Την ακροτελεύτια και ημιτελή αριστουργηματική όπερα (πιο συγκεκριμένα, φανταστική όπερα, γαλλ. opéra fantastique) με τίτλο Τα Παραμύθια του Hoffmann (γαλλ. Les contes d’Hoffmann) του μεγαλοφυούς Γερμανού συνθέτη και βιολοντσελίστα Jacques Offenbach (1819-1880), του «Mozart των Ηλυσίων Πεδίων», όπως τον είχε ονομάσει ο Gioacchino Rossini (1792-1868), ο οποίος έζησε και θριάμβευσε στο Παρίσι χαρίζοντας σειρά έξοχων κωμικών οπερών, παρακολουθήσαμε από Βασιλική Όπερα του Λονδίνου, στις 25/11/2024. Επρόκειτο για την 161η φορά που το έργο λάμπρυνε τη σκηνή του περίφημου λυρικού θεάτρου. Το ανέβασμα που εκτιμήσαμε υπήρξε συμπαραγωγή του βρετανικού λυρικού θεάτρου με την Όπερα της Αυστραλίας, την Εθνική Όπερα της Lyon (Opéra National de Lyon) και του Ιδρύματος της Όπερας La Fenice της Φλωρεντίας (Fondazione Teatro La Fenice di Venezia).
Ο σκηνοθέτης Damiano Michieletto απέδωσε το έργο με την απαιτούμενη φαντασία, το κέφι, το χιούμορ, το δράμα, αλλά και το χιούμορ, εκεί που χρειαζόταν. Ας μην λησμονούμε ότι μολονότι ο συνθέτης ολοκληρώνει τη σταδιοδρομία του με ένα δραματικό έργο, υπήρξε σε όλη του τη ζωή εκείνος που φώτισε τη σκηνή με τις σπινθηροβόλες κωμικές του όπερες, οι οποίες, με τη σειρά του, συχνά εμπεριέχουν, ενίοτε διάσπαρτα, συναισθήματα μελαγχολικά. Τα σκηνικά του Paolo Fantin, τα κοστούμια της Carla Teti, οι φωτισμοί του Alessandro Cartelli και οι χορογραφίες της Chiara Vecchi έδιναν έναν εκσυγχρονισμένο, πολύχρωμο και εκρηκτικής ενέργειας τόνο στην παραγωγή. Η πρώτη πράξη του έργου, που περιγράφει των έρωτα του ποιητή Hoffmann για την κούκλα Olympia, τοποθετήθηκε από τον Michieletto σε αίθουσα σχολείου, γεγονός που υπογράμμισε με νόημα τη σαρκαστική και συχνά φαιδρή πλευρά του εν λόγω μέρους. Τα παιδιά εμφανίζονταν και σε στιγμές των υπολοίπων πράξεων, ενώ παρακολουθούμε τον εν λόγω ήρωα, πάντα σύμφωνα με τη σκηνοθετική άποψη, να μεγαλώνει ηλικιακά από πράξη σε πράξη.
Ως Hoffmann έλαμψε ο διάσημος Περουβιανός τενόρος Juan Diego Flórez, του οποίου η εύπλαστη λυρική φωνή και η κίνηση ταίριαζαν γάντι στα ζητούμενα του ερμηνευτικά εύφορου ρόλου. Επιπλέον, οι πεντακάθαρες και τονικά ακριβείς του νότες της υψηλής φωνητικής περιοχής, το χαρακτηριστικό του ηχόχρωμα και η ευαισθησία με την οποία λάξευε κάθε φράση, κέρδιζαν την προσοχή μας.
Δίπλα του, τους ρόλους των τριών κεντρικών ηρωίδων κράτησαν οι Olga Pudova (Olympia), Ermonela Jaho (Antonia) και Marina Costa-Jackson. Ειδικότερα, ξεχώρισαν οι έξοχες κολορατούρες της πρώτης, που καθήλωσαν κατά τη δεξιοτεχνική της άρια Les oiseaux dans la charmille, με μία tessitura που φθάνει σε δυσθεώρητα ύψη, χαρίζοντάς της ένα δικαιολογημένα ενθουσιώδες όσο και παρατεταμένο χειροκρότημα από το κοινό, η συναισθηματική ένταση της δεύτερης, που αντιμετώπισε με συγκινησιακή φόρτιση μία από τις πλέον τραγικές ηρωίδες του οπερατικού ρεπερτορίου ή οποία οδηγείται στο τέλος της μέσω της αγάπης της για το τραγούδι, όπως και η φωνητική πληρότητα της τρίτης, που επενδυμένη με γοητευτική εκφραστικότητα διακρίθηκε κατά την κοσμαγάπητη όσο και αισθησιακή Βαρκαρόλα (ντουέτο), Belle nuit, ô nuit d’amour (Όμορφη νύχτα, ω νύχτα του έρωτα), που ερμήνευσε με την εξίσου ταλαντούχα Julie Boulianne (Nicklausse).
Τους ρόλους των τεσσάρων μοχθηρών ηρώων Lindorf, Coppélius, Dr Miracle και Dappertuto κράτησε με απολαυστικό μουσικοθεατρικό οίστρο και επιβλητική φωνή ο Alex Esposito. Ο Ιταλός μπασοβαρύτονος, που έχει θριαμβεύσει σε ένα ευρύτατο ρεπερτόριο συνθετών διαφορετικών εποχών, όπως λ.χ. του Wolfgang Amadeus Mozart (1756-1791), των μεγάλων Δασκάλων του belcanto, αλλά και συνθετών του 20ού αιώνα ανάμεσα στους οποίος βρίσκονται οι Igor Stravinsky (1882-1971) και Benjamin Britten (1913-1976), πρόσφερε ένταση στους ήρωές του, εύστοχα και με κύρος φωτίζοντας τα ιδιαίτερα στοιχεία καθενός.
Στους υπόλοιπους ρόλους διακρίθηκαν οι Vincent Ordonneau (Spalanzani), Christine Rice (Μούσα του ποιητή/Φωνή της μητέρας της Antonia), Maria Leon (Stella/Σύζυγος/Νοσοκόμα), Christophe Mortagne (Andrès/Cochenille/Frantz/Pitichinaccio), Jeremy White (Luther), Ryan Vaughan Davies (Nathanael) και Grisha Martirosyan (Hermann/Schlemil). Ιδίως ο Γάλλος τενόρος Mortangne υπήρξε απολαυστικά αστείος κατά την ερμηνεία του τραγουδιού με τις κοφτές συλλαβές, Jour et nuit je me mets en quatre, που ερμηνεύει ο κουφός υπηρέτης Frantz.
O Ιταλός αρχιμουσικός Antonello Manacorda, γνωστός στο ευρύτερο κοινό από την ποιοτική δισκογραφική του εργασία για λογαριασμό της δισκογραφικής Sony Classical, καθοδήγησε τους τραγουδιστές, την πάντα υψηλής κλάσης ορχήστρα και την εύηχη χορωδία, με περίσσεια προσοχή, αναδεικνύοντας την υπέροχη μελωδική γραφή, το ρυθμικό σφρίγος και τη δραματική ένταση της παρτιτούρας (σημειώνουμε ότι για την εν λόγω παρουσίαση επελέγη η εκδοχή των εκδόσεων Alkor, Alkor-Edition, Kassel).
Προχωρώντας, στις 26/12, βιώσαμε μία από εκείνες τις μουσικές στιγμές που λόγω του μουσουργού, του έργου, του χώρου, αλλά προφανώς και της εκτέλεσης, μας προκάλεσαν βαθιά συγκίνηση. Στο Αββαείο του Westminster (Westminster Abbey), ακούσαμε το αθάνατο Ορατόριο Μεσσίας (αγγλ. Messiah, ΗWV 56) του George Frideric Handel (1695-1759). Στον επιβλητικό ναό, μέσα στον οποίον από το 1066 πραγματοποιούνται οι μεγάλες τελετές των βρετανών μοναρχών και στον οποίον είναι θαμμένα πολλά από τα σπουδαιότερα πνεύματα της ανθρωπότητας (λ.χ. Geoffrey Chaucer, Isaac Newton, Charles Darwin, Laurence Olivier και Stephen Hawking), μεταξύ των οποίων και πολλοί μουσουργοί με πρώτον τον Handel, αλλά και τους σημαντικούς Muzio Clementi (1752-1832) και William Sterndale Bennett (1816-1875), λάβαμε μία υψηλής έμπνευσης εκτέλεση. Πιο συγκεκριμένα, οι Anna Dennis, υψίφωνος, Jonathan Brown, βαρύτονος, και τα επίλεκτα μέλη της Χορωδίας του Αβαείου, Tristram Cooke, κόντρα τενόρος, και Simon Wall, τενόρος, η Χορωδία του Αβαείου του Westminster και η Ακαδημία Παλαιάς Μουσικής (Academy of Ancient Music, ονομαστό όσο και πολυηχογραφημένο σύνολο που είχε ιδρύσει το 1973 ο αξέχαστος αρχιμουσικός, τσεμπαλίστας και μουσικολόγος Christopher Hogwood, 1941-2014), υπό τη διεύθυνση του Andrew Nethsingha, προσέγγισαν τα μέρη τους με την απαιτούμενη προσοχή στην έκφραση και στο κείμενο. Ειδικότερα, η ανώτερη χαιντελική έμπνευση, η υποδειγματική αντιστιτική γραφή αλλά και η άρτια δουλεμένη αρμονική γραφή, όπως και το δραματικό, ενίοτε οπερατικής ισχύος, στοιχείο της παρτιτούρας, φωτίστηκαν με ιδιαιτερότητα και γνώση. Ας μας επιτραπεί να ξεχωρίσουμε τη συνεισφορά της υψιφώνου Dennis, που κατά το παρελθόν έχει συνεργαστεί με αρχιμουσικούς όπως οι John Eliot Gardiner, Paul McCreesh και Johathan Cohen, η οποία διακρίθηκε στις άριές της μέσω τόσο της πηγαίας και υφολογικά εύστοχης έκφρασής της όσο και της τονικής καθαρότητάς της.
Δύο μέρες αργότερα, στις 28/11, στο Wigmore Hall, υπέροχης ακουστικής αίθουσα ιδανική για βραδιές μουσικής δωματίου και ρεσιτάλ, παρακολουθήσαμε συναυλία του ιδρυμένου το 1994 Tetzlaff Quartet, αποτελούμενο από τον διάσημο βιολονίστα και ιδρυτή του συνόλου Christian Tetzlaff, α΄βιολί, Elisabeth Kufferath, β΄ βιολί, Hanna Weinmeister, βιόλα, και Tanja Tetzlaff, βιολοντσέλο. Αλλάζοντας τη συνηθισμένη διάταξη και καθισμένοι (από αριστερά στα δεξιά) α’ βιολί, βιολοντσέλο, βιόλα, β΄ βιολί, οι τέσσερις μουσικοί πρότειναν κατά το πρώτο μέρος, μία ερμηνεία εύφορη, υψηλής μουσικής ακρίβειας και υφολογικής πιστότητας, του Κουαρτέτου εγχόρδου αρ. 14, Op. 131, ολοκληρωμένο το 1826 από τον Ludwig van Beethoven (1770-1827). Η καινοτόμα σκέψη του μουσουργού, ασφαλώς προφητική, με τις πολλές νέες ιδέες όσον αφορά στη δομή και στη θεματική ανάπτυξη, την τολμηρή αρμονία (ενίοτε, διάφωνη) και την ξεχωριστή αντίστιξη, όπως και η συναισθηματικά φορτισμένη έκφραση του έργου, ευτύχησαν στα χέρια του συνόλου. Το δεύτερο μέρος της συναυλίας άνοιξε με το Κουαρτέτο εγχόρδων αρ. 2, Choralquartett, του σύγχρονου Γερμανού συνθέτη, κλαρινετίστα και διευθυντή ορχήστρας Jörg Widmann (γ. 1973). Το έργο, γραμμένο το 2003 και αναθεωρημένο το 2006, αποτελείται από ένα αργό μέρος, του οποίου τα ηχητικά εφέ και οι ψυχογραφικές εντάσεις εκτελέστηκαν από τους μουσικούς με ενδιαφέρον και προσοχή στις ενδείξεις της παρτιτούρας. Η συναυλία έκλεισε με το Κουαρτέτο Op. 51, αρ. 2, του Johannes Brahms (1833-1897), έργο που έδωσε την ευκαιρία στο σύνολο να εξερευνήσει τη μπετοβενικής στιβαρότητας δομή, αλλά και να υπογραμμίσει το ρυθμικό σφρίγος, την εκφραστική θέρμη, τον λυρισμό, την περίτεχνη υφή και πρωτίστως τον μελωδικό πλούτο της γραφής. Τα tempi που επέλεξε ήταν καλά ζυγισμένα και εξυπηρετούσαν τη σωστή ροή των μερών του έργου.