Είναι γεγονός ότι άφησαν εποχή οι συνολικά τριάντα τέσσερις συναυλίες που έδωσαν από κοινού κατά τη διάρκεια της σταδιοδρομίας τους οι τρεις τενόροι Luciano Pavarotti (1935-2007), Plácido Domingo (γ. 1941) και José Carreras (γ. 1946). Η τεράστια επιτυχία της πρώτης συναυλίας, που πραγματοποιήθηκε στις 7/7/1990, στις Θέρμες του Καρακάλλα (ιταλ. Terme di Caracalla) της Ρώμης, κατά την παραμονή του Παγκόσμιου Κύπελλου Ποδοσφαίρου, με τη συνοδεία της Ορχήστρας του Φεστιβάλ του Μουσικού Φλωρεντινού Μαΐου, υπό τη διεύθυνση του Zubin Mehta, οδήγησε και στις πολλές επόμενες. Εκατομμύρια δίσκοι των εν λόγω βραδιών πουλήθηκαν και συνεχίζονται να πωλούνται μέχρι τις μέρες μας, φέρνοντας στην όπερα ένα μεγάλο μέρος του κοινού το οποίο σίγουρα δεν θα προσέγγιζε το είδος δίχως αυτές τις συναυλίες. Από το 2003 που δόθηκε η τελευταία τους κοινή συναυλία και μετά τον θάνατο του Pavarotti, οι δύο άλλοι λυρικοί καλλιτέχνες συνεχίζουν τις περιοδείες τους τραγουδώντας σε τεράστιους χώρους (λ.χ. στάδια), είτε μαζί, είτε μεμονωμένα.
Μάλιστα, ο Carreras, που μετά από τη σοβαρή περιπέτεια της υγείας του, ίδρυσε το Διεθνές Ίδρυμα José Carreras για τη Λευχαιμία, κατά το 2016 είχε αρχίσει να δίνει συναυλίες στο πλαίσιο μίας αποχαιρετιστήριας περιοδείας, η οποία τελικά, όπως αποδείχθηκε, κάθε άλλο παρά αποχαιρετιστήρια υπήρξε (στο πλαίσιο της εν λόγω περιοδείας, τον είχαμε ακούσει, στις 24/11/2019, στο κλειστό γήπεδο μπάσκετ Ο.Α.Κ.Α., με τη συνοδεία της Εθνικής Ορχήστρας της Ε.Ρ.Τ.).
Σημειώνουμε ότι καίτοι οι τρεις λυρικοί καλλιτέχνες έχουν μεμονωμένα πραγματοποιήσει επιτυχημένες εμφανίσεις στη χώρα μας, ουδέποτε είχαμε την ευκαιρία να τους απολαύσουμε ταυτόχρονα στη σκηνή.
Στις 10/7, στο Παναθηναϊκό Στάδιο (Καλλιμάρμαρο), παρακολουθήσαμε συναυλία των Ισπανών Carreras και Domingo, με γενικό τίτλο Οι Θρύλοι της Όπερας Ξανά Μαζί, που, όπως αναμενόταν, βρέθηκε πολύ μέσα στο ύφος των προγενέστερων ιστορικών συναυλιών. Τους δυο κοσμαγάπητους τραγουδιστές, πλαισίωσαν η υψίφωνος Χριστίνα Πουλίτση και η Εθνική Συμφωνική Ορχήστρα της Ε.Ρ.Τ., υπό τη διεύθυνση του Ισπανού αρχιμουσικού Jordi Bernácer (το επίθετο του οποίου, ήταν λανθασμένα γραμμένο στη διαφημιστική αφίσα˙ ως Bernancer).
Πιο συγκεκριμένα, η γεμάτη ευαισθησία και λεπτότητα έκφραση του Carreras γοήτευσε και πέτυχε να μεταφερθεί στο κοινό ακόμη και μέσα από τον πολύ δυνατό ήχο των ηχείων (που θα πρέπει να ήταν πραγματικά εκκωφαντικός για όσους κάθονταν στις πρώτες σειρές), ιδίως κατά την άρια È la solita storia del pastore (Francesco Cilea, 1866-1950, L’arlesiana) και κατά το τραγούδι Cançó de l’avi Castelle (Rafael Martínez Valls, 1895-1946, Cançó d’amor i de guerra).
O Domingo, που εδώ και χρόνια έχει εγκαταλείψει το ρεπερτόριο του τενόρου υιοθετώντας εκείνο του βαρυτόνου, τραγούδησε με το γνωστό του ζεστό ηχόχρωμα (το οποίο έχει παραμείνει σχεδόν ανέπαφο με το πέρασμα του χρόνου), με εκφραστική γενναιοδωρία και αμεσότητα τις άριες Nemico della patria (Umberto Giordano, 1867-1948, Andrea Chénier) και Perfidi!… Pietà Rispetto Amore (Giuseppe Verdi, 1813-1901, Macbeth), αλλά και το τραγούδι No puede ser (Pablo Sorozábal, La tabernera del Puerto), όπως και το δημοφιλέστατο τραγούδι, Granada (Augustín Lara, 1897-1970).
Η Πουλίτση, που έδειχνε –και δικαίως- να απολαμβάνει κάθε στιγμή της σύμπραξής της με τους δύο κορυφαίους τραγουδιστές της γενιάς τους, επιστράτευσε φωνητική φρεσκάδα, νεανική εκφραστικότητα και με τονικά ακριβείς ψηλές νότες κέρδισε τις εντυπώσεις στις άριες È strano! è strano!… Ah! fors è lui (Verdi, La traviata) και Je veux vivre (Charles Gounod, 1818-1893, Roméo et Juliette).
Εκτός από τις άριες και τα τραγούδια, ακούσαμε και σειρά από ντουέτα μεταξύ των καλλιτεχνών, τα οποία τους παρείχαν την ευκαιρία να ενώσουν τις δυνάμεις και τις αρετές της τέχνης τους: λ.χ. Pura siccome un angelo (Verdi, La traviata) και Lippen schweigen (Franz Léhar, 1870-1948, Die lustige Witwe), ερμηνευμένα από τους Domingo και Πουλίτση, και Je te veux (Erik Satie, 1866-1925, Je te veux), ερμηνευμένο από τους Carreras και Πουλίτση.
Ο Bernácer, έμπειρος στον χώρο της όπερας, παρότρυνε την ορχήστρα να ερμηνεύσει με ρυθμική ακρίβεια, ζωηρά tempi, αλλά και δραματική πνοή, στοιχεία που σημειώσαμε κιόλα από το εναρκτήριο έργο της συναυλία, που δεν ήταν άλλο από την διάσημη εισαγωγή στην όπερα Η Δύναμη του Πεπρωμένου (Verdi, La forza del destino).
Στα λιγότερο ευχάριστα, τώρα: η βραδιά κράτησε περίπου δύο ώρες, δίχως διάλειμμα, γεγονός που οδήγησε πολλά μέλη του ακροατηρίου και μάλιστα αρκετή ώρα πριν ολοκληρωθεί η συναυλία, να κατευθυνθούν προς την έξοδο. Ασφαλώς θα έπρεπε να είχε πραγματοποιηθεί διάλειμμα˙ ήταν αδιανόητο για το κοινό, μέσα στην αφόρητη ζέστη του καλοκαιριού, να παραμείνει τόση ώρα καθισμένο.
Ωστόσο, κλείνοντας την αναφορά μας στη συναυλία, δεν κρύβουμε τη χαρά μας, που έστω και στη δύση τους, μπορέσαμε για ακόμη μια φορά (άραγε, θα δοθεί άλλη ευκαιρία;), να απολαύσουμε τους δυο πολύτιμους Ισπανούς καλλιτέχνες επί σκηνής και μάλιστα, μαζί.
Προχωρώντας, στις 12/7, στο Ωδείο Ηρώδου του Αττικού και στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών, παρακολουθήσαμε τη δεύτερη θερινή συναυλία της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών (ΚΟΑ), αυτή τη φορά υπό τη διεύθυνση του Λουκά Καρυτινού.
Στο πρώτο μέρος, ακούσαμε το Κοντσέρτο για Ορχήστρα, Sz. 116, BB 123, του Ούγγρου συνθέτη Béla Bartók (1881-1945). Θυμίζουμε ότι η παρτιτούρα, από τις σημαντικότερες της εργογραφίας του 20ού αιώνα και από τεχνικής άποψης, ασφαλώς ανάμεσα στις πλέον απαιτητικές, ακούστηκε για πρώτη φορά την 1η Δεκεμβρίου 1944, στη Βοστόνη (Symphony Hall), από τη Συμφωνική Ορχήστρα της Βοστόνης, υπό τη διεύθυνση του Serge Koussevitzky. Ο τελευταίος είχε παραγγείλει το έργο από τον συνθέτη που βρισκόταν στο νοσοκομείο, σε δύσκολη κατάσταση, λόγω της λευχαιμίας που θα του στοίχιζε τη ζωή (26/9/1945). Η εκτέλεση που λάβαμε υπήρξε αρκετά συνεπής προς την παρτιτούρα, ωστόσο παρατηρήθηκαν σποραδικές τονικές αστοχίες από την ομάδα κυρίως των χάλκινων πνευστών. Ακόμα, βρήκαμε ότι θα μπορούσε να είχε φωτιστεί περισσότερο το χαρακτηριστικό χιούμορ, τόσο κατά το δεύτερο μέρος, Presentando le coppie, όπου τα όργανα παίζουν ανά ζεύγη, όσο και κατά το τέταρτο μέρος, Intermezzo interrotto, με εκείνες τις όλο χάρη και σαρκασμό παραθέσεις των θεμάτων από έργα άλλων συνθετών: Da geh’ich zu Maxim, από την οπερέτα Η Εύθυμη Χήρα (γερμ. Die lustige Witwe) του Lehàr και το εμβατηριακό θέμα από τη Συμφωνία αρ. 7, Op. 60, του Leningrad, του Dmitri Shostakovich (1906-1975). Όμως, το τελευταίο μέρος, Finale, μπολιάστηκε με το απαιτούμενο brio.
Στο δεύτερο μέρος της συναυλίας, τη σκηνή κατέλαβε ο Ρώσος βιρτουόζος των πλήκτρων Alexei Volodin, τον οποίον είχαμε θαυμάσει «ζωντανά» στο Λονδίνο κατά τα προηγούμενα χρόνια: την πρώτη φορά, στις 28/7/2015, στο Royal Albert Hall και στο πλαίσιο του Φεστιβάλ των Proms, όπου έπαιξε το σολιστικό μέρος του Κοντσέρτου αρ. 4, Op. 53, για το αριστερό χέρι, του Sergei Prokofiev (1891-1953), συνοδευόμενος από τη Συμφωνική Ορχήστρα του Λονδίνου, υπό τη διεύθυνση του Ρώσου αρχιμουσικού Valery Gergiev,[1] βλ. Critics’ Point, 6/8/2015), και τη δεύτερη φορά, πολύ πιο πρόσφατα, στις 6/5/2023, στο Wigmore Hall, κατά τη διάρκεια αγαστής σύμπραξης με τον Ρωσογερμανό ομότεχνό του, Igor Levit (βλ. Critics’ Point, 20/5/2023).
Κατά την πρόσφατη αθηναϊκή του εμφάνιση, ο Volodin, που αντικατέστησε τη Γεωργιανή πιανίστα Khatia Buniatishvilli, η οποία λόγω ασθένειας χρειάστηκε να ακυρώσει τη συμμετοχή της, μας χάρισε μία πραγματικά έξοχη ερμηνεία του σολιστικού μέρους του Κοντσέρτου για πιάνο αρ. 1, Op. 23, του Pyotr Illyich Tchaikovsky (1840-1893), που βεβαίως ανήκει στα γνωστότερα και πλέον λατρεμένα έργα του ρεπερτορίου. Με φλόγα, επιβλητική δακτυλική άνεση και γνήσιο ρωσικό αίσθημα έφερε στην επιφάνεια τις μεγάλες επικές φράσεις του πρώτου μέρους, Allegro non troppo e molto maestoso, ενώ στο δεύτερο μέρος, Andante semplice – Prestissimo – Tempo I, με τέχνη υπογράμμισε τις εναλλαγές του χαρακτήρα των παραγράφων. Κατά το τρίτο μέρος, Allegro con fuoco – Molto meno mosso- Allegro vivo, έλαμψε η όντως εκρηκτική του δεξιοτεχνία όπως και η πεντακάθαρη όσο και σπινθηροβόλα, ακόμα και στα πολύ γρήγορα περάσματα, άρθρωσή του. Η ΚΟΑ και ο Καρυτινός, του πρόσφεραν μία ενθουσιώδη και εύπλαστη συνοδεία, μέσα στο σωστό ύφος, που του επέτρεψε άνετα να ξετυλίξει την εντυπωσιακή ανάγνωσή του.
Εκτός προγράμματος, ο σολίστ έπαιξε αρχικά, με ιδιάζουσα μουσικότητα τη Σπουδή Op. 25, αρ. 1, του Fréderic Chopin (1810-1949), και στη συνέχεια, με ζέση τη δική του άκρως δεξιοτεχνική και όντως τρικυμιώδη Σπουδή, με τίτλο Στη Θάλασσα (ρωσ. На море), πολύ επηρεασμένη από το ύφος του Alexander Scriabin (1872-1915). Είμαστε σχεδόν βέβαιοι ότι η ΚΟΑ δεν θα αργήσει εκ νέου να προσκαλέσει σε σύμπραξη τον Volodin. Και πολύ ορθά θα πράξει!
[1] Κατά την ίδια συναυλία ακούστηκε ο πλήρης κύκλος των Κοντσέρτων για πιάνο του Prokofiev, από διαφορετικούς πιανίστες: εκτός από τον Volodin, συμμετείχαν οι Daniil Trifonov, που έπαιξε τα σολιστικά μέρη των Κοντσέρτων αρ. 1, Op. 10, και αρ. 3, Op. 26, όπως και ο δάσκαλος του τελευταίου, Sergei Babayan, που έπαιξε τα σολιστικά μέρη των Κοντσέρτων αρ. 2, Op. 16, και αρ. 5, Op. 55, βλ. Critics’ Point, 6/8/2015.