«As above, so below, as within, so without» – Έκθεση του εικαστικού Δημήτρη Μπαντουράκη

  «Σε αυτά τα έργα αποτυπώνω τη ροή της ύλης και της ενέργειας, αφουγκραζόμενος τον ασυνείδητο νου και το ένστικτο. Εξερευνώ στην επιφάνεια τη σχέση μεταξύ του μικρόκοσμου και του μακρόκοσμου, μέσω της ζωγραφικής πράξης και της τυχαιότητας του υλικού, όπου συνυπάρχουν περίπλοκες λεπτομέρειες και μεγάλες αφηγήσεις. Η αλληλεπίδραση χρωμάτων και σχημάτων δημιουργεί ένα δυναμικό ζωγραφικό χώρο, όπου διαλύεται το όριο μεταξύ προσωπικού και κοσμικού, αποκαλύπτοντας τη διασύνδεση των πραγμάτων».

Δημήτρης Μπαντουράκης

 

Στα πλαίσια της παρουσίασης των πτυχιακών εργασιών της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών που διεξήχθη 12-15/06/2024, είδαμε την έκθεση του εικαστικού Δημήτρη Μπαντουράκη στον εκθεσιακό χώρο ‘Νίκος Κεσσανλής’ του κτιριακού συγκροτήματος της Πειραιώς 256. Η έκθεση περιελάμβανε μια σειρά από 15 ζωγραφικά έργα μεικτής τεχνικής και διαφόρων διαστάσεων πάνω σε καμβά.

Είχα τη χαρά και την τύχη να συνεργαστώ με τον Δημήτρη Μπαντουράκη, στο ΣΤ΄ εργαστήριο ζωγραφικής, πριν από πέντε χρόνια. Τα έργα του μου είχαν κεντρίσει το ενδιαφέρον από την πρώτη φορά που ήρθα σ επαφή μ΄ αυτά, καθώς το βάθος και ο μυστικισμός τους, διεγείρουν το νου και την φαντασία του θεατή, με αποτέλεσμα να μην μπορείς εύκολα να απομακρύνεις το βλέμμα σου από αυτά.  Έπειτα από μια αναζήτηση του καλλιτέχνη πέντε χρόνων, όπου δοκίμασε διάφορες τεχνικές και στιλ, ερχόμαστε στο σήμερα και στη νέα σειρά έργων που φιλοτέχνησε, τα οποία φέρουν μέσα τους την εξελικτική πορεία και την ωριμότητα του.

Για τον Δημήτρη Μπαντουράκη η δημιουργία ενός νέου έργου ξεκινά απ΄ τη στιγμή που θα γίνει η σύλληψη της ιδέας και ολοκληρώνεται με την πραγμάτωση της στον καμβά. Είναι όμως από τους καλλιτέχνες που έχουν επιλέξει να προετοιμάζουν όλα τα στάδια της δημιουργίας μόνοι τους. Δεν χρησιμοποιεί έτοιμους καμβάδες, καθώς η χειρονομιακή του πράξη είναι αρκετά έντονη, με αποτέλεσμα να σκίζονται. Γι΄ αυτό το λόγο φτιάχνει μόνος του τους καμβάδες του, χρησιμοποιώντας πολυεστερικό καραβόπανο, το οποίο αφού πρώτα τελαρώσει, το καλύπτει με ένα στρώμα από μόλυβδο, ώστε να το προετοιμάσει να δεχτεί τα χρώματα που θα χρησιμοποιήσει. Τα μέσα εφαρμογής των χρωμάτων του ποικίλουν από πινέλα, ρολά, σπάτουλες, ραβδιά έως κάποιες φορές, ακόμη και τα ίδια του τα χέρια.  Η χειρονομία του είναι εμφανής πάνω στον καμβά, καθώς οι αδρές πινελιές και οι όγκοι της ποσότητας των χρωμάτων, δημιουργούν διάφορα επίπεδα και πολλαπλές προοπτικές.

Για τον Δημήτρη, τα χρώματα έχουν τη δική τους δυναμική, την οποία χρησιμοποιεί για να δημιουργεί τους δικούς του κόσμους στα έργα του. Έργα άλλοτε φωτεινά και άλλοτε σκοτεινά που δεν μπορούν να ενταχθούν σε κανέναν  –ισμό. Αυτή είναι και η μοναδικότητά τους, όλα όμως έχουν ένα εσωτερικό, κοινό στοιχείο, καλά “κρυμμένο”, μέσω του οποίου υποδηλώνεται η ταυτότητα του δημιουργού τους.

Οι πίνακές του είναι κόσμοι συνδυασμένοι, σύμπαντα που συνυπάρχουν αρμονικά, φαντασιακά τοπία με ρεαλιστικούς τόπους και στοιχεία. Έργα αμφίσημα που επιδέχονται διάφορες ερμηνείες. Κάθε νέα ματιά στα έργα του και μια διαφορετική οπτική.  Κόσμοι βυθισμένοι στο νερό ή αντανακλάσεις πάνω του; Κόσμοι ενδιάμεσοι  σε  δυο βυθούς; Όπως πάνω έτσι και κάτω; Όσα ερωτήματα και να θέσουμε δεν θα πάρουμε σαφή και οριστική απάντηση. Ο ίδιος ο καλλιτέχνης δεν επιθυμεί να εγκλωβιστεί και να εγκλωβίσει και το έργο του σε στεγανά και νόρμες. Ένα σύνολο έργων τόσο ανοιχτό ερμηνειών και αναγνώσεων , που τείνει να γίνει σχεδόν “φιλοσοφικό”.

Ίσως ο καλύτερος τρόπος να απολαύσουμε τα έργα του Δημήτρη Μπαντουράκη, είναι να αφεθούμε, να μας «παρασύρει» και να μας ταξιδέψει μέσα στους «κόσμους» του, χωρίς να αναζητάμε ρασιοναλιστικές εξηγήσεις. Όπως άλλωστε επισημαίνει και ο ίδιος στο σημείωμά του, αυτά που τον οδήγησαν εδώ είναι το ασυνείδητο, το ένστικτο και η τυχαιότητα της καλλιτεχνικής πράξης. Τίποτα συγκεκριμένο, τίποτα οριοθετημένο και “λογικό”.

Ας αναζητήσουμε μέσα στα έργα του το «φως», που τόσο πολύ έχουμε ανάγκη. Στην εποχή της απόλυτης ψηφιοποίησης που διανύουμε, ο Δημήτρης επιμένει να κάνει ζωγραφική. Κόντρα σε όσους ισχυρίζονται ότι η ζωγραφική «πέθανε», αποδεικνύει ότι η καλή ζωγραφική θα έχει πάντα τη θέση που της αξίζει, ανάμεσα στις αναπαραστατικές τέχνες. Η αμεσότητα ενός ζωγραφικού έργου, έρχεται να μας υπενθυμίσει, ότι πρέπει να πάψουμε να βλέπουμε τα πάντα μέσα από ένα ενδιάμεσο υλικό.

Κλείνοντας, θα ήθελα να παραθέσω ένα προσωπικό σχόλιο. Δεν αποδίδω στις τέχνες μαξιμαλιστικές δυνατότητες, καθώς δεν μπορούν να «σώσουν» τον κόσμο. Μπορούν όμως να τον κάνουν πιο όμορφο και υποφερτό, γαληνεύοντας τις ψυχές των ανθρώπων και διευρύνοντας το πνεύμα τους.

Η Χριστίνα Ν. Λαμπράκη είναι πτυχιούχος του τμήματος Θεωρίας και Ιστορίας της Τέχνης της Ανώτατης Σχολής Καλών Τεχνών. Φοιτά στη Φιλοσοφική Σχολή, Τμήμα Θεατρικών Σπουδών, ΕΚΠΑ.