Η παρουσίαση της έκδοσης των απάντων του Γεωργίου Αξιώτη από τη Φιλαρμόνια Ορχήστρα Αθηνών σε ένα επετειακό έτος που τους ενώνει (100 χρόνια από τον θάνατο του συνθέτη – 8 χρόνια από την ίδρυση της ορχήστρας)

Ο Γεώργιος Αγραφιώτης το 1910. Διάθεση φωτογραφίας: Φιλαρμόνια Ορχήστρα Αθηνών
Ο Γεώργιος Αξιώτης το 1910. Διάθεση φωτογραφίας: Φιλαρμόνια Ορχήστρα Αθηνών

Υπάρχει ένα σημαντικό κενό στην ιστορία της ελληνικής έντεχνης μουσικής όσον αφορά τη δυνατότητα διάχυσης του συνολικού έργου αρκετών Ελλήνων συνθετών, οι οποίοι, ενώ είχαν αφήσει κάποτε το στίγμα τους στα ελληνικά μουσικά πεπραγμένα, κατέληξαν ξεχασμένοι στο πέρασμα του χρόνου. Το κενό αυτό φαίνεται πως φιλοδοξεί να καλύψει ο μουσικός φορέας της Φιλαρμόνιας Ορχήστρας Αθηνών, ο οποίος αν και σχετικά νεοσύστατος –η ίδρυσή του έγινε το 2016–, έχει πετύχει να φέρει στο προσκήνιο αρκετές άγνωστες ή παραγκωνισμένες πτυχές της νεοελληνικής έντεχνης μουσικής. Πρόκειται για μία ορχήστρα, η οποία –όπως διακηρύσσει και στην ιστοσελίδα της– δημιουργήθηκε με αυτόν ακριβώς τον σκοπό, βάσει του οποίου συνεχίζει να πορεύεται, καθοδηγούμενη πάντα από τα σημαντικά ευρήματα, που ανακύπτουν από τη μουσικολογική έρευνα των ελληνικών πανεπιστημίων. Ως εγγυητές αυτής της προσπάθειας λειτουργούν δύο μεγάλα ονόματα στον χώρο της μουσικολογίας και μουσικής εκτέλεσης: ο πρόεδρος της ορχήστρας Νικόλαος Μαλιάρας (εν ενεργεία ακαδημαϊκός στο Τμήμα Μουσικών Σπουδών του Εθνικού και Καποδιστρικού Πανεπιστημίου Αθηνών και ιδρυτής-διευθυντής του Εργαστηρίου Μελέτης της Ελληνικής Μουσικής) και ο καλλιτεχνικός διευθυντής της Βύρων Φιδετζής (φημισμένος αρχιμουσικός, γνωστός για τη σημαντική δράση και έρευνά του προς την ανάδειξη της ελληνικής έντεχνης μουσικής).

Η Φιλαρμόνια Ορχήστρα, λοιπόν, με στόχο ακριβώς αυτή τη διάχυση του έργου των Ελλήνων συνθετών, επεκτάθηκε πρόσφατα στον κόσμο των εκδόσεων, κάνοντας αρχή αποφασιστικά και –ευτυχώς– αντισυμβατικά με έναν άκρως παραγκωνισμένο Έλληνα συνθέτη: τον Γεώργιο Αξιώτη (1875-1924).

Ο Γεώργιος Αξιώτης αποτελεί μία ενδιαφέρουσα περίπτωση Έλληνα συνθέτη, ο οποίος έπεσε θύμα των περιστάσεων της ελληνικής μουσικής πραγματικότητας της εποχής του. Πιο γνωστός μάλλον για τη σφοδρή πολεμική που ανέπτυξε μαζί με τον Γεώργιο Λαμπελέτ κατά του απότομου “εκγερμανισμού” της εκπαίδευσης στο Ωδείο Αθηνών επί Γεωργίου Νάζου, ο Γεώργιος Αξιώτης δημιούργησε αρκετό “θόρυβο” γύρω από το όνομά του στην Αθήνα των αρχών του 20ού αιώνα. Ο ίδιος πρότεινε μία διδακτική λύση πιο κοντά στην ελληνική πραγματικότητα και τη μεσογειακή της ιδιοσυγκρασία, καθώς και μία σταδιακή εισαγωγή του ελληνικού κοινού στους μεγάλους Γερμανούς διδασκάλους, προκειμένου αυτό να κατανοήσει το έργο τους εις βάθος. Τις απόψεις του προσπάθησε να εφαρμόσει και κατά τη θητεία του ως πρώτος διευθυντής του Ωδείου Πειραιώς. Από αυτή του τη μάχη όμως δεν φαίνεται να βγήκε αλώβητος· έχοντας λάβει συστηματική ιταλική μουσική παιδεία, o συνθέτης κατακρίθηκε από σύγχρονούς του ότι προωθούσε μία παρωχημένη μέθοδο διαπαιδαγώγησης, βασισμένη μάλιστα σε ιταλικά μουσικά πρότυπα (τα οποία για πολλούς φάνταζαν τότε “υποδεέστερα” και εν μέρει “ερασιτεχνικά” σε σχέση με τα αντίστοιχα γερμανικά). Επίσης, ανοίγοντας «μέτωπα» με σημαντικούς μουσικούς φορείς της εποχής, συμπεριλαμβανομένου και του τότε μεγαλύτερου ελληνικού μουσικού ιδρύματος –του Ωδείου Αθηνών– δημιούργησε σοβαρές απέχθειες, οι οποίες λειτούργησαν εις βάρος της εκτέλεσης και διάδοσης των έργων του. Έτσι, πιθανόν απογοητευμένος από τις συνεχείς φιλονικίες με τους συναδέλφους του, αλλά και από την άδοξη παραίτησή του από διευθυντής του Ωδείου Πειραιώς (μεταξύ άλλων και λόγω διοικητικών διαφωνιών), αποφάσισε να αποσυρθεί (ή μάλλον να “αυτοεξοριστεί”) από τη μουσική ζωή των Αθηνών το 1905, μεταβαίνοντας οριστικά στην ιδιαίτερη πατρίδα του, την Μύκονο. Τα έργα του Αξιώτη τελικά έκαναν πρεμιέρα στον ελλαδικό χώρο μόλις το 1923 (!), δηλαδή μόνο έναν χρόνο πριν τον θάνατό του. Το σύνολο του έργου του παρέμεινε απρόσιτο στο ευρύ ελληνικό κοινό (εκδοτικά, άρα και εκτελεστικά) μέχρι σήμερα.

Στις 18/11, λοιπόν, στην αίθουσα «Γιάννης Μαρίνος» του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών, το κοινό είχε την ευκαιρία να παρακολουθήσει μία σημαντική στιγμή του νεοελληνικού μουσικού “γίγνεσθαι”: την παρουσίαση της έκδοσης των απάντων του Γεωργίου Αξιώτη 100 χρόνια μετά τον θάνατό του. Η εκδήλωση έφερε τον τίτλο: «Ένας Έλληνας συνθέτης αποκαλύπτεται: οι συνθέσεις του Γεωργίου Αξιώτη εκδίδονται». Με την παρούσα έκδοση η Φιλαρμόνια Ορχήστρα καθιστά πιο προσιτό στο κοινό και τους μουσικούς το συνθετικό έργο του Αξιώτη και διεκδικεί ιστορικά τα εύσημα της πρώτης έκδοσης, που περιλαμβάνει το σύνολο των –διασωζόμενων έστω– έργων ενός Έλληνα συνθέτη! Η εκδήλωση συνάμα είχε ως αντικείμενο και έναν σφαιρικό απολογισμό της οκτάχρονης πορείας της ορχήστρας, κατά τον οποίον κατέστη πασιφανής η  εντυπωσιακά γρήγορη –ομολογουμένως– ανέλιξή της.

Ένα στιγμιότυπο από την οκτάχρονη πορεία της Φιλαρμόνιας Ορχήστρας Αθηνών. Φωτογραφία: Spyros Katopodis

Την εκδήλωση προσφώνησε ο διευθυντής του συλλόγου «Οι Φίλοι της Μουσικής» Αλέξανδρος Χαρκιολάκης, ο οποίος στάθηκε στην επανειλημμένη και επιτυχημένη συνεργασία του συλλόγου με την Φιλαρμόνια Ορχήστρα. Στη συνέχεια, ο Αντιδήμαρχος Πολιτισμού Μυκόνου Αθανάσιος Αγορογιάννης ως εκπρόσωπος του Δήμου Μυκόνου (βασικού οικονομικού στυλοβάτη του συγκεκριμένου εκδοτικού εγχειρήματος) εξέφρασε την ικανοποίησή του για το ευτυχές αποτέλεσμα των πολύχρονων προσπαθειών ανάδειξης του έργου του σημαντικού γόνου της Μυκόνου Γεωργίου Αξιώτη, επισημαίνοντας την καθοριστική συμβολή του Βύρωνα Φιδετζή και του Νικόλαου Μαλιάρα, οι οποίοι αργότερα πήραν τον λόγο ως βασικοί ομιλητές. Ο Βύρων Φιδετζής εστιάστηκε στην ανάγκη ανάδειξης των Ελλήνων συνθετών, κάνοντας αυτοβιογραφικές αναφορές σε μία ελληνική πραγματικότητα (των δεκαετιών του ’50 και του ‘60) με σοβαρές ακόμα ελλείψεις, τόσο στον χώρο της βιβλιογραφίας, όσο και στον χώρο της δισκογραφίας. Ο ομιλητής αναφέρθηκε ακολούθως στις μετέπειτα πολύχρονες προσπάθειές του για τη συστηματοποίηση της έρευνας, την παρουσίαση και τη δισκογράφηση των ελληνικών μουσικών δημιουργιών. Επίσης, κατά τη διάρκεια της ομιλίας του τόνισε μεταξύ άλλων τον χρηστικό και όχι κριτικό χαρακτήρα της συγκεκριμένης έκδοσης, λόγω της ανοιχτής πάντα πιθανότητας εύρεσης νέου υλικού και πηγών. Κλείνοντας, έγινε μνεία στο σύνολο των συντελεστών της έκδοσης, μεταξύ των οποίων αναφέρθηκαν και οι μουσικολόγοι και ερμηνευτές Ιωάννης Μπελώνης και Απόστολος Παληός, οι οποίοι ενεπλάκησαν με κείμενά τους. Στη συνέχεια πήρε τον λόγο ο Νικόλαος Μαλιάρας, ο οποίος επικέντρωσε την ομιλία του στον σκοπό ίδρυσης της Φιλαρμόνιας Ορχήστρας Αθηνών ως φορέα προώθησης της ελληνικής έντεχνης μουσικής (και όχι μόνο), προχωρώντας έπειτα σε έναν συνοπτικό απολογισμό της δράσης της κατά τη διάρκεια της οκταετούς πορείας της. Επίσης, με αφετηρία την παρούσα έκδοση έγινε αναφορά και στο συνολικό τρέχον εκδοτικό πρόγραμμα της ορχήστρας, το οποίο προέκυψε από τη συσσώρευση υλικού Ελλήνων συνθετών κατά τη διάρκεια της δράσης της. Η προηγούμενη αναφορά κατέστησε φανερή και την ανάγκη στήριξης της Φιλαρμόνιας με όλα τα μέσα, καθώς από την ομιλία του Νικόλαου Μαλιάρα έγινε σαφές ότι το –πραγματικά αξιόλογο– έργο της οκτάχρονης πορείας της στηρίχθηκε οικονομικά μόνο στις δυνάμεις της ίδιας ή σε συνεργασίες με επιμέρους κρατικούς, αυτοδιοικούμενους και ιδιωτικούς φορείς. Το κοινό επίσης ενημερώθηκε για την πρόθεση της Φιλαρμόνιας να προσφέρει δωρεάν την έκδοση των παρτιτούρων του Αξιώτη σε όλες τις κρατικές ορχήστρες (μία πρόθεση, που επεκτείνεται και σε όλες τις επικείμενες εκδόσεις της ορχήστρας). Η συγκεκριμένη πρωτοβουλία όντως τιμά ιδιαίτερα τους ιθύνοντες της Φιλαρμόνιας και η ανακοίνωσή της έτυχε της θερμής επιδοκιμασίας του κοινού. Επίσης, ανακοινώθηκαν τα δύο κυριότερα εκτελεστικά εγχειρήματα που προετοιμάζει η Φιλαρμόνια για το νέο έτος: η σκηνική παρουσίαση της όπερας Διδώ του Διονύσιου Λαυράγκα (η οποία, όπως πληροφορήθηκε το κοινό, έχει να παρουσιαστεί ολοκληρωμένα περίπου έναν αιώνα) και μία συναυλία για τα 80 χρόνια από τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.

Από τα αριστερά προς τα δεξιά: Ο πρόεδρος της Φιλαρμόνιας Ορχήστρας Νικόλαος Μαλιάρας, ο καλλιτεχνικός διευθυντής της Βύρων Φιδετζής και ο Αντιδήμαρχος Πολιτισμού Μυκόνου Αθανάσιος Αγορογιάννης. Φωτογραφία: Spiros Katopidis

Την ομιλία του Νικόλαου Μαλιάρα διαδέχθηκε η προβολή ενός σύντομου επετειακού βίντεο για τα 8 χρόνια δράσης της Φιλαρμόνιας, το οποίο περιείχε αποσπάσματα από σημαντικές παραγωγές και συναυλίες με έργα Ελλήνων και ξένων συνθετών, δράσεις εκπαιδευτικού χαρακτήρα, περιοδείες και ενδιαφέρουσες ηχογραφήσεις σε συνεργασία με αξιόλογες δισκογραφικές εταιρίες.

Η παρουσίαση όμως του σημαντικού εκδοτικού εγχειρήματος επικυρώθηκε και μουσικά! Ενδιάμεσα από τους χαιρετισμούς και τις ομιλίες ερμηνεύτηκαν και κάποια από τα υπό συζήτησιν έργα του Αξιώτη, δίνοντας μία γεύση της μουσικής του και σηματοδοτώντας εκ νέου την «εμφάνιση του νέου […] αργοπορήσαντος αγωνιστού εις την παλαίστραν της τέχνης», όπως είχε γράψει χαρακτηριστικά και ο Γεώργιος Λαμπελέτ το 1923, την χρονιά που έκαναν πρεμιέρα τα έργα του Αξιώτη στην Ελλάδα. Μετά τους δύο χαιρετισμούς ακούστηκε το έργο: Τέσσερα τραγούδια για φωνή και πιάνο: “Εικόνα”, “Μέσα στα δάση”, “Λύσε τα ολόχχρυσα μαλλιά”, “Κρυμμένο στα ψηλά δένδρα”, σε ποίηση Μ. Μαλακάση. Τα δύο πρώτα τραγούδια ερμηνεύτηκαν από την υψίφωνο Άρτεμιδα Μπόγρη και τον πιανίστα Δημήτρη Βεζύρογλου, ενώ τα δύο τελευταία από τον τενόρο Χρήστο Κεχρή, πάλι υπό τη συνοδεία του Βεζύρογλου στο πιάνο. Η εκδήλωση έκλεισε όμορφα, καθώς ακούστηκαν δύο μέρη (II. Scherzo, IV. Danza della bambola) από τη Σουίτα για κουαρτέτο εγχόρδων του Γεωργίου Αξιώτη. Το έργο ερμηνεύθηκε από το Κουαρτέτο LAnima (1ο βιολί: Στέλλα Τσάνη, 2ο βιολί: Ευγενία Μπρουνίλντα Μάλο, βιόλα: Αντώνης Μανιάς, βιολοντσέλο: Λευκή Κολοβού).

Ως τελική σκέψη –μετά από την περάτωση της εκδήλωσης και τον συλλογισμό πάνω στη σημασία του πονήματος– αναδύεται αναπόφευκτα η οξύμωρη διαπίστωση του ότι, μέσω του εν λόγω εκδοτικού εγχειρήματος, ο Αξιώτης μετατρέπεται, από έναν από τους πιο παραμελημένους Έλληνες συνθέτες, σε ένα συμβολικό σημείο αναφοράς για την ελληνική μουσική ιστοριογραφία, απολαμβάνοντας –έστω και ετεροχρονισμένα– την προσοχή, που δεν του δόθηκε στην εποχή του. Η λογοτέχνιδα Μέλπω Αξιώτη, κόρη του συνθέτη, στο πεζογράφημά της με αυτοβιογραφικά στοιχεία «Το σπίτι μου» γράφει ανάμεσα σε άλλα τα εξής:

[…] ο μουσικός μάζευε αρκετή πίκρα, όση πρέπει για να πάει στον κάτω κόσμο. Δε βρισκόταν η ορχήστρα για να παίξει τις συνθέσεις του, δε συγκεντρώνονταν οι φωνές κατάλληλες να πούνε τα τραγούδια του […] Δεν έτυχε κανείς ποτέ να περιγράψει την αγωνία του ανέκδοτου βιβλίου, των ήχων όταν δεν τους είχε βρεθεί μέσο να υλοποιηθούν, μια πλάκα έστω από γραμμόφωνο, τη δυστυχία του κακοποιημένου έργου. […] Παιδιά του νεκρού κάθονται μέσα σε θεωρείο, και πλέει πάνω από το κοινό η δική του μορφή, αλλά δεν φαίνεται. Η ορχήστρα εκτελεί το πρώτο και τελευταίο έργο του που είχε ακούσει σε ατελείωτης ζωής το τέρμα, κι όταν πια τον αναζητούν τα χέρια που χειροκροτούν για να τον γνωρίσουν, αυτός βρίσκεται μακριά, βουβός και κουφός τώρα.[1]

Ο Γεώργιος Αξιώτης εκεί που βρίσκεται τώρα μπορεί να είναι βουβός και κουφός και μπορεί να μην είναι σε θέση να χαρεί την προσοχή που του αναλογούσε ως συνθέτη όσο ήταν εν ζωή. Εντούτοις, η τωρινή ανάδειξή του δεν είναι ανώφελη, όπως δεν είναι ανώφελη και η καθυστερημένη ανάδειξη του συνολικού έργου οποιουδήποτε παραγνωρισμένου ή μη Έλληνα δημιουργού. Εκτός της δικαίωσης των απογόνων του συνθέτη, αλλά και της μνήμης του ίδιου, σημαντική είναι και η συμβολή του συγκεκριμένου (ή οποιουδήποτε παρόμοιου) εγχειρήματος στον τομέα της ελληνικής μουσικής και ιστοριογραφίας, με την τελευταία να οδεύει “κομμάτι-κομμάτι” όλο και περισσότερο προς μία ενιαία και αρτιμελή εξιστόρηση των γεγονότων της νεοελληνικής πραγματικότητας. Και ασφαλώς φορείς, όπως η Φιλαρμόνια Ορχήστρα Αθηνών, οι οποίοι προχωρούν σε παρόμοια εγχειρήματα δικαιούνται και ενίσχυση και στήριξη!

[1] Απόσπασμα (προσαρμοσμένο από την αρθρογράφο στη δημοτική), όπως παρατίθεται από τον Ιωάννη Μπελώνη, “Γεώργιος Αξιώτης (1875-1924): Ψηφίδες για τη ζωή και το έργο ενός παραγκωνισμένου, αν και σημαντικότατου, εργάτη της ελληνικής μουσικής (Μέρος Δ’)”, Μουσικός Ελληνομνήμων, τεύχος 17, 2014.