Ομολογώ ότι ερχόμουν με περιέργεια και ίσως δισταγμό έχοντας ακούσει μουσική του Philip Glass (γ. 1937 Βαλτιμόρη, ΗΠΑ) με την απορία πώς θα είχε δημιουργήσει και επενδύσει μουσικά μία όπερα. Ήταν ένα αριστούργημα! Και αυτό γιατί η μουσική του, επενδύθηκε από την εικόνα και αντίστροφα, η μουσική επένδυσε την εικόνα! Μπορεί βέβαια να μην ήταν όπερα με την έννοια που την γνωρίζουμε, μια και δεν είχε συνηθισμένους στίχους. Αντ’ αυτού είχε εκφορά φωνηέντων από τους λυρικούς καλλιτέχνες (εξαίρετους! για το δύσκολο αυτό έργο) σαν φθόγγους μιας άγνωστης γλώσσας, α, ε, ο, η, που εξέφραζαν όμως την χαρά, τον θαυμασμό, την οδύνη πολύ καλύτερα ίσως στιγμές στιγμές και από λόγια, σε συγχρονισμό με τους επαναλαμβανόμενους μουσικούς φθόγγους-συγχορδίες.
Ο Ακενατόν (Akhnaten, 1984) είναι το τελευταίο από την τριλογία opera portraits story του Glass. Το έργο αναφέρεται σε ένα Φαραώ που φτιάχνει μια νέα πόλη, αφιερωμένη σε μονοθεϊστικής αντίληψης θεότητα και που τον οδηγεί στον θάνατο, για να επιστρέψει η Αίγυπτος, με τη βοήθεια πάντα των ιερέων, στην προηγούμενη πολυθεϊστική αντίληψη. Για τους μη ειδικούς αναφερόμαστε στην γνωστή από την Αίγυπτο, Νεφερτίτη, σύζυγο του και το επιζήσαν τεράστιο παλάτι της όπως και τον Τουτανχαμών, υιό και διάδοχο του εκλιπόντος Ακενατόν (Φαραώ που σε νεαρά ηλικία ανέλαβε το βασιλικό αξίωμα και σε νεαρά ηλικία έφυγε από τη ζωή. Είναι η σορός του που ανευρέθη ασύλητη και κοσμούμενη με πλήθος αντικειμένων που τον περιέβαλαν, από άμαξα μέχρι ιδιαίτερης αξίας προσωπικά αντικείμενα με πολύτιμους λίθους και ευρίσκεται στο μουσείο του Καΐρου).
Ο Ακενατόν που σημαίνει «αποτελεσματικός για τον Αton (θεός)” ήταν γνωστός μέχρι το 6ο έτος της βασιλείας του (18η δυναστεία) ως Αμενοτέπ 4ος (πατέρας του ο Αμενοτέπ 3ος). Το 6ο έτος της βασιλείας του απεφάσισε να αποκηρύξει την πολυθεϊστική θρησκεία και να εισαγάγει ένα μονοθεϊστικό μοντέλλο του θεού Aton. Μία πρώιμη επιγραφή παρομοιάζει τoν Aton με τον Ήλιο σε αντιπαράθεση με την πολυθεϊστική αντίληψη των πολλών αστέρων. Βασίλευσε επί 17 χρόνια (1051-1034 π.Χ.) με σύζυγο την Νεφερτίτη. Απέκτησαν επτά κόρες και δύο υιούς. Εδολοφονήθη από το πλήθος που εξήγειραν οι ιερείς, για παλινόρθωση της πολυθεϊστικής θρησκείας και τον διεδέχθη ο πρώτος υιός του, Τουτανχαμών. Ετάφη πιθανότατα στην Αμάρνα. Μετά τον θάνατο του τα μνημεία και αγάλματα του αποσυναρμολογούνται και το όνομα του απαλείφεται από τις βασιλείες τον Φαραώ. Χάθηκε από την ιστορία μέχρι τον 19ο αιώνα οπότε από τις ανασκαφές του Flinders Petsie (Άγγλος 1853- 1942) ευρέθη στην Αμάρνα μούμια, στον τάφο ΚΒ 55, με DNA πατρότητος του Τουτανχαμών.
Το έργο έχει ένα Πρελούδιο, τρεις πράξεις και έναν Επίλογο. Στο πρελούδιο υπό την μουσική υπόκρουση των επαναλαμβανόμενων σαν ριπές φθόγγων-συγχορδιών, προβάλλεται μια εικόνα του χάους όπως φανταζόμαστε την μυθολογική έναρξη της Δημιουργίας που αποκρυσταλλώνεται προοδευτικά μέσα από ένα είδος Θεάτρου των Σκιών και στο καδράρισμα εμφανίζεται η μορφή του πατρός Φαραώ, ο οποίος στο εξής θα παίζει και το ρόλο του αφηγητή (είναι το μόνο μέρος του έργου με λόγια!) με τον βαρύτονο-μπάσο Jochary James. Την ίδια στιγμή στο κάτω μέρος της σκηνής έχει αρχίσει η διαδικασία ταφής του θανόντος Φαραώ Αμενοτέπ 3ου. Ομάδα γιατρών με λευκές μπλούζες και φανούς στο κεφάλι αφαιρούν την καρδιά του νεκρού Φαραώ για να ζυγιστεί προς ένα φτερό προκειμένου να πετάξει στους ουρανούς! Η σκηνή παρόλο το μοντέρνο στοιχείο (γιατροί με άσπρες μπλούζες) είναι μεγαλοπρεπής και προκαλεί δέος σε συνδυασμό με τις αιγυπτιακές ενδυμασίες με παραδοσιακά αλλά και αλλοπρόσαλλες ενδυμασίες της βασιλομήτορος του αρχιερέα και του επικεφαλής του βασιλικού οίκου. Αυτές οι τρεις μορφές θα παίζουν συνεχώς ρόλο εποπτικό της ανόρθωσης και της καθόδου κάθε αρχής (κάθε βασιλιά και Φαραώ!).
Στην α’ πράξη λαμβάνει χώρα με κάθε επισημότητα η στέψη του Ακενατόν (ακόμη ως Αμενοτέπ 4ος, «ο ορισμένος στον Άμμωνα θεό»). Στην β΄ πράξη ο Αμενοτέπ εκδιώκει προοδευτικά τη λατρεία του Άμμωνα και εγκαθιστά την λατρεία του Ήλιου. Στην ίδια πράξη ως Ακενατόν πλέον και η Νεφερτίτη εκφράζουν τον έρωτά τους και ο Φαραώ εγκαινιάζει την Νέα Πόλη αφιερωμένη στον Ήλιο (Η πόλη του Ορίζοντα) που δεν έχει όρια καθώς λέει ο αφηγητής. Ούτε στον Βοριά ούτε στον Νοτιά, ούτε στην Ανατολή ούτε στη Δύση. Οι εικόνες που παράγει η σκηνοθεσία του Felim Mc Dermott δεν μπορούν να περιγραφούν με λόγια. Σε συνδυασμό με τη μουσική υπόκρουση προκαλούσαν τουλάχιστον δέος (εικόνες 1, 2, 3). Ειδικά το ερωτευμένο ζευγάρι, σαν πουλιά, και η σκηνή που ο Φαραώ γίνεται ήλιος μέσα στο δίσκο του θεού Ήλιου ήταν απερίγραπτης ομορφιάς. Στην γ΄ πράξη τα όντα, πλάσματα που τριγυρίζουν στο βασίλειο άλλοτε έρποντας και άλλοτε παίζοντας σαν ζογκλέρ τόπια και κορύνες (κλωθογύρισμα της τύχης γύρω από την βασιλική οικογένεια – υπάρχει και ο τροχός της τύχης για να μας το υπενθυμίζει), παρασυρόμενα από τον αρχιερέα και τους βασιλικούς παρακοιμώμενους, δολοφονούν τον Ακενατόν που αφίεται πλέον στο μοιραίο κάτω από τις μουσικές οιμωγές και άναρθρες κραυγές της Νεφερτίτης και των εφτά θυγατέρων του. Και οι ιερείς στέφουν το νέο Φαραώ, ένα άβουλο νεαρό, που δεν εκφέρει ούτε ένα λόγο, αποδεχόμενος την μοίρα του. Η παρουσία του σύγχρονου αρχαιολόγου στην τελική σκηνή, μας υπενθυμίζει ότι ό,τι είδαμε δεν είναι μύθος, υπήρξε και ας χάθηκε. Βρέθηκε τελικά από την αρχαιολογική σκαπάνη.
Στον Επίλογο η παρουσία των τριών προσώπων που άφησαν το αποτύπωμα τους ιστορία της Αιγύπτου Ακενατόν, Νεφερτίτη και βασιλομήτωρ κλείνει την αυλαία.
Η μουσική του Philip Glass, ο όποιος εφοίτησε στο Παρίσι δίπλα στην Νάντια Μπουλανζέ και θεωρείται από τους μεγάλους σύγχρονους συνθέτες του 20ού αιώνα εκφράζει το κίνημα του μινιμαλισμού που ήρθε σαν αντίδραση στην 12 τονική μουσική γραφή του Schoenberg. Η ιδιαιτερότητα των μουσικών επαναλαμβανόμενων φθόγγων-συγχορδιών του μουσικού πονήματος του, έχει στοιχεία κλασσικής μουσικής πρότασης, δηλαδή μελωδία και αρμονία. Γι’ αυτό και ο ίδιος θεωρεί τον εαυτό του λόγω παιδείας κλασσικιστή. Οι επαναλαμβανόμενες ρυθμικά αλληλουχίες από συγχορδίες σε μείζονα και ελάσσονα κλίμακες, μπορεί να ομοιάζουν μονότονες όμως έχουν μελωδική συνέπεια και υποστηρίζουν συνεχώς τα τεκταινόμενα Ο Glass πιθανώς άντλησε μαθήματα από την απλότητα των μελωδιών του Ερίκ Σατί που με τη σειρά του πήρε μελωδίες μινιμαλιστικές από το Βυζαντινό και το Γρηγοριανό μέλος. Ο Glass το συνεδύασε με τον παλμό των παραδοσιακών ινδικών ρέγγας. Θα μπορούσε να σκεφτεί κανείς ότι μελλοντικά κάπως έτσι θα αναπαράγεται μια ρομποτικής προέλευσης μουσική δομή.
Στο προκείμενο έργο ο συνδυασμός μουσικής εικόνας σε μια παράλληλη διαδρομή που βρίσκει πρόσφορο έδαφος για εφαρμογές στις βασικές αρχές της της μινιμαλιστικής εμμονής αποτελεί ένα μουσικό θέμα με παραλλαγές, λεπτομέρειες λογικής, μοτίβα, κατακερματισμό και αναδόμηση του μουσικού κύκλου.
Από τους συντελεστές της παράστασης τον πρώτο ρόλο έχει ο σκηνοθέτης Phelim Mc Dermott (γ. 1963, Ηνωμένο Βασίλειο) που οργάνωσε το υπερθέαμα με την σκηνοθετική του ματιά σε δύο επίπεδα και το τεράστιο μπαλόνι Ήλιος που δημιουργούσε τις εξαιρετικές εικόνες που είδαμε. Δεύτερος σημαντικός συντελεστής, ο υπεύθυνος φωτισμού Bruno Poet (Ηνωμένο Βασίλειο). Από τους λυρικούς καλλιτέχνες, η πρωτοεμφανιζόμενη στην ΜΕΤ, J’ Nai Bridges, μελαμψή μέτζο σοπράνο (Αμερική, 1987) η οποία εκτός από την εξαιρετική της παρουσία, έχει και μια ζέστη φωνή με απαλότητα στην έκφραση, ο κόντρα τενόρος Anthony Roth Costanzo (επίσης Ηνωμένες Πολιτείες, 1982) έχει βραβευτεί πολλές φορές μετά, μεταξύ των οποίων και στον τελικό Ολυμπιακών Αγώνων της ΜΕΤ (2009) εκτός των εξαιρετικών δυνατοτήτων της φωνής του σε υψηλές νότες έδειξε και ένα αξιοθαύμαστο υποκριτικό ταλέντο (έχει ξεκινήσει από το μουσικό θέατρο σε ηλικία 11 ετών). Ο μπάσος Jachary James όπως ήδη ελέχθη, γέμιζε με την παρουσία του την σκηνή κάθε φορά που εμφανιζόταν και τελικά πήρε στα χέρια του και μετέφερε και τον νεκρό θανόντα Φαραώ.
Συμπέρασμα: το έργο αυτό όπως και τα υπόλοιπα του Philip Glass αποδομεί το πατροπαράδοτο μουσικό θέατρο παρουσιάζοντας όπερα χωρίς λόγια, όμως εδώ σε αντίθεση με το πρώτο του έργο («Αϊνστάϊν στην παραλία») όπου δεν υπήρχε ούτε υπόθεση, ούτε πλοκή, ούτε χαρακτήρες και γεγονότα χωρίς δράμα, στον Ακενατόν υπάρχει και πλοκή και δραματικότητα και η μουσική του πλέον αποκτά μελωδικότητα. Το δε θέαμα δεν ήταν απλώς θέαμα, ήταν υπερθέαμα!