Στο Wigmore Hall, στις 11/12, ακούσαμε το ρεσιτάλ του Βρετανού πιανίστα Tim Horton, στο πλαίσιο προσωπικού κύκλου τριών βραδιών που ξεδιπλώνονται κατά την τρέχουσα καλλιτεχνική περίοδο. Το πρόγραμμά τους συνδυάζει έργα του Frédéric Chopin (1810-1849), με έργα άλλων συνθετών που είτε επηρέασαν τον τελευταίο είτε δέχθηκαν επιρροή από εκείνον.
Πιο συγκεκριμένα, κατά τη βραδιά που παρακολουθήσαμε, ο Horton ερμήνευσε στο εναρκτήριο μέρος, πλήρες το δεύτερο βιβλίο από τα Πρελούδια του Claude Debussy (1862-1918), ενώ κατά τη διάρκεια του δευτέρου μέρους, τα 24 Πρελούδια, Op. 28, του Chopin.
Είναι γνωστός ο θαυμασμός που έτρεφε ο Debussy για τη μουσική του Chopin, την οποία είχε μελετήσει σε βάθος έχοντας επιπλέον ασχοληθεί με την κριτική έκδοση έργων του για λογαριασμό του εκδοτικού οίκου Durand’s Édition Classique. Ακόμη, η πρώτη του δασκάλα στο πιάνο, Antoinette-Flore Mauté (το γένος Chariat, 1823-1883), φέρεται να είχε λάβει μαθήματα από τον ίδιον τον Chopin. Ο Horton ερμήνευε τα έργα των δύο τιμώμενων συνθετών με ιδιάζουσα ηχοχρωματική αίσθηση, έξυπνη χρήση των pédales, εύπλαστους σχηματισμούς φράσεων, ρυθμική εγρήγορση και προσοχή στα υφολογικά ζητούμενα, πετυχαίνοντας να φωτίσει, με κάθε ευκαιρία, τις ιδιαίτερες μουσικο-αισθητικές σχέσεις. Εκτός προγράμματος χάρισε, γοητευτικά παιγμένη, τη Σπουδή, Op. 25, αρ. 1, του Chopin.
Και ολοκληρώνουμε τον κριτικό σχολιασμό των πρόσφατων ακροάσεών μας στην αγαπημένη βρετανική πρωτεύουσα με τη συναυλιακή εκτέλεση της σπανίως παρουσιασμένης όπερας La Rondine (ελλ. Το Χελιδόνι) του Giacomo Puccini (1858-1924), σε libretto του Guiseppe Adami (1878-1946), ανεβασμένης για πρώτη φορά στις 27/1/1917, στο Monte Carlo και συγκεκριμένο στο επιβλητικό Grand Théâtre de Monte Carlo. Σημειώνουμε ότι μετά την πρεμιέρα και κατά τα επόμενα χρόνια, για παρουσιάσεις σε άλλες χώρες, ο συνθέτης προχώρησε σε αναθεωρήσεις της αρχικής παρτιτούρας, η οποία διασώζεται σε τρεις εκδοχές, με πρώτη εκείνη του έτους της πρεμιέρας, δεύτερη εκείνη του 1920 και τελευταία εκείνη του 1921. Η πλέον πρόσφατη κριτική έκδοση (2023), που κυκλοφορεί από τον εκδοτικό οίκο Ricordi, βασίζεται στην αρχική εκδοχή, τη μόνη που επέτρεψε ο συνθέτης να δημοσιευθεί και η οποία είθισται να παρουσιάζεται με την προσθήκη -στην πρώτη πράξη- της άριας του Ruggero, Parigi! È la città dei desideri, που προέρχεται από τη δεύτερη εκδοχή. Η εν λόγω έκδοση Ricordi περιλαμβάνει παραρτήματα που περιέχουν υλικό από τις υπόλοιπες εκδοχές.
Κάνοντας ένα σύντομο flashback, αναφέρουμε ότι το 1913 ο Puccini είχε δεχθεί από τους υπεύθυνους του Carltheater[1] της Βιέννης παραγγελία να συνθέσει μία βιενέζικη οπερέτα ή, όπως ο ίδιος επιθυμούσε, μία κωμική όπερα. Το έργο, που ολοκληρώθηκε μερικά χρόνια αργότερα, το 1916, χαρακτηρίζεται από ατμόσφαιρα απροκάλυπτης γοητείας και νοσταλγικής διάθεσης, όπως και στιγμές χαράς που εναλλάσσονται με άλλες μελαγχολικές. Τελικά, επικρατούν η χαρακτηριστική μελαγχολία και εν μέρει η αγωνία, γνωστή από άλλα μελοδράματα του συνθέτη, όπως επιβεβαιώνει το τέλος του έργου, στο οποίο θα αναφερθούμε αργότερα.
Επικεφαλής των μουσικών δυνάμεων κατά την πρόσφατη παρουσίαση υπήρξε ο Sir Antonio Pappano, ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους αρχιμουσικούς, με απροκάλυπτη αγάπη και γνώση για το είδος της όπερας. Στη διάθεσή του είχε την θεσπέσια London Symphony Orchestra (LSO), τη θέση του βασικού αρχιμουσικού της οποίας κατέχει από τον περασμένο Σεπτέμβριο, έχοντας ολοκληρώσει μόλις το περασμένο έτος την άκρως επιτυχημένη θητεία του ως μουσικός διευθυντής της Βασιλικής Όπερας το Λονδίνου (2002-2024).[2] Ευτυχώς, η συνεργασία του με το περίφημο λυρικό θέατρο, συνεχίζεται για συγκεκριμένες παραγωγές.[3]
Ο Puccini, από τον θάνατο του οποίου στις 29 Νοεμβρίου 2024 συμπληρώθηκαν ακριβώς εκατό χρόνια, συγκαταλέγεται στους συνθέτες που βρίσκονται πολύ κοντά στην καρδιά του Pappanο. Ειδικότερα όσον αφορά στην Rondine, πολλοί αναγνώστες θα θυμούνται την επιτυχημένη ηχογράφησή του, που κυκλοφόρησε τη μακρινή εκείνη άνοιξη του 1997, πάλι με τη Συμφωνική Ορχήστρα του Λονδίνου και με μία διανομή πολλών καρατίων, στην κεφαλή της οποίας βρίσκουμε τα ονόματα της υψίφωνου Angela Gheorghiu και του τότε συζύγου της, Γάλλου τενόρου Roberto Alagna (Virgin Classics, 6407482).
Κατά την πρόσφατη εκτέλεση που παρακολουθήσαμε, ο ενθουσιώδης Pappano κατέχοντας και φωτίζοντας πάμπολλες λεπτομέρειες της παρτιτούρας, πέτυχε να εκμαιεύσει από τους τραγουδιστές την ορχήστρα και τη χορωδία, τον καλύτερο τους εαυτό. Τους προέτρεψε να αναδείξουν τη μεθυστική γοητεία, την πλούσια μελωδικότητα, τους χορευτικούς ρυθμούς, την αρμονική επινοητικότητα και την υποδειγματική ενορχήστρωση της παρτιτούρας. Η υψηλής ενέργειας ανάγνωσή του υπήρξε συναρπαστική από το πρώτο μέχρι και το τελευταίο μουσικό μέτρο. Επίσης, ο άμεσος τρόπος με τον οποίον προέτρεπε τους τραγουδιστές και την ορχήστρα να σχηματίσουν τις εκτενείς λυρικές φράσεις του Puccini, κρίθηκε όντως υποδειγματικός.
Τον ψυχολογικά περίπλοκο ρόλο της Magda, εταίρας της υψηλής παρισινής κοινωνίας και ερωμένης του εύπορου προστάτη της, Rambaldo Fernandez, η οποία λαχταρά να βρει τον πραγματικό έρωτα στη ζωή της, κράτησε η Carolina López Moreno, ταχύτατα ανερχόμενη Βολιβιανή-Αλβανίδα υψίφωνος, η οποία αντικατέστησε τη διάσημη ομότεχνή της, Αμερικανίδα Nadine Sierra, που αποσύρθηκε λόγω ασθενείας. Ουδέν κακόν αμιγές καλού· η López Moreno υπήρξε πραγματική αποκάλυψη με ιδιαίτερης γοητείας και καθαρότητας φωνή, εύπλαστη και έτοιμη να κερδίσει το κοινό της κάθε στιγμή, όπως λ.χ. διαπιστώσαμε κατά την ερμηνεία της λατρεμένης άριας Chi il bel sogno di Doretta, που ακούγεται στην πρώτη πράξη. Στα μέρη του υπέροχου ρόλου της Magda, η ίδια άφησε ελεύθερη την εκφραστική της ακτινοβολία, που ήταν σε στιγμές απολύτως αισθησιακή και θελκτική.
Στο πλάι της, ο Αμερικανός τενόρος Michael Fabiano ως Ruggero, στο πρόσωπο του οποίου η ηρωίδα μας ανακαλύπτει τον έρωτα, τραγούδησε με ψυχή και εσωτερική ένταση. Μία από τις συναισθηματικά φορτισμένες στιγμές σημειώθηκε κατά το μεταξύ τους ερωτικό ντουέτο της δεύτερη πράξης, Nella dolce carezza. Στην τρίτη και τελευταία πράξη, κατά την οποία η Magda αποκαλύπτει στον Ruggero το παρελθόν της, το οποίο είχε κρατήσει κρυφό μέχρι τότε, και είναι έτοιμη να τον εγκαταλείψει προκειμένου να επιστρέψει στον Rambaldo, την ώρα που ο Ruggero μάταια την παρακαλεί να μην το πράξει, οι δύο λυρικοί καλλιτέχνες προκάλεσαν με γνήσια εκφραστικά μέσα τη συγκίνηση του κοινού.
Στους ρόλους του ποιητή Prunier και της Lisette, υπηρέτριας της Magda, την οποία φλερτάρει ο πρώτος, οι Paul Appleby, Αμερικανός τενόρος, και Serena Gamberoni, Ιταλίδα σοπράνο, πρόσφεραν χάρη και, σε στιγμές, χαμόγελα, τραγουδώντας με γούστο.
Οι υπόλοιποι ρόλοι, καίτοι βοηθητικοί, δίχως εξαίρεση καλύφθηκαν από πρώτης τάξης τραγουδιστές· σε αυτούς απολαύσαμε τους Ashley Riches (Rambaldo), Sarah Dufrensne (Yvette/Giorgette), Angelina Schisano (Bianca/Gabrielle), Marvic Monreal (Suzy/Lolette), Hector Bloggs (Crebillon), Tom McGowan (Perichaud) και Sang Eup Son (Gobin).
Μολονότι όπως προαναφέρθηκε δεν υπήρχαν σκηνικά και κοστούμια, οι τραγουδιστές φρόντισαν να κινηθούν με ευστοχία, αλλά και όπου χρειαζόταν, με υπαινικτική διακριτικότητα, δίνοντας πνοή στην πλοκή της όπερας.
Ο μεγαλειώδης ήχος της Συμφωνικής Ορχήστρας του Λονδίνου και εκείνος ο μεστός της πολυμελούς Συμφωνικής Χορωδίας του Λονδίνου, θέρμαναν τις καρδιές μας.
Κατά τη διάρκεια του παρατεταμένου όσο και ηχηρού χειροκροτήματος με το οποίο σφραγίστηκε η βραδιά και το οποίο προφανώς δεν απευθυνόταν μόνο στους συντελεστές αλλά και στο ίδιο το έργο, αναλογιζόμασταν πόσο εύστοχο θα ήταν παράλληλα με τον προγραμματισμό των συμφωνικών έργων, ο Pappano και η LSO μελλοντικά να παρουσιάσουν σε συναυλιακή μορφή κι άλλες ελάχιστα παιγμένες όπερες όπως ήταν η Rondine. Για παράδειγμα, η μάλλον άγνωστη στο ευρύ κοινό όπερα με τίτλο Edgar, πάλι του Puccini, ασφαλώς θα είχε να κερδίσει από μία νεότερη αναβίωση και ανάδειξη των μουσικών αρετών της…[4]
Υποσημειώσεις
[1] Το Carltheater λειτούργησε για πρώτη φορά το 1847, ενώ το 1944 καταστράφηκε σχεδόν ολοσχερώς από τους βομβαρδισμούς. Σήμερα, στην τοποθεσία όπου βρισκόταν, συναντάμε το Galaxy Tower, ένα από τα ψηλότερα κτήρια της Βιέννης.
[2] Από την έναρξη της καλλιτεχνικής περιόδου 2024-2025, η ονομασία του περίφημου λυρικού θεάτρου αλλάζει: από Royal Opera House (ελλ. Βασιλική Όπερα), γίνεται Royal Ballet and Opera (ελλ. Βασιλικό Μπαλέτο και Όπερα).
[3] Ήδη βρίσκεται σε εξέλιξη η νέα παραγωγή πλήρους του Δαχτυλιδιού του Niebelung (γερμ. Der Ring des Nibelungen, WWV 86) του Richard Wagner (1813-1883).
[4] Η τετράπρακτη όπερα με τίτλο Edgar του Puccini γράφτηκε το 1888, έλαβε την παγκόσμια πρώτη της παρουσίαση στις 21/4/1889, στη Scala (Teatro alla Scala) του Μιλάνου, χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία, γεγονός που οδήγησε τον συνθέτη σε αναθεωρήσεις και επεξεργασίες της παρτιτούρας, που διήρκησαν μέχρι το 1905. Μολονότι το libretto έχει επικριθεί από πολλές πλευρές, το μουσικό μέρος περιέχει μουσικούς θησαυρούς και πολλές από τις γνωστές ποιότητες που συναντάμε στα επόμενα έργα του μουσουργού.