Ο Ιταλός συνθέτης όπερας Umberto Giordano (1867-1948) υπήρξε ένας από τους πλέον προικισμένους δημιουργούς της εποχής του. Είχε μαθητεύσει κοντά στον συνθέτη και Δάσκαλο Paolo Serrao (1830-1907), στο Conservatorio “San Pietro a Majella” της Νάπολης· αξίζει να σημειωθεί ότι ακριβώς με τον ίδιο καθηγητή και στο ίδιο μουσικό ίδρυμα είχε μελετήσει κι ο “δικός μας” σημαντικός συνθέτης Γεώργιος Αξιώτης (1875-1924).
Το σπάνιο δραματικό ένστικτο του Giordano, η γνώση του όσον αφορά στις δυνατότητες της ανθρώπινης φωνής, η διάθεση εξερεύνησης της αρμονίας, η φαντασία και η πρωτοτυπία στις ενορχηστρώσεις του, τον καθιστούν όντως ξεχωριστό.
Οι παρτιτούρες του εν λόγω εμβληματικού εκπροσώπου του λεγόμενου κινήματος του βερισμού (ιταλ. verismo), το οποίο στοχεύει στην εξερεύνηση της ψυχολογίας και των αγωνιών των καθημερινών ανθρώπων-ηρώων και αναπτύχθηκε κυρίως –άλλα, όχι μόνον- στη νότιο Ιταλία, αποτελούν πραγματικό παράδεισο εκλεκτών μουσικών στοιχείων για όποιον επιθυμήσει να τις μελετήσει.
Ναι, γεγονός είναι ότι οι διεθνείς λυρικές σκηνές, με ελάχιστες εξαιρέσεις, φιλοξενούν αποκλειστικά ένα έργο του: το αδιαμφισβήτητο αριστούργημά του με τίτλο, Andrea Chénier, ένα θαυμάσια δεμένο έργο, που φωτίζει τα τελευταία στάδια της ζωής του τραγικού ποιητή κατά τη γαλλική επανάσταση (libretto, Luigi Illica, αγαπημένου λιμπρετίστα του Giacomo Puccini), και είναι γεμάτο από υπέροχες άριες και σκηνές, το οποίο παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το 1896 (Teatro alla Scala).
Είναι γνωστό ότι με την όπερα τούτη, τρίτη κατά σειρά σύνθεσης, ο νεαρός μουσουργός πέτυχε να κερδίσει την εμπιστοσύνη του εύπορου πατέρα της αγαπημένης του Olga Spatz-Wurms. Ειδικότερα, όταν ο διστακτικός πατέρας έδειξε την παρτιτούρα στον Giuseppe Verdi, ο οποίος διέμενε στο πολυτελές ξενοδοχείο Grand Hôtel et de Milan, που ανήκε στον ίδιο (δηλ. στον πατέρα) και εξακολουθεί μέχρι τις μέρες μας να υποδέχεται επισκέπτες, ζητώντας την άποψή του σχετικά με τον υποψήφιο γαμπρό, ο θρυλικός συνθέτης έχοντας παίξει μέρη του έργου στο πιάνο, αμέσως τον συμβούλεψε να δώσει τη συγκατάθεσή του για τον γάμο, που τελικά ακολούθησε.
Αλήθεια, ποιος δεν έχει νιώσει ρίγη συγκίνησης ακούγοντας άριες όπως εκείνες του τενόρου, Un dì, all’azzurro spazio, που ακούγεται στην πρώτη πράξη, ή Come un bel dì di maggio, που ακούγεται στην τέταρτη πράξη, ειδικά όταν ερμηνεύονται από τραγουδιστές της κλάσης ενός Franco Corelli ή ενός Jonas Kaufmann;
Ωστόσο, εκτός από τον Chénier o Giordano έχει παραδώσει κι άλλα εξαίρετα έργα προορισμένα για την οπερατική σκηνή, από τα οποία θα αναφέρουμε δύο, που ευτυχώς βρίσκουν έστω και σπάνια τον δρόμο τους στην επιφάνεια, Fedora και Siberia, που αντίστοιχα ανέβηκαν για πρώτη φορά το 1898 (Teatro Lirico, Μιλάνο) και το 1903 (Teatro alla Scala, Μιλάνο). Εντούτοις, ο συνθετικός πλούτος του μουσουργού, διαφαίνεται σε όλες του τις σελίδες (θα πρέπει εδώ να προσθέσουμε τα σαγηνευτικά του τραγούδια) και ασφαλώς υπάρχουν αρκετά έργα που αναμένουν τη σύγχρονη αναβίωσή τους. Μέσα από τούτη τη στήλη έχει γραφεί επανειλημμένως ότι πολλές φορές (ευτυχώς, όχι πάντοτε) τα μεγάλα λυρικά θέατρα διστάζουν να εξερευνήσουν σε βάθος το ρεπερτόριο του παρελθόντος φέρνοντας στο προσκήνιο άγνωστα (ή λιγότερο γνωστά) μελοδράματα, φοβούμενα ότι το κοινό δεν θα ανταποκριθεί. Περισσότερο τολμηρές είναι ευτυχώς ορισμένες δισκογραφικές εταιρείες που συχνότερα προβαίνουν στην ηχογράφηση (ή και μαγνητοσκόπηση) σπανιότερων έργων του ρεπερτορίου.
Σε κάθε περίπτωση, με χαρά παρακολουθήσαμε πρόσφατα (10/2) από την Εθνική Λυρική Σκηνή (ΕΛΣ, Αίθουσα Σταύρος Νιάρχος) αναβίωση της επιτυχημένης παραγωγής του Andrea Chénier, της οποίας τη σκηνοθεσία, τα σκηνικά και τα κοστούμια υπέγραφε ο πάντα ξεχωριστός Νίκος Πετρόπουλος. Την επιμέλεια της αναβίωσης είχε ο εκλεκτός σκηνοθέτης Ίων Κεσούλης. Αν δεν μας απατά η μνήμη, είχαμε εκτιμήσει για πρώτη φορά την εν λόγω παραγωγή στις αρχές του 2002· τότε -όπως και κατά το πρόσφατο ανέβασμα- είχαμε σημειώσει τόσο την υψηλή αισθητική άποψη του Πετρόπουλου όσο και το γεγονός ότι με τέχνη και σκέψη έμεινε κοντά στα ζητούμενα της παρτιτούρας και στις πολιτικοκοινωνικές αναφορές της υπόθεσης, επιστρατεύοντας γούστο και γνώση. Τα μεγάλα επιβλητικά σκηνικά, οι αναφορές στο ύφος της εποχής, τα λαμπρά κοστούμια και ο ιδιαίτερα εύστοχος φωτισμός (στην αρχική παραγωγή, του ιδίου και του Γιάννη Θεοδωρίδη, πρόσφατα αναβιωμένος από τον Χρήστο Τζιόγκα) δημιούργησαν το ιδανικό εικαστικό πλαίσιο μέσα στο οποίο άνετα κινούνταν οι τραγουδιστές· μια εικόνα που, δεν το κρύβουμε, κολάκευε τα μάτια του κοινού.
Όσον αφορά στο μουσικό μέρος, οι δυο αστέρες που αρχικά είχε αναγγελθεί ότι θα επωμίζονταν τους πρωταγωνιστικούς ρόλους, η Ολλανδή υψίφωνος Eva–Maria Westbroek (που το 2015 τόσο συναρπαστικά είχε τραγουδήσει τον ρόλο της Maddalena στη Βασιλική Όπερα του Λονδίνου, στο πλάι του πάντα ανυπέρβλητα αποκαλυπτικού Γερμανού τενόρου Jonas Kaufmann) και ο Αργεντινός τενόρος Marcelo Álvarez, αποσύρθηκαν και αντικαταστάθηκαν αντιστοίχως από τον Αργεντινό τενόρο Marcelo Puente και την Ουρουγουανή υψίφωνο María José Siri. Η εν λόγω αντικατάσταση επέφερε επιτυχή αποτελέσματα, αφού και οι δύο καλλιτέχνες στάθηκαν στο ύψος των απαιτήσεων των ρόλων τους. Πιο συγκεκριμένα, ο Puente με φωνή ωραίας γραμμής και νεανικό σφρίγος φώτισε τόσο την ασυγκράτητα ρομαντική-ηρωική φύση του Chénier όσο και τον λυρισμό της μουσικής.
Δίπλα του, η Siri, λάξευσε μία μουσικά και υποκριτικά υψηλής κλάσης Maddalena· δεν ήταν απλά η μουσικότητα, η παρουσία και η γενικότερη κίνησή της που έπεισαν, αλλά ο έξοχος τρόπος που χρησιμοποιούσε τη ζεστή, βελούδινη και εύπλαστη φωνή της (με θαυμάσια κέντρα) για να αποδώσει τα ποικίλα ζητούμενα του εύφορου ρόλου της (ασφαλώς κέρδισε τις εντυπώσεις, στην διάσημη άρια της τρίτης πράξης, La mamma morta). Και ναι, έκτισε την προσωπικότητα της νεαρής αριστοκράτισσας, θύμα της γαλλικής επανάστασης, με μεγάλη ακρίβεια, από την υπέροχα γοητευτική είσοδό της στην αρχή του έργου, μέχρι τις ύστατες τραγικές στιγμές που με προθυμία, θάρρος και αυταπάρνηση ακολουθεί τον αγαπημένο της στον θάνατο και τη λεπίδα της γκιλοτίνας.
Ο διεθνής συμπατριώτης μας βαρύτονος Δημήτρης Πλατανιάς στον ρόλο του Gérard, ήρωα τον οποίον στην αρχή της όπερας γνωρίζουμε ως υπηρέτη, ενώ στη συνέχεια τον παρακολουθούμε να εγκαταλείπει την εργασία του προκειμένου να μπει στον αγώνα της επανάστασης ως αξιωματικός, διακρίθηκε τόσο με την εντυπωσιακού μεγέθους και αντοχής φωνή του (άμεση και συναισθηματικά φορτισμένη υπήρξε η ερμηνεία του μονολόγου της τρίτης πράξης, Nemico della patria?), όσο και με τη διάθεσή του να εμβαθύνει στις ψυχολογικές διακυμάνσεις του ρόλου του.
Η δραματική υψίφωνος Τζούλια Σουγλάκου κατά την τρίτη πράξη τραγούδησε με γνήσιο αίσθημα και φωνητικό έλεγχο την άρια της τυφλής ηλικιωμένης Madelon, Son la vecchia Madelon. Σχετικά με την άρια, ας μας επιτραπεί να θυμίσουμε τη φήμη σύμφωνα με την οποία ο λιμπρετίστας του έργου, Ilica, υπήρξε ερωτευμένος με μια μεσόφωνο και ζήτησε από τον συνθέτη (η σχέση του με τον οποίον υπήρξε ταραχώδης) να συμπεριλάβει έναν ρόλο ειδικά για εκείνη στην εν λόγω όπερα. Όταν ο Giordano αρνήθηκε, ο Illica τον απείλησε με πιστόλι και ως αποτέλεσμα υπήρξε η σύνθεση αυτής της συγκινητικής άριας.
Στους μικρότερους ρόλους διακρίθηκαν οι Μαρισία Παπαλεξίου (Bersi), Χρυσάνθη Σπιτάδη (La Contessa di Coigny), Γιάννης Γιαννίσης (Roucher), Χάρης Ανδριανός (Mathieu), Βαγγέλης Μανιάτης (Pietro Fléville), Γιώργος Ματθαιακάκης (Fouquier-Tinville), Χρήστος Κεχρής (Ένας «απίστευτος»), Διονύσης Μελογιαννίδης (Αβάς), Βαγγέλης Μανιάτης (Οικονόμος) και Διονύσης Τσαντίνης (Dumas).
Η ορχήστρα και η χορωδία της ΕΛΣ απέδωσαν πολύ ικανοποιητικά, απολαμβάνοντας και ακολουθώντας, όπως και οι τραγουδιστές πρωτίστως, τη σίγουρη, ιδιωματικά ανεπτυγμένη και σε στιγμές φλογερής έντασης άποψη του Γάλλου αρχιμουσικού Philippe Auguin, τακτικού πλέον συνεργάτη του λυρικού μας θεάτρου, που επιπλέον φώτισε με νόημα τις μεγάλες τραγικές κλιμακώσεις του μουσικού δράματος του Giordano.