Η νεοσύστατη «Ένωση Συνθετών από τη Χίο, τις Οινούσσες και τα Ψαρά» πραγματοποίησε την ιδρυτική συναυλία με έργα συνθετών – μελών της στις 8 Νοεμβρίου 2024, στην αίθουσα Γιάννης Μαρίνος του Συλλόγου Οι Φίλοι της Μουσικής στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών. φιλανθρωπικούς σκοπούς. Αξίζει να αναφερθεί ότι «το λογότυπο του φορέα αναπαριστά την αρχαιότερη, ίσως, πέτρινη άγκυρα που βρέθηκε από ανασκαφές στο Αιγαίο Πέλαγος με τη σκαλιστή επιγραφή «ΜΕ ΚΙΝΕ ΤΟΔΕ», που σε ελεύθερη μετάφραση σημαίνει «Μην το κουνήσεις», μια παράκληση προς τον άνεμο ή τον θεό Αίολο», όπως επισημαίνεται στο Δελτίο Τύπου. Της συναυλίας προηγήθηκαν χαιρετισμοί επισήμων, καθώς και η παρουσίαση ερευνητικών πορισμάτων του ακάματου ερευνητή της ελληνικής μουσικής Θωμά Ταμβάκου (και ιδρυτής/κάτοχος του Αρχείου Ελληνικής Μουσικής Θωμά Ταμβάκου), ο οποίος έχει εντοπίσει πλέον των 130 μουσουργών και μελουργών με καταγωγή από τα τρία νησιά από τον 15ο αιώνα και εντεύθεν.
Η συναυλία περιελάμβανε έργα της Σταματίας Χωρεψιμά («Το όνειρο», Ο χορός των Ναϊάδων), του Μιχαήλ Κεφάλα («Σιωπή», «Την Πάσαν Ελπίδα μου»), του Γιώργη Λαιμού (Rejuvenation, Aphrodirte’s melody), του Κωνσταντίνου Κομνηνάρη (Παραλλαγές στα πρωτοχρονιάτικα κάλαντα Οινουσσών και Ραψωδία στον γαμπρικό), της Ηλέκτρας Περιβολάρη (“Isola”, Η Δενδροειδής Σπείρα του Χρόνου), του Λευτέρη Βενιάδη («Φουέντε Οβεχούνα», «Εφτά αμαρτωλά τραγούδια» op. 61) και του Δημήτρη Μούσουρα (Μόνα). Ερμήνευσαν ο Βασίλης Καλφάκης (ηθοποιός), ο Μάρκος Κωστής (πιάνο), η Χάρις Λούπα (υψίφωνος), ο Αστέριος Πούφτης (βιολοντσέλο), η Αμαλία Τάτση (πιάνο), Κωνσταντίνος Τουλούπας (πιάνο), ο Ανδρέας Χανιώτης (βιολί) και το 18μελές φωνητικό σύνολο «Πλειάδες».
Αξίζει να υπογραμμιστεί το ιδιαίτερα φροντισμένο πρόγραμμα της εκδήλωσης, η διασπορά του προγράμματος σε διάφορους συνδυασμούς οργάνων και φωνής, η αντιπροσώπευση και των δύο φύλων. Κοινό στοιχείο των έργων η διάθεσή τους να επικοινωνήσουν το κοινό, άλλοτε χτίζοντας πάνω στην αμεσότητα της μελωδικής γραμμής και την ευληπτότητα της φόρμας (Χωρεψιμά, Κεφάλας, Λαιμός, Κομνηνάρης, Βενιάδης), και άλλοτε πάνω στην επεξεργασία, την αναζήτηση του διαφορετικού, τη μερική εσωστρέφεια (Περιβολάρη, Μούσουρας). Εν συνόλω το πρόγραμμα παρουσίαζε συνοχή και ισορροπία.
Η δράση κατά τα τελευταία έτη ενώσεων συνθετών κοινής καταγωγής –με έτερο πρόσφατο παράδειγμα τους Σύγχρονους Επτανήσιους Συνθέτες– δεν εκτιμώ ότι εκφράζει εν τέλει τοπικιστική νοοτροπία. Η μουσική γλώσσα των παρουσιασθέντων έργων –εκτός από την αξιοποίηση παραδοσιακών μελωδιών στο έργο του Κωνσταντίνου Κομνηνάρη– δεν αφορμούσε από τον μουσικό πολιτισμό μιας συγκεκριμένης γεωγραφικά περιοχής. Η γλώσσα των έργων, τα οποία αποτελούσαν όλα πρόσφατες συνθέσεις, βρίσκεται εντός του μεταμοντερνισμού, ο οποίος έχει ξεκινήσει ήδη από τη δεκαετία του 1980 και πορεύεται ακόμη. Εκτιμώ ότι το καλλιτεχνικό αυτό εγχείρημα, εδράστηκε σε ένα κοινό σημείο αναφοράς –εν προκειμένω τον τόπο καταγωγής– ώστε να συνενώσει δημιουργούς και να κινητοποιήσει ερμηνευτές, ώστε να βρει την πολυπόθητη δίοδο επικοινωνίας προς το κοινό. Κατά συνέπεια τέτοιου είδους πρωτοβουλίες, οφείλουν να ερμηνεύονται ως προσπάθειες της έντεχνης ελληνικής μουσικής να είναι παρούσα στη σύγχρονη πολιτιστική πραγματικότητα. Είναι αλήθεια ότι συχνά οι θεσμοθετημένοι φορείς δεν παρέχουν στην έντεχνη ελληνική δημιουργία βήμα έκφρασης ανάλογο με αυτό του καθιερωμένου δυτικού ρεπερτορίου. Αυτή την έλλειψη έρχονται να καλύψουν, μέσω δόκιμων συμπράξεων, εκδηλώσεις όπως της Ένωσης Συνθετών από τη Χίο, τις Οινούσσες και τα Ψαρά.