζυγό της, που κρατείται για πολιτικούς λόγους, μεταμφιέζεται σε “παιδί για θελήματα” και εισέρχεται στη φυλακή (με το όνομα Fidelio). Η όπερα, γραμμένη σε τρεις πράξεις, από το 1803-1805, συνδυάζοντας στοιχεία της γαλλικής όπερας Comique, του γερμανικού Singspiel και την πληθωρικότητα και δύναμη της μουσικής του Beethoven, παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στις 25 Νοεμβρίου 1805, στη Βιέννη. Η πρεμιέρα υπήρξε μεγάλη αποτυχία, γιατί η πόλη ήταν έρημη από την αριστοκρατία της και την βασιλική αυλή. Την είχαν εγκαταλείψει λόγω της εισόδου στην πόλη του Βοναπάρτη. Την όπερα παρακολούθησαν κυρίως με αδιάφορη μέχρι και εχθρική διάθεση οι αξιωματικοί του γαλλικού στρατού. Με το έργο πλήρως αναθεωρημένο επανήλθε ο Beethoven το 1814 οπότε και έτυχε ενθουσιώδους υποδοχής. Μεταξύ του 1803 και 1814 ο συνθέτης άλλαξε τέσσερις φορές! την εισαγωγή (overture). Η Leonore αρ. 2 είναι η πρώτη εισαγωγή που έγραψε για την πρεμιέρα της όπερας το 1805, όχι πολύ γνωστή σε σχέση με την αρ. 3 ή την τέταρτη και τελική του Fidelio. Ο μουσικός κριτικός Herbert Glass γράφει ότι ο Beethoven ασχολήθηκε με τις εισαγωγές αυτές τόσο πολύ χρόνο όσο δεν χρειάστηκε για να γράψει ολόκληρη όπερα o Rossini και o Donizetti.
Η Leonore αρ. 2 περιέχει πολλά από τα μουσικά θέματα της ίδιας της όπερας και χαρακτηρίζεται από τα απότομα «κοψίματα» των μουσικών φράσεων, που τόσο συχνά χρησιμοποιεί ο Beethoven είτε για να δώσει έμφαση είτε για να προκαλέσει στον ακροατή προσμονή. Αυτά τα «κοψίματα» ο μαέστρος τα εκτέλεσε άριστα, λες και η ορχήστρα ήταν ένα και μόνο όργανο. Η τεχνική του Martin έχει το δικό της χαρακτήρα. Δεν δίνει το ρυθμό με το δεξί χέρι και την μπαγκέτα, και χρωματισμούς-δυναμικές με το αριστερό. Συνηθίζει να διευθύνει εξίσου, εναλλάξ με τα δύο χέρια (ρυθμός-χρωματισμοί), τόσο που κατά διαστήματα η μπαγκέτα του βρίσκεται κάθετα μέσα στην παλάμη του. Τα πνευστά παρόλο που στην εκδοχή της Leonore αρ. 2 δεν είναι πολλά, ακούγονταν καθαρά, ιδιαίτερα τα τρομπόνια. Η ορχήστρα ήταν δεμένη και είχε γεμάτο ήχο στα έγχορδα και αυτό φάνηκε ακόμη περισσότερο στο δεύτερο έργο της συναυλίας, στο Κοντσέρτο για πιάνο αρ. 2 του Camille Saint-Saëns.
To Κονσέρτο που γράφτηκε σε 3 εβδομάδες, το 1868, ήταν αφιερωμένο στην Madame Α. de Villes. Στην πρώτη παρουσίαση ο συνθέτης στο πιάνο με τον Anton Rubinstein στο podium, ήταν και οι δύο ελάχιστα προετοιμασμένοι λόγω πίεσης χρόνου. Ο Gabriel Fauré, που υπήρξε μαθητής του Saint-Saëns, θυμήθηκε αργότερα ότι έδειξε στον καθηγητή του ένα μοτίβο και ο Saint-Saëns του είπε «Δώσ’ το μου να δω τι μπορώ να κάνω», κι απ΄ αυτό πιθανώς προήλθε η μελωδία του α΄ μέρους, Andante sostenuto, που χρειάζεται ιδιαίτερη δεξιοτεχνία γιατί, ανάμεσα σε άλλες απαιτήσεις, περιέχει «περάσματα» των δύο χεριών διασταυρωμένα. Πράγμα που πέτυχε ο παγκοσμίως γνωστός, τούρκικης εθνικότητας, πιανίστας Fasil Say. Το πλάγιο θέμα του α΄ μέρους είναι μάλλον επηρεασμένο από το ρυθμικό ύφος του Chopin. Το β΄ μέρος, Allegro scherzando, που θυμίζει το “Καρναβάλι των ζώων” (έργο γραμμένο περίπου δύο δεκαετίες αργότερα, το 1886), έδωσε την ευκαιρία στον πιανίστα να δείξει όλη του την τεχνική και την ορμή. Μάλιστα, ήταν τόση η ορμή του που σε στιγμές νόμιζες ότι θα αρπάξει στα χέρια του και το πιάνο και την ορχήστρα. Έκανε το Μέγαρο να σείεται καθώς με το πόδια του έδινε το ρυθμό και την ένταση που τον διακατείχε. Δεν ήταν βέβαια η εκτέλεση μιας γαλλικής φινετσάτης παρτιτούρας, αλλά είχε μια ξεκάθαρη προσωπική σφραγίδα. Το παίξιμό του ξεσήκωσε στο ακρωτήριο θύελλα ενθουσιασμού που τον οδήγησε σε δύο bis. Ένα προσωπικό του έργο με ευχάριστη μελωδία και ανατολίτικη απόχρωση, που την πέτυχε αγγίζοντας με τα δάχτυλα του τις χορδές του πιάνου και παράγοντας ήχους ανάλογους με σαντούρι και έκλεισε την εμφάνισή του δίνοντάς μας απαλά ένα Νυχτερινό του Chopin, συμπληρώνοντας έτσι ένα πιο δυτικοευρωπαϊκό προφίλ.
Μετά το διάλειμμα, στο δεύτερο μέρος η Φιλαρμονική απέδωσε την Πέμπτη Συμφωνία του Beethoven.
Η αλήθεια είναι πως κανείς δεν ξέρει πότε ακριβώς γεννήθηκε ένας από τους μεγαλύτερους μουσουργούς της Ιστορίας, ο Ludwig van Beethoven. Ξέρουμε σίγουρα πως στις 17 Δεκεμβρίου του 1770, ο Beethoven βαπτίστηκε, και γι’ αυτό χρησιμοποιούμε αυτή την ημερομηνία.
Ο Beethoven, που συνέθεσε το πρώτο έργο του στα 12, ανήκει βεβαίως στη κλασική περίοδο της ευρωπαϊκής μουσικής, αλλά συνδέθηκε με το κίνημα του Ρομαντισμού – γεγονός είναι πάντως πως ήταν ένας πρωτοπόρος και ρηξικέλευθος μουσουργός για την εποχή του.
Η τραγική ειρωνεία στη ζωή του Ludwig van Beethoven ήταν βεβαίως η κώφωσή του. Άρχισε να χάνει την ακοή του σταδιακά από την ηλικία των 26 ετών, το 1796, ενώ τέσσερα χρόνια αργότερα, θεωρείται πως ήταν ολοκληρωτικά κωφός. Το γεγονός αυτό προκαλούσε μεγάλη θλίψη στον Beethoven, η οποία αποτυπώνεται και σε γράμμα του προς τους αδελφούς του, με την παράκληση να διαβαστεί μετά το θάνατό του. Ωστόσο, παρά την απώλεια της ακοής του, ο συνθέτης έγραψε μουσική μέχρι το τέλος της ζωής του. Η υγεία του Beethoven ήταν γενικά κακή και το 1826 επιδεινώθηκε δραστικά, γεγονός που οδήγησε και στο θάνατό του τον επόμενο χρόνο, στη Βιέννη, σε ηλικία μόλις 57 ετών.
Όσον αφορά την προσωπική ζωή του, ο Beethoven δεν είχε τύχη στις αισθηματικές του υποθέσεις. Ο πρώτος έρωτας του συνθέτη ήταν μια νεαρή Κόμισσα με την οποία γνωρίστηκε το 1801. Ωστόσο, δεν στάθηκε δυνατό να την παντρευτεί επειδή δεν άνηκε στην τάξη των ευγενών. Λίγα χρόνια αργότερα, γνώρισε και ερωτεύτηκε την Josephine Brunswik, στην οποία παρέδιδε μαθήματα πιάνου το 1799. Αργότερα, εκείνη παντρεύτηκε έναν Κόμη, ο οποίος πέθανε το 1804.
Ωστόσο, ούτε και τότε μπορούσε να παντρευτεί τον Beethoven, αφού θα κινδύνευε να χάσει την κηδεμονία των παιδιών της, που ανήκαν στην αριστοκρατία. Αυτή, η Josephine, πιστεύεται ότι ήταν και η παραλήπτρια των 15 φλογερών ερωτικών γραμμάτων που έγραψε ο Beethoven κατά τη διάρκεια της ζωής του, συμπεριλαμβανομένης της διάσημης επιστολής στην «Αθάνατη Αγαπημένη» του, την οποία έγραψε το 1812.
Επίσης, σκοτεινή μένει και η ταυτότητα του προσώπου, στο οποίο αφιέρωσε ο Beethoven το τρίλεπτο έργο του για πιάνο «Für Elise», που εκδόθηκε το 1810. Κανείς δεν ξέρει στα σίγουρα ποια ήταν αυτή η Ελίζα, που ενέπνευσε τέτοια αισθήματα στον Beethoven ώστε να συνθέσει αυτό το μικρό κομψοτέχνημα. Ίσως, λένε κάποιοι, να ήταν η σοπράνο Elisabeth Röckel, που την έλεγαν χαϊδευτικά Ελίζα…
Η 5η συμφωνία γράφτηκε μεταξύ του 1804 και το 1808 και έχει τον τίτλο «Συμφωνία της Μοίρας» πιθανώς λόγω των εναρκτήριων τεσσάρων χαρακτηριστικών χτυπημάτων “πα πα πα παααα”. Στην διάρκεια του β΄ Παγκοσμίου Πολέμου αναφέρεται επίσης ως «Συμφωνία της Νίκης» από το λατινικό V. Τριάντα χρόνια αργότερα το χαρακτηριστικό “did did did daaa” δόθηκε ως κωδικός Μορς για το γράμμα V. Άραγε κι αυτό τυχαίο; Κατά τη διάρκεια του β’ Πολέμου το BBC εξέπεμπε το σήμα του προς την σκλαβωμένη Ευρώπη με αυτές τις τέσσερις νότες παιγμένες από ντραμς. Στη διάρκεια της σύνθεσης της 5ης ο Beethoven έγραψε την πρώτη εκδοχή του Fidelio, την Appassionata (Σονάτα για πιάνο Op. 57), τρία κουαρτέτα έγχορδων, το κοντσέρτο για βιολί, το 4ο κοντσέρτο για πιάνο, την 4η συμφωνία και την Λειτουργία σε ντο. Τελείωσε δε την 5η μαζί με την 6η Συμφωνία που παρουσίασε συγχρόνως στην ίδια συναυλία. Τότε ο Beethoven ήταν περίπου 35 ετών και έχει πλέον επίσημο πρόβλημα κώφωσης. Η εναρκτήρια εκτέλεση έλαβε χώρα στις 22 Δεκεμβρίου 1808, στο Τheater an der Wien (Βιέννη) και διηύθυνε ο ίδιος. Το πρόγραμμα ήταν ιδιαίτερα φορτωμένο γιατί περιελάμβανε την 6η στην αρχή, την άρια Ah! Perfido, Op. 65, το Gloria από την Λειτουργία σε ντο μείζονα, το 4ο κοντσέρτο για πιάνο, που έπαιξε ο ίδιος, και στο β΄ μέρος την 5η συμφωνία, το Sanctus και Benedictus από την Λειτουργία, τη Φαντασία για πιάνο Op. 77 και τελείωσε με την Χορωδιακή Φαντασία. Εκτός του πολύ φορτωμένου προγράμματος της συναυλίας, η ορχήστρα δεν έπαιζε καλά έχοντας κάνει μόνο μία πρόβα. Αποτέλεσμα, σε κάποια στιγμή από λάθος της, ο Beethoven αναγκάστηκε να σταματήσει και να ξαναρχίσει πάλι τη διεύθυνση. Το ακροατήριο ήταν κουρασμένο από την μακρά διάρκεια και δέχτηκε το έργο ψυχρά. Ένα έτος όμως αργότερα, η μουσική της Πέμπτης Συμφωνίας χαρακτηρίστηκε από την Allgemeine Musicalische Zeitung και τον κριτικό μουσικής Ε.Τ.Α. Hoffmann σαν αριστούργημα. Το πρώτο μέρος της συμφωνίας έχει εγγραφεί σε χρυσό δίσκο αμετάβλητο στο χρόνο και εκτοξεύτηκε στο διάστημα του 1977 μαζί με αντίγραφο των διαφόρων γλωσσών του πλανήτη και εικόνες από την Γη. Το χαρακτηριστικό των 5 χτυπημάτων χρησιμοποιήθηκε από τον Brahms και τον Tchaikovsky, στην 4η συμφωνία του, και από τους Bruckner, Mahler και Berlioz.
Όσον αφορά το χαρακτηριστικό ρυθμικό στοιχείο “τα τα τα ταααα”, έχει προβληματίσει τους αρχιμουσικούς με το πως πρέπει να παιχτεί αργά, γρήγορα, παρατεταμένα. Στη δική μας συναυλία, ο μαέστρος διάλεξε την κλασική: παύση + 2 + 2 + 1.
Το α΄ μέρος, Allegro con brio, είναι γραμμένο σε κλασικό στυλ σονάτας, όπως ήταν εκείνο τον καιρό συνηθισμένο (περίοδος Haydn-Mozart), όπου το θέμα μεταφέρεται σε διαφορετικές τονικότητες μέχρι να καταλήξει δραματικά στην τονικότητα της έκθεσης (κατά το τελευταίο τμήμα της φόρμας, που ονομάζεται επανέκθεση). Κατά το δεύτερο θέμα, σε μι ύφεση μείζονα, λυρικού χαρακτήρα, το τετράφθογγο μοτίβο ακούγεται στα έγχορδα.
Το β΄ μέρος, Andante con moto, σε λα ύφεση μείζονα, παρουσιάζει δύο θέματα εναλλασσόμενα μεταξύ τους. Ξεκινάει με μια μελωδία στις βιόλες και τα βιολοντσέλα και ολοκληρώνεται με τα μπάσα, ενώ το δεύτερο θέμα εισάγεται από τα κλαρινέτα, φαγκότα και τα βιολιά. Συμπληρωματικά ακούγεται το τρίτο θέμα στα φλάουτα και όμποε.
Στο γ΄ μέρος, Scherzo-Allegro, ο Beethoven γράφει ένα scherzo που ακολουθείται από ένα trio, αντί για ένα minueto που να ακολουθείται από ένα trio, όπως συνηθιζόταν τότε. Όταν το θέμα επιστρέφει στην ντο ελάσσονα, τα κόρνα επανέρχονται στο κύριο θέμα επιτακτικά μέχρις ότου τα έγχορδα σε πιτσικάτο κλιμακώσουν προοδευτικά.
Δ΄ μέρος, Allegro: το θριαμβικό φινάλε είναι γραμμένο σε φόρμα παραλλαγμένης σονάτας. Η μουσική διακόπτεται στιγμιαία με μια πτώση στη δεσπόζουσα συγχορδία, προκειμένου να συνεχίσει με εκείνο ακριβώς το θέμα που είχε ακουστεί από το κόρνο κατά το Scherzo. Η συμφωνία κλείνει με είκοσι εννέα μέτρα γεμάτα από συγχορδίες της ντο μείζονας, παιγμένες σε δυναμική fortissimo.
Ο μαέστρος διηύθυνε προσεκτικά όλη την συμφωνία, χωρίς υπερβολικές εξάρσεις, προτείνοντας μια κλασική προσέγγιση, χωρίς όμως να δώσει προσωπικό χαρακτήρα.
* Ο Δρ Ιωάννης Η. Βλάχος είναι Ορθοπαιδικός – Χειρουργός, τ. Καθηγητής Παν/μίου Κρήτης.