

Τη δημοφιλή οπερέτα με τίτλο Θέλω να δω τον Πάππα! του διασημότερου Έλληνα συνθέτη του είδους Θεόφραστου Σακελλαρίδη (1883-1950) παρακολουθήσαμε την 1η Φεβρουαρίου από την Εναλλακτική Σκηνή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής (ΕΛΣ), σε δραματουργική επεξεργασία-διασκευή της Έλενας Τριανταφυλλοπούλου και αποκατάσταση ενορχήστρωσης και προσαρμογή για μικρό σύνολο του Γιάννη Μπελώνη. Οι δύο τελευταίοι εργάστηκαν με σεβασμό στο πνεύμα του συνθέτη και στην ανάδειξη των αρετών του απολαυστικού έργου του.
Θυμίζουμε ότι η οπερέτα είχε ανέβει για πρώτη φορά στην Αθήνα, στις 6 Ιουλίου 1920, στο Θέατρο Παπαϊωάννου, σε libretto του ίδιου του συνθέτη βασισμένο στην τρίπρακτη κωμωδία με τίτλο Les joies du foyer (Οικιακές χαρές, πρώτη παρουσίαση, 1 Σεπτεμβρίου 1894, Παρίσι, Théâtre du Palais-Royal) του Γάλλου θεατρικού συγγραφέα Maurice Hannequin (1863-1926).
Η Νατάσα Τριανταφύλλη πρότεινε μία σκηνοθεσία η οποία χαρακτηρίστηκε από φρεσκάδα, καλό γούστο και αγάπη για το είδος της οπερέτας. Κίνησε τους τραγουδιστές με εξυπνάδα, φωτίζοντας τους χαρακτήρες με νόημα και παραμένοντας μακριά από κάθε κακόγουστη υπερβολή που θα υποτιμούσε το έργο και τους συμπαθείς ήρωές του.
Τα καλοσχεδιασμένα και κομψά κοστούμια της εποχής του μεσοπολέμου, όπως και τα απέριττα σκηνικά (πολύ μας άρεσε ο κυκλικός καναπές που χωριζόταν σε κομμάτια) της Τίνας Τζόκα, συνέδραμαν στην ατμοσφαιρική παρουσίαση.

Προτού ακόμη αρχίσει η παράσταση, οι τραγουδιστές (σημειωτέον, όλοι τους με σταδιοδομίες στην όπερα, που με ιδαίτερη όρεξη προσέγγιζαν και το είδος της οπερέτας), ήδη είχαν αρχίσει να υποδύονται τους ρόλους τους υποδεχόμενοι στην είσοδο της Εναλλακτικής τα μέλη του κοινού και καλωσορίζοντάς τα στη δεξίωση μετά τον γάμο του ζευγαριού Άννας και Αδριανού, το οποίο επίσης βρίσκονταν στην υποδοχή. Την ίδια ώρα βλέπαμε και ακούγαμε τον Δημοσθένη (υπηρέτη του κυρίου Βαρονά, θείου του Ανδριανού), απολαυστικά και με brio ερμηνευμένο από τον ταλαντούχο όσο και επί σκηνής αεικίνητο νέο ηθοποιό Αντώνη Κυριακάκη, να φιλοσοφεί μονολογώντας με στοχαστικό στόμφο σχετικά με τα υπέρ και τα κατά του γάμου, δίνοντας έτσι μία πρόγευση των όσων θα επακολουθούσαν και προκαλώντας τα χαμόγελα του κοινού (προλάβαμε βιαστικά να σημειώσουμε τις παρακάτω φράσεις): Γάμος, είναι μία τρέλα της νιότης σου/ Γάμος, είναι μία φροντίδα για τα γεράματά σου/ Γάμος, είναι να λες, σ’ αγαπώ, και να εννοείς κάτι άλλο/ Γάμος, είναι να λες, σε μισώ, και να εννοείς κάτι άλλο/ Γάμος, η αποθέωση του έρωτα/ Γάμος, το τέλος του έρωτα/ Γάμος, είναι μια θαρραλέα επιλογή/ Γάμος, είναι μία κίνηση απελπισίας/ Γάμος, είναι ένα βήμα προς τα εμπρός/ Γάμος, είναι μια άτακτη οπισθοχώρηση/ Γάμος, είναι να βρίσκεις την αγάπη/ Γάμος, είναι να χάνεις τον εαυτό σου…
Τους ρόλους του νεαρού ζεύγους Άννας και Ανδριανού κράτησαν θαυμάσια οι Χρύσα Μαλιαμάνη και Νικόλας Μαραζιώτης αξιοποιώντας τις ωραίες τους φωνές προκειμένου να φωτίσουν τόσο τις γεμάτες ατέρμονες διαφωνίες και έντονους τσακωμούς κωμικές σκηνές (όπως λ.χ. κατά το γαμήλιο ταξίδι στην Ιταλία, όταν η Άννα επιμένει ότι θέλει να δει τον Πάπα, δικαιολογημένα εκνευρίζοντας τον σύζυγό της), όσο και τις πιο ρομαντικές, που έρχονται στο τέλος του έργου, όταν οι δύο καταφέρνουν να ενωθούν μέσω της αληθινής αγάπης. Οι δύο τραγουδιστές, ιδίως η Μαλιαμάνη, προσέδιδαν στις πιο μελαγχολικές σελίδες της παρτιτούρας, ένα σχεδόν οπερατικό ύφος και μία ανάλογη βαρύτητα, που ιδιαίτερα εκτιμήσαμε.

Ως Βαρονάς, ο Δημήτρης Σιγαλός υπήρξε εύστροφος, ενώ τους ρόλους του κυρίου και της κυρίας Λατρούδη, γονέων της νύφης, αντιστοίχως οι Βαγγέλης Μανιάτης και Τζούλια Σουγλάκου πέτυχαν να μπολιάσουν με καλά ζυγισμένο χιούμορ και θεατρικό οίστρο, που εύκολα θα ζήλευαν ακόμα και οι αλησμόνητοι κωμικοί ηθοποιοί του παλαιού καλού θεάτρου και κινηματογράφου. Βεβαίως, οι παραπάνω, παράλληλα φρόντισαν για την ορθότητα της μουσικής ερμηνείας των μερών τους και ιδιαίτερα για την ανάδειξη εκείνων των χαρακτηριστικά ευκολομνημόνευτων μελωδιών, που πολλά οφείλουν στην αυστριακή και γαλλική οπερέτα. Ας μας επιτραπεί να προσθέσουμε ότι η Σουγλάκου προσέφερε μία υποδειγματικά πληθωρική Λατρούδη, τρυφερή και προστατευτική ως μάνα, αλλά και αποφασισμένη ως σύζυγος μέσα σε έναν γάμο πολυετή κατά τον οποίον πέτυχε να «δαμάσει» και να «υποτάξει» τον άντρα της, που προσπαθεί να ξεπεράσει τον φόβο του για εκείνη· και πόσο καλά το καταφέρνει εκείνος χάρη στην προτροπή και στο σχέδιο του πολυμήχανου συζύγου της κόρης του…
Η Μαρισία (Μαρία-Αναστασία) Παπαλεξίου στον ρόλο της Ρίτας, πρώην ερωμένης του Βαρονά, που στο τέλος του έργου καταλήγει και πάλι στην αγκαλιά του, ήταν απολύτως σαγηνευτική και με στιγμές που θα ταίριαζαν σε μία femme fatale. Με εκφραστική ευστοχία και με γεμάτη νόημα κοντρολαρισμένη χάρη τραγούδησε τις μουσικές φράσεις και άρθρωσε τις λέξεις του κειμένου, λ.χ. κατά την αρχική της άρια/τραγούδι, Είμαι εγώ η Ρίτα η ξακουσμένη!

Ο μαέστρος Νίκος Βασιλείου (που κράτησε και τον πολύ σύντομο ρόλο του Ενωμοτάρχη, ξαφνικά και αγανακτισμένος βάζοντας τις φωνές στους ήρωες, οι οποίοι τσακώνονταν ασταμάτητα!) διηύθυνε με φροντίδα στην ανάδειξη των ποικίλων χορευτικών ρυθμών (ρυθμικά σχήματα δημοφιλών ευρωπαϊκών χορών της εποχής αξιοποιούνται γενναιόδωρα στην παρτιτούρα), σωστά αποφεύγοντας, όπως εξάλλου ζητούσε και η σκηνοθετική γραμμή, κάθε εκφραστική υπερβολή που θα κατέστρεφε το ευφυές όσο και εκλεπτυσμένο πνεύμα της παρτιτούρας. Είχε στη διάθεσή του ένα μικρό αλλά εκλεκτό ορχηστρικό σύνολο, αποτελούμενο από εννέα ικανούς μουσικούς, τους Ναυσικά Τσάρα, φλάουτο, Ηλίας Σκορδίλης, κλαρινέτο, Πέτρος Καρατσόλης, τρομπόνι, Διονύσης Βερβιτσιώτης, α’ βιολί, Βανέσσα Αθανασίου, β΄βιολί, Γιάννης Αθανασόπουλος, βιόλα, Έλλη Φιλίππου, βιολοντσέλο, Δημήτρης Τίγκας, κοντραμπάσο, και Θοδωρής Βαζάκας, κρουστά.
Ο κατάλογος των καλογραμμένων όσο και διασκεδαστικών ελληνικών οπερετών (μελοδραματίων) του πρώτου μισού του εικοστού αιώνα είναι αρκετά μακρύς. Ευχή μας είναι να συνεχιστεί η εξερεύνηση και αξιοποίηση των εν λόγω έργων από την ΕΛΣ!