Το Λονδίνο αποτελεί μία πολιτιστική μητρόπολη που συνεχώς προσφέρει πολύτιμους καρπούς σε ένα κοινό το οποίο στη συντριπτική του πλειοψηφία είναι υψηλής καλλιέργειας, ξέρει τι αποζητά και γνωρίζει να εκτιμά. Έτσι, επιτυγχάνεται μία ιδανική ισορροπία μεταξύ δρώμενου και κοινού. Πιο συγκεκριμένα, όσον αφορά στη μουσική, όπως επανειλημμένως έχει τονιστεί μέσα από τη στήλη, κατά τη διάρκεια των συναυλιών, το βρετανικό ακροατήριο δεν «ακούει» απλά, αλλά «παρακολουθεί», γεγονός που ο ερμηνευτής αντιλαμβάνεται αμέσως, αισθανόμενος ότι «συνδιαλέγεται» με τον ακροατή του. Και εκεί εντέλει έγκειται μεγάλο μέρος της επιτυχίας μίας «ζωντανής» εκτέλεσης και ακρόασης. Επιπλέον, κατά τον τρόπο αυτόν διασφαλίζεται η μυσταγωγία της ίδιας της μουσικής πράξης.
To Wigmore Hall, αίθουσα πεντακοσίων σαράντα πέντε θέσεων, ιδανική για ρεσιτάλ και συναυλίες ολιγομελών συνόλων, που άνοιξε τις πόρτες της στο κοινό το 1901 (αρχικά ως Bechstein Hall) και στην οποία έχουν εμφανιστεί οι σημαντικότεροι βιρτουόζοι και ονομαστά σύνολα, καθημερινά γεμίζει από ένα εκλεκτό ακροατήριο, αποτελούμενο από φιλόμουσους διαφορετικών ηλικιών και εθνικοτήτων. Η χαρά, του να παρακολουθείς μουσικά δρώμενα μέσα σε αυτόν τον καλαίσθητο και θαυμάσιας ακουστικής χώρο, είναι όντως τεράστια.
Στην εν λόγω αίθουσα, στις 15/3, ακούσαμε συναυλία του βραβευμένου Trio Isimsiz, αποτελούμενο από τους Pablo Hernán Benedí, βιολί, Edvard Pogossian, βιολοντσέλο, και Erdem Mısırlıoğlu, πιάνο, το οποίο ιδρύθηκε το 2009 από σπουδαστές του Guildhall School of Music.
Η βραδιά άνοιξε με το έργο D΄un soir triste (ελλ. Περί μίας μελαγχολικής βραδιάς) της Lili Boulanger (1893-1918), ολοκληρωμένο κατά το 1918, ακροτελεύτιο έτος ζωής της σημαντικής Γαλλίδας μουσουργού, που «έφυγε» υπερβολικά νωρίς. Επρόκειτο για μεταγραφή της ίδιας, προορισμένη για τρία όργανα, του ομότιτλου ορχηστρικού της έργου. Η πένθιμη διάθεση της παρτιτούρας και η απόλυτη απογοήτευση που εκφράζει (η ασθενική μουσουργός ασφαλώς διαισθανόταν ότι το τέλος της δεν θα αργούσε), αποδόθηκε με σκέψη και στοχασμό από τους μουσικούς του Trio Isimsiz.
Στη συνέχεια ακούσαμε το τετραμερές Τρίο με πιάνο του σύγχρονου Ισπανού συνθέτη Francisco Coll (γ. 1985), γραμμένο το 2020 ειδικά για το Trio Isimsiz. Κατά το περίπου δεκαεπτά λεπτών διάρκειας έργο, γραμμένο σε ύφος, θα μπορούσαμε να το χαρακτηρίζαμε, ελεύθερης ατονικότητας με ορισμένες, ενίοτε φευγαλέες, τονικές αναφορές, οι μουσικοί ανέδειξαν τις αντιθέσεις δυναμικής, τους διαλόγους μεταξύ των οργάνων και τις ξαφνικές κορυφώσεις δυναμικής, όπως και την πολυφωνική γραφή του τέταρτου μέρους, που ενέχει στοιχεία φούγκας.
Το δεύτερο μέρος της συναυλίας καλύφθηκε από ένα εκ των διασημότερων έργων της φιλολογίας της μουσικής δωματίου, το Τρίο με πιάνο, Op. 70, αρ. 2, του Ludwig van Beethoven (1770-1827), ολοκληρωμένο το 1808. Η πηγαία χαρά του πρώτου μέρους, Poco sostenuto-Allegro ma non troppo, τα ρυθμικά και μελωδικά στοιχεία και η ευαίσθητη διάθεση των δύο επόμενων μερών, Allegretto και Allegretto ma non troppo, όπως και ο έντονος, σε στιγμές τόσο χαρακτηριστικά εκρηκτικός μπετοβενικός, ενθουσιασμός, που διακόπτεται από στιγμές σκοτεινές, αμφιβολίας και ανησυχίας, του τελευταίου μέρους, Finale-Allegro, αποδόθηκαν με ωριμότητα από το Trio.
Την επόμενη βραδιά (16/3), επισκεφθήκαμε τη Βασιλική Όπερα (The Royal Opera), όπου παρακολουθήσαμε την τελευταία παράσταση του φετινού ανεβάσματος της όπερας Ο Ιπτάμενος Ολλανδός (γερμ. Der fliegende Holländer, WWV 63) του Richard Wagner (1813-1883). Το διάσημο αυτό έργο, ολοκληρωμένο το 1843, πρόκειται για αριστουργηματικό καρπό της πρώιμης συνθετικής περιόδου του. Κατά το πρόσφατο ανέβασμα τηρήθηκε η αρχική επιθυμία του συνθέτη, σύμφωνα με την οποία η όπερα θα πρέπει να παιχτεί δίχως διάλειμμα (όπως, εξάλλου, είθισται να παρουσιάζεται στο Φεστιβάλ του Bayreuth κι όχι μόνον), γεγονός που διατήρησε τη μουσικοδραματική ένταση μέχρι το τέλος. Επρόκειτο για αναβίωση της παραγωγής του σκηνοθέτη Tim Albery, που είχε ανέβει για πρώτη φορά το 2009· συμπράττοντας με τους Michael Levine (σκηνικά), Constance Hoffman (κοστούμια) και David Finn (φωτισμοί), έφερε την υπόθεση του έργου πιο κοντά στην εποχή μας, με ρούχα περίπου σύγχρονα, και τοποθέτησε την πλοκή πάνω σε μεγάλο κατάστρωμα πλοίου. Φρόντισε να δημιουργήσει την απαιτούμενη στοιχειωμένη ατμόσφαιρα και να υπογραμμίσει το δράμα του καταραμένου όσο και δύστυχου Ολλανδού, που κάθε επτά χρόνια επιστρέφει στην ακτή αναζητώντας τη λύτρωση μέσω της γυναίκας που θα τον ερωτευθεί και θα θελήσει να τον ακολουθήσει. Την ώρα της θύελλας που περιγράφεται στην εισαγωγή, είδαμε την αυλαία να κινείται από τον αέρα και νερό να κινείται σε μορφή κυμάτων στο μέρος που φαινόταν μπροστά στη σκηνή. Όταν σηκώνεται η αυλαία παρατηρούμε ένα ολόκληρο μακρόστενο τμήμα της σκηνής γεμάτο νερό, μέσα στο οποίο ενίοτε πατούν οι ήρωες. Κατά τη δεύτερη πράξη, παρακολουθούμε τις κοπέλες πάνω από τις ραπτομηχανές τους να τραγουδούν και αργότερα να φλερτάρουν τους ναυτικούς που φορούν ρούχα έντονων χρωμάτων.
Τον κεντρικό ρόλο του Ολλανδού, όπως και στο πρώτο ανέβασμα της παραγωγής του 2009, επωμίσθηκε ο διάσημος Ουαλός μπασοβαρύτονος Sir Bryn Terfel, αναμφισβήτητα ένας από τους αρτιότερους ενσαρκωτές του, τον οποίον πάντα αποδεικνύει πόσο κοντά στην καρδιά του νιώθει. Η ωραιότατου ηχοχρώματος επιβλητική και θερμή φωνή του, μεγάλου μεγέθους, σε συνδυασμό με την έκφραση του προσώπου του, συνέδραμαν σε μία συγκλονιστική απόδοση του ταλανισμένου ήρωα, που στην παραγωγή ήταν ντυμένος στα γκρίζα. Κάθε στιγμή ένιωθες ότι τόσο φωνητικά (απολύτως ασφαλείς και ιδιαίτερα εκφραστικές οι νότες της υψηλής περιοχής) όσο και υποκριτικά ήταν μέσα στο πετσί του Ολλανδού. Δίπλα του, η Σουηδέζα υψίφωνος Elisabet Strid πρότεινε μία Senta (ρόλο με τον οποίον φέτος σημείωνε το ντεμπούτο της στη σκηνή του περίφημου αυτού λυρικού θεάτρου), ανθρώπινη και συναισθηματικά φορτισμένη. Πριν συναντήσει τον Ολλανδό, τη βλέπουμε να στοχάζεται-φαντασιώνεται κρατώντας ένα μοντέλο του καραβιού του και ελπίζοντας στη μελλοντική του εμφάνιση. Η φωνή της ανταπεξήλθε καλά στις απαιτήσεις του ρόλου, μολονότι κάποιες στιγμές (ιδίως κατά τη μεγάλη της άρια, ορθότερα, μπαλάντα, στη δεύτερη πράξη), αποζητούσαμε λίγο ακόμη περισσότερο «όγκο» στο κέντρο της φωνής όπως ενίοτε και στη χαμηλότερη περιοχή. Στον ρόλο του Daland, πατέρα της ηρωίδας, που επιθυμεί έναν εύπορο γαμπρό για την κόρη του και εύκολα πείθεται βλέποντας τους θησαυρούς που κατέχει ο Ολλανδός, o Δανός μπάσος Stephen Milling, διαπρεπής βαγκνερικός τραγουδιστής, με υποδειγματικό έλεγχο των φωνητικών του μέσων, κρίθηκε θαυμάσιος.
Στον ρόλο της Mary, τροφού της Senta, εντυπωσίασε με τη μεστή φωνή της, η νέα Ουκρανή μεσόφωνος (πρώην μέλος του προγράμματος Jette Parker Young Artists Programme της Βασιλικής Όπερας) Kseniia Nikolaieva. Ως Erik, αρραβωνιαστικού της Senta, ο Toby Spence, έμπειρος Βρετανός τενόρος, ερμήνευσε με μουσικότητα και ορθή φωνητική γραμμή, ξεχωρίζοντας κατά την άριά του στην τρίτη πράξη, όπου ο ήρωάς του προσπαθεί να πείσει την αγαπημένη του να λογικευτεί και να την επαναφέρει (βεβαίως, ματαίως) κοντά του. Ο Αμερικανο-Φινλανδός Miles Mykkanen, στον ρόλο του Τιμονιέρη, που σημείωνε το ντεμπούτο του στην Βασιλική Όπερα, διακρίθηκε με ποιοτική φωνή τενόρου· ασφαλώς ανήκει στους πολλά υποσχόμενους τραγουδιστές της νεότερης γενιάς.
Τέλος, η ορχήστρα και η χορωδία της Βασιλικής Όπερας, υπό τη διεύθυνση του Ούγγρου αρχιμουσικού Henrik Nánási, ο οποίος υποστήριξε μία καθαρή και ευθύβολη ανάγνωση της παρτιτούρας, απέδωσαν υπέροχα, με τον γνωστό τους υψηλό επαγγελματισμό.
Μερικές μέρες αργότερα, στις 19/3, στη σκηνή του ίδιου λυρικού θεάτρου, παρακολουθήσαμε την πολυαγαπημένη όπερα Madama Butterfly του Giacomo Puccini (1858-1924), σε σκηνοθεσία των Moshe Leiser και Patrice Caurier, η οποία είχε για πρώτη φορά παρουσιαστεί το 2003 (υπεύθυνη της πρόσφατης, ένατης κατά σειρά, αναβίωσης ήταν η Daisy Evans). Η παραγωγή, το απολύτως απέριττο σκηνικό του Christian Fenouillat, τα ωραία κοστούμια του Agostino Cavalca και ο προσεγμένη τεχνική φωτισμού του Christoph Forey, ευχαριστούσαν τα μάτια. Εντούτοις, το μουσικό μέρος ήταν εκείνο που ασφαλώς έδωσε μία αξιοσημείωτη διάσταση στην παράσταση. Την άτυχη νεαρή Ιαπωνίδα, που παντρεύεται έναν επιπόλαιο αξιωματικό του αμερικανικού ναυτικού, ο οποίος την εγκαταλείπει και επιστρέφει μετά από τρία χρόνια (διάστημα κατά το οποίο εκείνη αδημονεί για την επιστροφή του) με τη νέα του σύζυγο για να της πάρει το παιδί τους, ερμήνευσε η Λιθουανή υψίφωνος Asmik Grogorian, που τα τελευταία χρόνια έχει γίνει περιζήτητη από τις μεγάλες διεθνείς λυρικές σκηνές κι όχι τυχαία. Μέσω της εξαίρετης φωνής της, με τα βελούδινα κέντρα και τις ευκολίες στα ψηλά, απέδωσε την Cio-Cio-San (Madama Butterfly) υποδειγματικά, βρίσκοντας πάντα τον τρόπο να φωτίσει τη συναισθηματική φόρτιση και την ειλικρίνεια του τραγικού ρόλου. Δίπλα της, ο Αμερικανός τενόρος Joshua Guerrero, με φωνή φρέσκια και ιδιαίτερου μετάλλου, υπήρξε εκφραστικά γενναιόδωρος ως B.F. Pinkerton, πετυχαίνοντας κατά την τελευταία του άρια, Addio, fiorito asil, στην τρίτη πράξη, να υπογραμμίσει τις τύψεις του απερίσκεπτου ήρωα. Ο αντιπαθής και καιροσκόπος διαμεσολαβητής συνοικεσίων Goro του Ταϊβανέζου τενόρου Ya–Chung Huang, ήταν μουσικά και υποκριτικά πειστικός. Τον ρόλο του Αμερικανού πρόξενου Sharpless, κράτησε ο Εσθονός βαρύτονος Lauri Vasar αποδίδοντας προσεκτικά τη συμπάθεια που τρέφει ο ήρωας απέναντι στην Butterfly. Η νεαρή Κινέζα μεσόφωνος Hongni Wu, που υπήρξε μέλος του Jette Parker Young Artists Programme, πρόσφερε μία Suzuki, υπηρέτρια της Butterfly, εντυπωσιάζοντας τόσο φωνητικά όσο και υποκριτικά· ειδικότερα, σημειώσαμε την έξοχα στρογγυλή και καλά δουλεμένη φωνή της σε συνδυασμό με μία επιβλητική εκφραστική δύναμη. Τους βοηθητικούς ρόλους κάλυψαν οι ταλαντούχοι Romanas Kudriašovas (Αυτοκρατορικός επίτροπος), Josef Jeongmeen Ahn (Πρίγκηπας Γιαμαντόρι), Andew O’Connor (Θείος Γιακουσιντέ), Jeremy White (Μπόνζο) και Veena Akama-Makia (Kate Pinkerton).
Ο Γερμανός αρχιμουσικός Kevin John Edusei εκμαίευσε από τους τραγουδιστές, τη χορωδία και την ορχήστρα τον καλύτερό τους εαυτό. Έσκυψε πάνω από την παρτιτούρα με γνώση και θαυμασμό προτείνοντας μία ανάγνωση παλλόμενου λυρισμού, εσωτερικότητας, συγκίνησης (λ.χ. μεγάλο ντουέτο Butterfly-Pinkerton κατά το φινάλε της πρώτης πράξης, Vogliatemi bene) και εξαιρετικής εκλέπτυνσης. Πόσο πολύ συνέδραμε στο άρτιο αποτέλεσμα η λεπτοδουλεμένη έκφραση και ο υπέροχος ήχος της ορχήστρας του περιώνυμου λυρικού θεάτρου, που πέτυχε διαυγή υφή και σεβάστηκε τις ποικίλες λεπτομέρειες της παρτιτούρας.
Συνεχίζοντας, στο Barbican Hall, στις 20/3, παρακολουθήσαμε συναυλία της Συμφωνικής Ορχήστρας του BBC (αγγλ. BBC Symphony Orchestra) υπό τη διεύθυνση του νέου Γερμανού αρχιμουσικού Clemens Schuldt, ο οποίος πρόσφατα ανέλαβε τη θέση του μουσικού διευθυντή της Συμφωνικής Ορχήστρας του Québec (γαλλ. Québec Symphony Orchestra). Σημειώνουμε ότι τη συναυλία ήταν προγραμματισμένο να διευθύνει ο διαπρεπής Άγγλος αρχιμουσικός Sir Andrew Davies, που αποσύρθηκε για λόγους υγείας, μη μπορώντας να ταξιδεύσει από την Αμερική (δυστυχώς έφυγε από τη ζωή ακριβώς έναν μήνα αργότερα, στις 20/4). Ο Schuldt αποδείχθηκε άξιος αντικαταστάτης προτείνοντας ερμηνείες αξιοσημείωτου ενδιαφέροντος. Πιο συγκεκριμένα, η συναυλία άνοιξε με τους διάσημους Χορούς της Galánta του Ούγγρου συνθέτη Zoltán Kodály (1882-1967)· ορχήστρα και αρχιμουσικός εξερεύνησαν την παρτιτούρα με την απαιτούμενη ζέση και όπου χρειαζόταν, με σχηματισμό φράσεων ιδιαίτερης φινέτσας.
Στη συνέχεια ακούσαμε την παγκόσμια πρώτη εκτέλεση του Κοντσέρτου για βιολί του εξαιρετικού σύγχρονου Κινέζου συνθέτη Raymond Yiu (γ. 1973), που εδώ και πολλά χρόνια είναι μόνιμος κάτοικος Λονδίνου και που στο παρελθόν έχει αρκετές φορές συνεργαστεί με τη Συμφωνική Ορχήστρα του BBC. Το έργο γράφτηκε μεταξύ 2018-2023 ειδικά για τη νέα Αμερικανίδα βιολονίστα Esther Yoo, η οποία έχει αποσπάσει μεγάλα βραβεία σε ονομαστούς διεθνείς διαγωνισμούς, και είναι εμπνευσμένο από τη ζωή του διάσημου Κινέζου βιολονίστα και συνθέτη Ma Sicong (1912-1987), ο οποίος το 1966, κατά τη λεγόμενη «Πολιτιστική Επανάσταση» στην Κίνα, διέφυγε με την οικογένειά του στο Χονκ Κονγκ και στη συνέχεια ταξίδευσε στην Αμερική, όπου και έμεινε μέχρι το τέλος της ζωής του. Ο Yiu, που πάντα εντυπωσιαζόταν από τη μουσική και τη ζωή του Ma, εκφράζει στο έργο του τις αγωνίες και το αίσθημα νοσταλγίας για την πατρίδα του που νιώθει ο τελευταίος. Το έργο είναι γραμμένο με ευφάνταστο τρόπο, περιέχει ποικίλους ρυθμούς, ιδιαίτερη αρμονική γλώσσα και επιπλέον παραθέτει τμήμα του μέρους Nostalgia από το έργο Inner Mongolia Suite του ίδιου του Ma, ολοκληρωμένο το 1937. Η αισθαντικότητα, η ψυχολογική ένταση με την οποία φορτίζει τις φράσεις, η ηχητική ομορφιά, η προσεγμένη ανάπτυξη του θεματικού-μοτιβικού υλικού και η λεπτομερώς δουλεμένη ενορχήστρωση του Yiu ήταν ολοφάνερα σε κάθε ένα από τα τέσσερα μέρη του Κοντσέρτου. Η Yoo ανέδειξε τις πολλές μουσικές ιδέες του μέρους της παίζοντας με λυρική διάθεση κατά το πρώτο μέρος, Larghetto, volubile, και επιστρατεύοντας δεξιοτεχνικό οίστρο για τα γρήγορα μέρη, παράλληλα απολαμβάνοντας την πολυτελή συμμετοχή της ορχήστρας και του μαέστρου, οι οποίοι έδωσαν ζωή σε κάθε μέτρο του έργου με όρεξη, ακρίβεια και σκέψη. Στο δεύτερο μέρος της συναυλίας, η ορχήστρα, με τις ομάδες των οργάνων να συνδιαλέγονται και να ισορροπούν άψογα μεταξύ τους, και ο μαέστρος υπέβαλαν μία εκτέλεση της Συμφωνίας αρ. 7, Op. 72, του Ludwig van Beethoven (1770-1827), λατρεμένης και όχι μόνον του Richard Wagner (1813-1883), κατά την οποία τα γεμάτα πνοή θέματα, οι μεγάλες κλιμακώσεις, η χαρακτηριστική δύναμη της μουσικής σκέψης, αλλά και εκείνος ο τόσο γενναιόδωρος ουμανισμός του μουσουργού, έφθαναν στο κοινό με άμεσο τρόπο.
Το εκλεκτό βρετανικό φωνητικό σύνολο Stile Antico, που έχει προσφέρει ηχογραφημένες ερμηνείες αναφοράς έργων της αναγεννησιακής περιόδου (αρχικά για λογαριασμό της δισκογραφικής εταιρείας Harmonia Mundi και πιο πρόσφατα της Decca), ακούσαμε στο Wigmore Hall, την επόμενη βραδιά (21/3), μερικές μέρες πριν από το φετινό Καθολικό Πάσχα. Η συναυλία έφερε τον τίτλο A Divine Hope–A musical journey from inferno to paradise (Μία θεϊκή ελπίδα-Ένα μουσικό ταξίδι από την κόλαση στον παράδεισο). Χαρακτηριστικά αποσπάσματα από τη Θεία Κωμωδία (ιταλ. La Divina Commedia, γραμμένη από το περ. 1308 ως το περ. 1321) του Dante Alighieri (περ. 1265-1321), τα οποία απήγγειλαν με απλό και άμεσο τρόπο εκ περιτροπής μέλη του συνόλου, συνδυάστηκαν με χορωδιακή μουσική, κατά σειρά ακρόασης, των Nicolas Gombert (περ. 1495-1560, Media vita), Giovanni Pierluigi da Palestrina (περ. 1525-1594, Peccantem me quotidie), Luzzasco Luzzaschi (1545-1607, Quivi sospiri), Francisco Guerrero (1528-1599, Vexilla regis), Tomás Luis de Victoria (1548-1611, Te lucis ante terminum), Palestrina (Salve regina a 5), Claudio Merulo (1533-1604, Salvum fac populum tuum), Cristóbal de Morales (περ. 1500-1553, Agnus Dei από τη Missa «Mille regretz»), Orlande de Lassus (περ.1530-1594, Beati pauperes spiritu), Morales (Asperges me, Domine), Ανωνύμου (Venite a laudare), Vicente Lusitano (c.1520-1561, Regina caeli) και Victoria (Magnificat sexti toni a 12). Το φωνητικό σύνολο εισέδυσε στα άδυτα της θεόπνευστης έμπνευσης των κορυφαίων συνθετών της Αναγέννησης με τον απαιτούμενο σεβασμό παραδίδοντας ερμηνείες δωρικές (δίχως άσχετες προς την εποχή εκφραστικές υπερβολές στον σχηματισμό των φράσεων) και ουσιαστικές, εσωτερικής έντασης και αλήθειας, ενώ φρόντισε για την ανάδειξη της σχέσης ανάμεσα στη μουσική και στο κείμενο. Η βραδιά έκλεισε με τον γνωστό ύμνο, ερμηνευμένο με γλυκύτητα, Never Weather Beaten Sail (αντλημένο από τη συλλογή, Two Bookes of Ayres, περ. 1613) του Thomas Campion (1567-1620).
Την επόμενη βραδιά (22/3), στον Ναό του Αγίου Μαρτίνου των Αγρών (αγγλ. St Martin-in-the-Fields), δίπλα στην κεντρική πλατεία Trafalgar, απολαύσαμε το Ορατόριο Ισραήλ στην Αίγυπτο (αγγλ. Israel in Egypt, HWV 54) του George Frideric Handel (1685-1759), το οποίο πρωτοπαρουσιάστηκε στο Λονδίνο (King’s Theatre in the Haymarket), στις 4 Απριλίου 1739. Κατά την πρόσφατη συναυλία συμμετείχαν τα σύνολα Monteverdi Choir και English Baroque Soloists, τα οποία υπό την καθοδήγηση του ιδρυτή και εμπνευστή τους, αρχιμουσικού Sir John Eliot Gardiner έχουν διανύσει μία λαμπρή πορεία, τόσο συναυλιακή όσο και δισκογραφική. Φέτος συμπληρώνονται εξήντα χρόνια από τότε (1964) που ο Sir John ίδρυσε το χορωδιακό σύνολο Monteverdi Choir αρχικά προκειμένου να παρουσιάσει στο King’s College Chapel του Cambridge το έργο Vespro della Beata Vergine (ελλ. Εσπερινός της Υπεραγίας Παρθένου) του Claudio Monteverdi (1567-1643).
Κι ενώ ήταν προγραμματισμένο να διευθύνει την πρόσφατη συναυλία, ο φημισμένος ιδρυτής και αρχιμουσικός παραμένει εκτός δράσης από τον περσινό Αύγουστο, ύστερα από την άκομψη όσο και αδικαιολόγητη συμπεριφορά του απέναντι στον νεαρό μπάσο William Thomas τον οποίον φέρεται να χαστούκισε και στη συνέχεια να γρονθοκόπησε στο στόμα, μετά από παράσταση της επικής όπερας Οι Τρώες (Les Troyens) του Hector Berlioz (1803-1869), που δόθηκε στις 22/8, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Berlioz, στην περιοχή La Côte-Saint-André της νοτιοανατολικής Γαλλίας, γενέτειρας του συνθέτη. Ο λόγος της χειροδικίας ήταν ότι ο τραγουδιστής εγκατέλειψε τη σκηνή από λάθος πλευρά. Μετά από τη συγγνώμη που ζήτησε ο αρχιμουσικός, θέλησε να απομονωθεί για ένα διάστημα το οποίο από ότι φαίνεται, παρατείνεται. Το αριστουργηματικό χαιντελικό ορατόριο διηύθυνε στη θέση του Gardiner, ο Ιρλανδός αρχιμουσικός Peter Whelan, του οποίου η ιδιαίτερη «χημεία» με τα δύο προαναφερθέντα συγκροτήματα και με τους έξοχους σολίστ, Julia Doyle, Amy Wood, James Hall, Nick Pritchard, Tristan Harmbleton και Jack Comerford, κρίθηκε υψηλής ποιότητας. Πιο συγκεκριμένα, ο ίδιος, οι σολίστ, η χορωδία (ο Handel ζητά διπλή χορωδία) και η ορχήστρα, πρότειναν μία μεγαλοπρεπή, συναρπαστική και ενθουσιώδη ερμηνεία, ρυθμικά και τονικά άμεμπτη, αντάξια του βιβλικού έργου και του θαυμάσιου χώρου μέσα στον οποίον ακούστηκε. Τα εκτενή και τεχνικά απαιτητικά χορωδιακά, πολλά εκ των οποίων παρουσιάζουν εξαιρετικό πολυφωνικό-αντιστικτικό ενδιαφέρον (η μαστοριά του Handel είναι πάντα αξιοθαύμαστη) και οι άριες, άλλοτε δραματικές και άλλοτε λυρικές, ενίοτε οπερατικής ισχύος, άγγιξαν βαθιά όσους είχαμε την τύχη να παρακολουθήσουμε την εν λόγω ανάγνωση.
Οι πρόσφατες ακροάσεις μας στη βρετανική πρωτεύουσα συμπληρώθηκαν με μία ακόμη αξιοσημείωτης ποιότητας συναυλία, που φιλοξένησε τις Συμφωνίες αρ. 6, 7 και 8, οι οποίες φέρουν αντιστοίχως τις χαρακτηριστικές επονομασίες Le matin (Το πρωί), Le midi (Το μεσημέρι) και Le soir (Το βράδυ), του Joseph Haydn (1732-1809) και δόθηκε στο Wigmore Hall, στις 23/3. Τα έργα ολοκληρώθηκαν όταν ο συνθέτης ήταν είκοσι οκτώ ετών, και γράφτηκαν κατά την αρχή της περιόδου της υπηρεσίας του στην περίφημη οικογένεια των Ούγγρων ευγενών Esterházy. Φαίνεται ότι ο πρώτος του εργοδότης, ο φιλόμουσος και ικανός μουσικός, πρίγκηπας Paul II Anton Esterházy (1711-1762), υπήρξε εκείνος που του ζήτησε να συνθέσει σειρά έργων με θέμα τις ώρες της ημέρας. Οι εν λόγω Συμφωνίες έδωσαν την ευκαιρία στους μουσικούς της ορχήστρας του παλατιού, που ανήκε τότε στις αρτιότερες της Ευρώπης, να επιδείξουν τις αρετές τους.
Κατά τη συναυλία που παρακολουθήσαμε, οι τρεις παρτιτούρες εξερευνήθηκαν από το βρετανικό ορχηστρικό σύνολο Florilegium, που ειδικεύεται στο ρεπερτόριο του 17ου και του 18ου αιώνα, παίζει σε όργανα εποχής και προσφέρει ιστορικά ενημερωμένες ερμηνείες. Οι αναγνώσεις του διέθεταν ποιότητες μουσικής δωματίου, ξεχώρισαν για τον φωτισμό λεπτομερειών της γραφής όπως και για την ανάδειξη του ιδιαίτερου χαρακτήρα κάθε έργου, που ενίοτε κυοφορεί εκπλήξεις και διακατέχεται άλλοτε από γενναιόδωρη γοητεία και άλλοτε από οπερατική δραματικότητα, λ.χ. Συμφωνία αρ. 7, δεύτερο μέρος, Recitativo: Adagio, με σολιστικό μέρος για το βιολί). Επιπλέον σημειώσαμε τον ανάγλυφο και γεμάτο ιδιωματική ευγένεια σχηματισμό των μουσικών φράσεων, την ορθή επιλογή ταχυτήτων, πάντα με σκοπό την πιστότερη απόδοση της μουσικής έκφρασης, όπως και τη λαμπρή εκτέλεση της δεξιοτεχνικής γραφής των γρήγορων μερών. Οι θαυμάσιοι μουσικοί του συνόλου είμαστε σίγουροι ότι θα μπορούσαν άνετα να σταθούν στο ύψος εκείνων που είχε στη διάθεσή του ο υπερπολύτιμος όσο και αενάως αστείρευτος Haydn, Δάσκαλος των Δασκάλων. Κλείνοντας, ας μας επιτραπεί να αναφέρουμε ότι το φθινόπωρο του 2022, από τη δισκογραφική εταιρεία Channel Classics, κυκλοφόρησε ηχογραφημένη ερμηνεία του εν λόγω συμφωνικού τριπτύχου από το ίδιο σύνολο· το album έχει κερδίσει άριστες κριτικές και δικαίως έχει κατακτήσει ξεχωριστή θέση στις καρδιές των θαυμαστών του συνθέτη και του συνόλου.