Τον Φεβρουάριο του 1744 έλαβε την παγκόσμια πρώτη του, στο Θέατρο του Covent Garden, το Ορατόριο, ορθότερα μουσικό δράμα, με τίτλο Semele, HWV 58, του George Frideric Handel (1685-1759), σε λιμπρέτο του William Congreve (1670-1729), εμπνευσμένο από την ιστορία όπως τη διηγείται ο Οβίδιος (43 π.Χ.-17/18 μ.Χ.) στις εμβληματικές Μεταμορφώσεις του. Η πλοκή ξεδιπλώνει τον γνωστό μύθο της Σεμέλης, κόρης του Κάδμου και της Αρμονίας, μητέρας του Διονύσου από τον κρυφό έρωτά της με τον Δία. Μαθαίνοντας αυτή τη σχέση η εξοργισμένη Ήρα, σύζυγος του τελευταίου, πατέρα των θεών, μεταμορφωμένη σε παραμάνα, παρακινεί τη Σεμέλη να ζητήσει από τον Δία να παρουσιαστεί με τη θεϊκή του μορφή. Όταν αυτό συμβαίνει, η Σεμέλη εξολοθρεύεται από τους κεραυνούς του.
Το έργο του Handel ισορροπεί ανάμεσα στη μορφή του Ορατορίου και της Όπερας, και είναι γεμάτο από πολλά δραματικά-οπερατικά στοιχεία. Στις 8/11, στο Ολύμπια Δημοτικό Μουσικό Θέατρο «Μαρία Κάλλας», παλαιά στέγη της Εθνικής Λυρικής Σκηνής (ΕΛΣ), παρακολουθήσαμε παράσταση του εν λόγω αριστουργήματος, σε συμπαραγωγή με το Διεθνές Φεστιβάλ Händel του Göttingen (γερμ. Internationale Händel-Festspiele Göttingen) και αρχιμουσικό τον Γιώργο Πέτρου, που από το 2022 κατέχει τη θέση του καλλιτεχνικού διευθυντή του θεσμού. Η παραγωγή είχε παρουσιαστεί για πρώτη φορά στο Göttingen στις 19/5/2022, με σχεδόν την ίδια φωνητική διανομή· σημειώνουμε ότι αντικαταστάθηκαν οι Vivica Genaux (διάσημη μεσόφωνος που είχε τότε κρατήσει τους ρόλους των Ino και Juno) και Riccardo Novaro (που είχε κρατήσει τους ρόλους των Cadmus, Somnus και Αρχιερέα).
Το ανέβασμα σκηνοθέτησε ο ίδιος ο Πέτρου, που συνεργαζόμενος με τους Πάρι Μέξη (κοστούμια) και Στέλλα Κάλτσου (φωτισμοί), μέσω μίας εκμοντερνισμένης ματιάς έφερε στην επιφάνεια το χιούμορ και τα θεατρικά στοιχεία του έργου, με ορισμένες πινελιές που ενίοτε φλέρταραν υπερβολικά έντονα με το γκροτέσκο. Τα κοστούμια αντλούσαν το ύφος τους από την εποχή του συνθέτη, την αρχαιότητα αλλά και τη σύγχρονη περίοδο. Ο Πέτρου, στο τιμόνι της πρόθυμης Συμφωνικής Ορχήστρας του Δήμου Αθηναίων, ενισχυμένης από τρεις ξένους και ιδιαίτερα έμπειρους στην ιστορική ερμηνεία μουσικούς, τους Jesús Merino Ruiz, βιολί, Francesco Tomasi, θεόρβη, και William Shaw, τσέμπαλο (ειδικά ο τελευταίος υπήρξε δεξιοτεχνικός στα πολλά αυτοσχεδιαστικά περάσματα των recitativi), της ολιγομελούς Χορωδίας Δωματίου Αθηνών, που απέδωσε με εκφραστική ορθότητα, και έχοντας στη διάθεσή του μία πλειάδα έξοχων τραγουδιστών στους ρόλους, χάρισε ένα αξιοσημείωτης ποιότητας ανέβασμα, που σεβάστηκε το ύφος του συνθέτη, τα ζητούμενα της παρτιτούρας και την υπέροχη εκφραστική δύναμη του έργου. Ωστόσο, ήταν οι έξι τραγουδιστές που έκλεψαν την παράσταση. Η Marie Lys (Semele), με κρυστάλλινη φωνή αντιμετώπισε άνετα τις πολλές τεχνικές απαιτήσεις του ρόλου και τις συχνές κολορατούρες, ο Jeremy Ovenden (Δίας/Απόλλων) κράτησε τη μεγάλη γραμμή των ρόλων του με φωνή τενόρου εξαιρετικής λυρικής έκφρασης και κατά τη δεύτερη πράξη με περίσσεια μουσικότητα ερμήνευσε την κοσμαγάπητη άρια Where’er you walk, η θαυμάσια Dara Savinova υπήρξε δυναμική, σκοτεινή και αρκούντως εκδικητική ως Ήρα όπως και ελκυστική ως Ινώ, αδελφή της Σεμέλης, ο Gianluca Margheri (Κάδμος/Ύπνος/Αρχιερέας) κρίθηκε επιβλητικός στους ρόλους του, ενώ ο Rafał Tomkiewicz (Αθάμας) εντυπωσίασε με την καλοδουλεμένη του φωνή κόντρα τενόρου. Τι άλλο να αναφέρουμε από το ότι θα ήταν εκπληκτικό να συνεχιστεί η συνεργασία με το ονομαστό γερμανικό φεστιβάλ, δίνοντας στο αθηναϊκό κοινό την ευκαιρία να εκτιμήσει και άλλα έργα του μεγάλου Handel.
Περίπου μία εβδομάδα αργότερα, στις 16/11, από την ΕΛΣ, παρακολουθήσαμε σε συμπαραγωγή με την Opéra Comique του Παρισιού, την τετράπρακτη όπερα Οι Αστραπές (γαλλ. Les Éclaires) του Philippe Hersant (γ. 1948), σε λιμπρέτο του συγγραφέα Jean Echenoz (γ. 1947, βιβλία του έχουν μεταφραστεί και στα ελληνικά), η οποία παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στις 2/11/2021 με επιτυχία. Η πλοκή της εμπνέεται από τον Σερβο-αμερικανό εφευρέτη μηχανικό Nikola Tesla (1856-1943), που ανακάλυψε το περιστρεφόμενο μαγνητικό πεδίο και εξέλιξε το τριφασικό σύστημα μετάδοσης της ηλεκτρικής ενέργειας. Η αρκετά δύσκολη σχέση του με τον εγωκεντρικό Αμερικανό εφευρέτη Thomas Edison (1847-1931) και η περίοδος που έδρασε στην Αμερική, αποτελούν βασικά στοιχεία της πλοκής, ενώ ο ευαίσθητος χαρακτήρας του, που στο έργο ονομάζεται Gregor, αποτελεί τον πυρήνα του έργου.
Η παρτιτούρα, συνολικής διάρκειας περίπου δύο ωρών, χωρίζεται σε εικοσιπέντε σκηνές και είναι λαξευμένη με γνώση και ευαισθησία. Η μουσική της γλώσσα παραμένει ουσιαστικά τονική, με άφθονες γοητευτικές στιγμές, ενώ η ενορχήστρωση έχει γίνει με ιδιαίτερη τέχνη. Ο συνθέτης γνωρίζει και σέβεται τις δυνατότητες της ανθρώπινης φωνής, στοιχεία διόλου αυτονόητα κατά την εποχή μας. Χωρίς να χάνει το προσωπικό του στίγμα, το μουσικό του ιδίωμα, ιδιαίτερα κατά το parlando στοιχείο των ρόλων, συγγενεύει με το ύφος συνθετών του παρελθόντος, όπως είναι λ.χ. ο Claude Debussy (1862-1918), o Francis Poulenc (1899-1963) και κυρίως ο Leoš Janáček (1854-1928). Με εύστοχο τρόπο προβαίνει σε παραθέσεις μελωδιών και ρυθμών Jazz, αλλά και μελωδιών της παραδοσιακής μουσικής των Βαλκανίων, που είναι η γεωγραφική περιοχή καταγωγής του Tesla. Ακόμη, σημειώνουμε ότι μία παράθεση που ακούγεται με νόημα νωρίς στο έργο και αρκετές φορές, από την τρομπέτα, όταν καταφθάνει ο τελευταίος στην Αμερική, αποτελεί το θέμα του τρίτου μέρους, Scherzo, της Συμφωνίας αρ. 9, του Νέου Κόσμου, Op. 95, B. 178, του Antonín Dvořák (1841-1904).
Η σκηνοθεσία του Clément Hervieu-Léger (υπεύθυνη αναβίωσης, Claire Pasquier), τα σκηνικά της Aurélie Maestre, τα κοστούμια της Caroline de Vivaise και οι φωτισμοί του Bertrand Couderac (αναβίωση φωτισμών, Enzo Cescatti), έστησαν με λιτά και ουσιαστικά μέσα, λειτουργικά σκηνικά και κοστούμια, όπου οι αποχρώσεις του γκρίζου και του μαύρου δέσποζαν, ένα ιδανικό πλαίσιο όπως και την απαιτούμενη ατμόσφαιρα, για την ανάδειξη της όπερας. Κατά την ελληνική παρουσίαση του έργου, η διανομή ανατέθηκε σε Έλληνες τραγουδιστές, οι οποίοι πρόσφεραν τον καλύτερό τους εαυτό σε μία παρτιτούρα υψηλών απαιτήσεων, διόλου εύκολης στην εκμάθηση και απομνημόνευσή της, με δύσκολα μουσικά διαστήματα, που προϋποθέτουν πολύ καλό «αυτί», όπως και σύνθετα ρυθμικά σχήματα. Ειδικότερα, ο βαρύτονος Χάρης Ανδριανός, μουσικά και υποκριτικά άρτιος, πρότεινε έναν μεγαλοφυή, ιδιότυπο, αλλά κυρίως ιδεαλιστή και ευαίσθητο Gregor, που μέχρι το τέλος δεν χάνει την προσωπική του αλήθεια και αγνότητα, όπως και την σχεδόν εμμονική αγάπη του για τα πουλιά, που αποκτούν συμβολικό χαρακτήρα. Στον ρόλο του Edison, ο βαρύτονος Γιάννης Σελητσανιώτης υπήρξε πειστικός, αποδίδοντας με ωραίου ηχοχρώματος φωνή και καλά εστιασμένη έκφραση τον εγωκεντρικό ήρωά του. Η υψίφωνος Χρύσα Μαλιαμάνη με φωνή φρέσκια και αμεσότητα έκφρασης επωμίσθηκε τον ρόλο της Betty. Ως Ethel Axelrod ξεχωρίσαμε τη μεσόφωνο Νεφέλη Κωτσέλη, που τραγούδησε με γεμάτη φωνή και ορθή τεχνική. Στους υπόλοιπους ρόλους διακρίθηκαν για τις ερμηνευτικές και υποκριτικές τους ικανότητες οι Μάριος Σαραντίδης (Parker), Γιάννης Καλύβας (Norman Axelrod) και Μιχάλης Πλατιανιάς (Καπετάνιος/Υπηρέτης/Βοηθός του Edison). H χορωδία και η ορχήστρα της ΕΛΣ, απέδωσαν με ενδιαφέρον και ρυθμική ακρίβεια, υπό τη διεύθυνση του Ηλία Βουδούρη.
Συνεχίζοντας, τρεις μέρες αργότερα, στις 19/11, στην Αίθουσα Χρήστος Λαμπράκης του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών, παρακολουθήσαμε πανηγυρική συναυλία της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών (ΚΟΑ), αφιερωμένη στη συμπλήρωση 70 χρόνων του Συλλόγου «Οι Φίλοι της Μουσικής», φορέα με πρωτοβουλία του οποίου δημιουργήθηκε το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών (ΜΜΑ). Την ΚΟΑ διηύθυνε ο διακεκριμένος Φινλανδός αρχιμουσικός Hannu Lintu, κύριος αρχιμουσικός της Εθνικής Όπερας και του Μπαλέτου της Φινλανδίας, ο οποίος έχει προσφέρει ικανό αριθμό αξιόλογων ηχογραφήσεων. Το πρόγραμμα άρχισε με αποσπάσματα από την Ταναγραία, Op. 17, του Γιώργου Σισιλιάνου (1920-2005): τα μέρη από το μπαλέτο (ορθότερα, χορόδραμα) του 1957, γραμμένο αρχικά για δύο πιάνα και κρουστά, ενορχηστρωμένο αργότερα, ερμηνεύτηκαν με προσοχή στην ανάδειξη των χαρακτηριστικών ελληνικών ρυθμικών σχημάτων που οδηγήθηκαν επιτυχώς στην επιφάνεια. Ακολούθησε το διάσημο Κοντσέρτο για βιολί, Op. 47, του Jean Sibelius (1865-1957), με σολίστ τον νεαρό (22 ετών) Σουηδό Daniel Lozakovich, που σήμερα ανήκει στους διαπρεπέστερους της γενιάς του, εμφανιζόμενος σε μεγάλες αίθουσες συναυλιών με σημαντικές ορχήστρες και σπουδαίους αρχιμουσικούς, επιπλέον έχοντας υπογράψει αποκλειστικό συμβόλαιο με την κορυφαία των δισκογραφικών εταιρειών, Deutsche Grammophon, το οποία έχει ήδη αποφέρει εκλεκτούς καρπούς. Με έναν καλοδουλεμένο, αστραφτερό, τονικά ακριβή, αλλά και γλυκό όπου έπρεπε, ήχο, και παράλληλα αξιοποιώντας το πλούσιο τεχνικό του οπλοστάσιο, προσέγγισε την παρτιτούρα του Sibelius προτείνοντας μία αξιοθαύμαστη ερμηνεία εκλεπτυσμένου λυρισμού. Σμίλευε τις μουσικές φράσεις με γούστο, ευγένεια και αυτοπεποίθηση. Ο Lintu πέτυχε να εκμαιεύσει μία ξεχωριστή συνοδεία από την ΚΟΑ, ενθαρρύνοντάς την να έρθει σε ένα ενδιαφέροντα και γεμάτο εσωτερικό παλμό διάλογο με τον σολίστ. Δυστυχώς, το κοινό άκαιρα χειροκροτούσε ανάμεσα στα μέρη καταστρέφοντας την αίσθηση της συνέχειας. Εκτός προγράμματος, ο νεαρός σολίστ χάρισε μία μεταγραφή για σόλο βιολί του γνωστού τραγουδιού, με τίτλο Φθινοπωρινά Φύλλα (γαλλ. Les Feuilles Mortes, σε ακριβή μετάφραση, Νεκρά Φύλλα), που έγραψε ο Ούγγρος συνθέτης Joseph Kosma (1905-1969).
Στο δεύτερο μέρος της βραδιάς, μειώνοντας τα μέλη της ορχήστρας, σύμφωνα με τις απαιτήσεις των ορχηστρών της λεγόμενης κλασικής περιόδου της μουσικής ιστορίας, ο Lintu εξερεύνησε τη Συμφωνία αρ. 3, Op. 55, Eroica, του Ludwig van Beethoven (1770-1827). Έχοντας ελαφρύνει τον ήχο του συνόλου, ο οποίος τα χέρια του ήταν ιδιαζόντως εύπλαστος, επιλέγοντας σφριγηλά tempi, κινούμενος με σκέψη στα μονοπάτια της μεγάλης παρτιτούρας και φωτίζοντας καλά τα δομικά στοιχεία του έργου, κατέθεσε μία ερμηνεία ουσίας, ιστορικά ενημερωμένης, συναρπαστική (λ.χ. σημειώσαμε τον εκρηκτικό τρόπο που προετοίμαζε και έκτιζε τα crescendi και τις κλιμακώσεις κατά το πρώτο μέρος, Allegro con brio. Η καρποφόρα τούτη σύμπραξή του με την ΚΟΑ ασφαλώς θα πρέπει να έχει και συνέχεια στο προσεχές μέλλον.
Ολοκληρώνουμε το παρόν μας κριτικό σημείωμα με αναφορά στο ρεσιτάλ, με γενικό τίτλο Ηρωισμός και Πάθος, του νεαρού (22 ετών) πιανίστα Βασίλη Γάββαρη, που δόθηκε στις 20/11, στηνΑίθουσα Γιάννης Μαρίνος της Μουσικής Βιβλιοθήκης του Συλλόγου «Οι Φίλοι της Μουσικής» στο ΜΜΑ. Ο Γάββαρης επέλεξε να παρουσιάσει ένα απαιτητικό πρόγραμμα μέσω του οποίου μπορέσαμε να εκτιμήσουμε τις μουσικές και τεχνικές του ικανότητες. Μέσα από την ερμηνεία κάθε έργου επιβεβαιωνόταν η σοβαρότητα της μελέτης του, η σκληρή του εργασία, αλλά και η αγάπη και η πίστη του τόσο προς την ίδια τη μουσική αλλά και προς τον ευγενή στόχο της διάκρισης. Πρώτο έργο στο πρόγραμμά του υπήρξε το Πρελούδιο και Φούγκα αρ. 6, BWV 875, από το Δεύτερο Βιβλίο του Καλά Συγκερασμένου Κλειδοκύμβαλου, του Johann Sebastian Bach (1685-1750), το οποίο έπαιξε με ρυθμική συνέπεια και ενδιαφέρον. Στη συνέχεια πρότεινε μία προσεγμένη στη λεπτομέρεια ερμηνεία της Σονάτας αρ. 12, Op. 26, του Beethoven: κατά το πρώτο μέρος του έργου, Andante con variazioni, πέτυχε να αναδείξει τον ολύμπιο χαρακτήρα του θέματος όπως και τον διαφορετικό εκείνο, της κάθε παραλλαγής που το ακολουθεί. Κατά το δεύτερο μέρος, Scherzo, φώτισε θαυμάσια την υποδειγματική μπετοβενική αντιστικτική γραφή. Στο τρίτο μέρος, Maestoso andante, marcia funebre sulla morte d’un eroe, ισορρόπησε με νόημα το πένθιμο με το ηρωικό στοιχείο, ενώ κατά το τέταρτο μέρος, Allegro, άφησε τους φθόγγους των δεκάτων έκτων να ρεύσουν με ευφράδεια, καθαρότητα και ιδιωματική βεβαιότητα. Διαπιστώσαμε ότι ο Γάββαρης διαθέτει μία ιδιαίτερη έφεση και φανερή αγάπη προς τον παμμέγιστο και ερμηνευτικά δυσπρόσιτο Beethoven, μουσουργό της μεγάλης πνοής, της επινοητικότητας, του τρανού συναισθήματος και του φιλοσοφικού στοχασμού, που ζητά τόσα πολλά από τον ερμηνευτή, όπως ψυχική γενναιοδωρία, τέχνη, τεχνική, λογική και οξυδέρκεια. Αναμένουμε, λοιπόν, από εκείνον περεταίρω εξερεύνηση του μπετοβενικού σύμπαντος.
Έκλεισε το πρώτο μέρος του προγράμματός του με το Scherzo αρ. 1, Op. 20, του Frédéric Chopin (1810-1849), το οποίο προσέγγισε με την απαιτούμενη φλόγα και ορμή. Άνοιξε το δεύτερο μέρος του ρεσιτάλ με το έργο Vers La Vie Nouvelle (ελλ. Προς μία Νέα Ζωή) της αλησμόνητης παιδαγωγού, διευθύντριας ορχήστρας και συνθέτριας Nadia Boulanger (1887-1979). Ξεδίπλωσε στοχαστικά τη σύνθεση βρίσκοντας το σωστό «γαλλικό» ύφος και κτίζοντας με σκέψη την πορεία από το σκοτάδι προς την ελπίδα του φωτός, δηλαδή από τις εναρκτήριες σκοτεινές σελίδες προς τις πιο αισιόδοξες, που αντικατοπτρίζουν το αίσθημα της εποχής κατά την οποία γράφτηκε το έργο, περίπου το 1916, στη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου. Προχωρώντας, στη σύντομης διάρκειας Σπουδή Op. 8, αρ. 2, του Alexander Scriabin (1872-1915), που ακολούθησε, ο πιανίστας ανέδειξε τον ρομαντισμό, την υπέροχη αραβουργηματική γραφή, που σχηματίζεται από ροή φθόγγων αξίας δεκάτων έκτων στο δεξί χέρι, όπως και τις σημαίνουσες αυξομειώσεις δυναμικής (εναλλαγές δυναμικής piano και crescendo).
Έκλεισε το επίσημο μέρος της βραδιάς του με μία θαυμάσιας ορμητικότητας και ενέργειας ερμηνεία της μονομερούς Σονάτας αρ. 1, Op. 1, του Sergei Prokofiev (1891-1953), όπου το πιανιστικό élan κάθε άλλο παρά απουσίαζε.
Εκτός προγράμματος και ανταποκρινόμενος στα παρατεταμένα χειροκροτήματα του κοινού πρότεινε μία όλο brio ανάγνωση του τέταρτου μέρους, Andante mosso, της Μικρής Σουίτας για πιάνο του Μίκη Θεοδωράκη (1925-2021)· τόνισε εύστοχα το κυρίαρχο ostinato ρυθμικό σχήμα τηρώντας σωστά το προαναφερθέν tempo κι όχι επιλέγοντας, όπως ενίοτε άλλοι ομότεχνοί του, ίσως προς εντυπωσιασμό, ένα αρκετά πιο γρήγορο, κάποιες φορές Allegro, το οποίο στην πορεία μπορεί να μετατραπεί –poco a poco affrettando– σε Presto, αλλοιώνοντας τον χαρακτήρα του κομματιού και μετατρέποντάς το σε κάτι άλλο, που θα θύμιζε λ.χ. τον Χορό της Φωτιάς (Manuel de Falla, 1876-1946, El amor brujo).
Εν κατακλείδι, ευχόμαστε στον ταλαντούχο πιανίστα, κάθε επιτυχία στην επίτευξη των μουσικών του στόχων.