Δύο εμβληματικές όπερες μεγάλων Ιταλών μουσουργών από την Εθνική Λυρική Σκηνή: «Μήδεια» του Luigi Cherubini, σε σκηνοθεσία David McVicar, και «Madama Butterfly» του Giacomo Puccini, σε σκηνοθεσία Olivier Py

Σκηνή από τη "Μήδεια" (φωτογραφία: Ανδρέας Σιμόπουλος)
Σκηνή από τη “Μήδεια” (φωτογραφία: Ανδρέας Σιμόπουλος)

Είναι γνωστό ότι ο κορυφαίος Γερμανός συνθέτης Ludwig van Beethoven (1770-1827) εκτιμούσε περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο σύγχρονο ομότεχνό του, τον Ιταλό συνθέτη Luigi Cherubini (1760-1842). Και δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς το γιατί. Η διαύγεια της μουσικής σκέψης και  η δύναμη της γραφής του τελευταίου, σε συνδυασμό με μία άρτια λαξευμένη δραματική-θεατρική αίσθηση, υποστηριγμένη από επινοητική ενορχήστρωση, είναι στοιχεία που πάντα ξεχωρίζουν στα μεγάλα οπερατικά του έργα.

Δίχως άλλο η διασημότερη όπερα του Cherubini είναι η Médée, σε λιμπρέτο του Γάλλου συγγραφέα και κριτικού François-Benoît Hoffmann (1760-1828), βασισμένο στα ομότιτλα έργα των Ευριπίδη (περ. 480-περ. 406 π.Χ.) και Pierre Corneille (1606-1684). To έργο, που ανήκει στο είδος της opéra-comique, παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο Θέατρο Feydeau των Παρισίων, στις 13 Μαρτίου 1797, στη γαλλική γλώσσα και με ομιλούμενα μέρη, όπως προέβλεπε το είδος. Καίτοι στην εν λόγω πρώτη και αυθεντική του μορφή, είναι έξοχο, τόσο από μουσικής όσο και από δραματικής άποψης, μετά την πρεμιέρα του, μεταφράστηκε και υπέστη ποικίλες αλλαγές και συντομεύσεις.

Το 1953, στη Φλωρεντία και στο πλαίσιο του 16ο Φεστιβάλ Μουσικού Φλωρεντινού Μαΐου, η δική μας κορυφαία υψίφωνος Μαρία Κάλλας (1923-1977) τραγούδησε τον ομώνυμο ρόλο για πρώτη φορά στη σταδιοδρομία της, σε μία ιδιαίτερα επιτυχημένη παραγωγή: επρόκειτο για την ιταλική εκδοχή του έργου, μεταφρασμένη από τον Ιταλό λιμπρετίστα και ποιητή Carlo Zangarini (1873-1943), με ρετσιτατίβα γραμμένα από τον Γερμανό συνθέτη και διευθυντή ορχήστρας Franz Lachner (1803-1890), αντλημένα από την εκδοχή που είχε παρουσιαστεί το 1855, στη Γερμανία και στη γερμανική γλώσσα. Στις μέρες μας, μολονότι πολλά λυρικά θέατρα προτιμούν την ιταλική εκδοχή, κάποια άλλα, όπως και ορισμένα φεστιβάλ (λ.χ. Φεστιβάλ του Salzburg, 2019), επιστρέφουν στην αυθεντική πρώτη εκδοχή, επανανακαλύπτοντας το έργο, ακριβώς όπως το συνέλαβε ο δημιουργός του, στην πραγματική του διάσταση και με όλες του τις αρετές.

Η Εθνική Λυρική Σκηνή (ΕΛΣ), στο πλαίσιο του εορτασμού των 100 ετών από τη γέννηση της Κάλλας και συνεργαζόμενη με τρία διάσημα λυρικά θέατρα, την Μητροπολιτική Όπερα της Νέας Υόρκης, την Όπερα του Καναδά και τη Λυρική Όπερα του Σικάγο, προέβη σε ανέβασμα της Μήδειας, στην ιταλική της εκδοχή που, όπως προαναφέρθηκε, είχε ερμηνεύσει η αθάνατη Ελληνίδα. Να θυμίσουμε ότι στις 6 και 13/8/1961, η divina είχε τραγουδήσει τον ρόλο, πάντα στην ίδια εκδοχή, σε θρυλικό ανέβασμα που δόθηκε στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου.

Κατά την πρόσφατη αθηναϊκή παραγωγή της όπερας (από της έξι παραστάσεις, παρακολουθήσαμε την τελευταία, στις 9/5, στην Αίθουσα Σταύρος Νιάρχος), είχαμε τη χαρά να απολαύσουμε την πολυτελή παραγωγή, που υπέγραφαν οι David McVicar (σκηνοθεσία, σκηνικά), Jonathan Loy (υπεύθυνος για την αναβίωση της σκηνοθεσίας), Hannah Postlethwaite (συνεργάτιδα σκηνογράφος), Doey Lüthi (κοστούμια), Jo Meredith (κινησιολογία), Paul Constable (φωτισμοί), Clare ODonoghue (συνεργάτιδα φωτισμών), S. Katy Tucker (σχεδιασμός προβολών) και Blake Manns (συνεργάτης σχεδιασμού προβολών). Μπαίνοντας στην αίθουσα, είδαμε αποτυπωμένο στην αυλαία, ένα τρομαγμένο γυναικείο πρόσωπο, σαν προσωπείο, με ορθάνοιχτα μάτια και στόμα, που έδινε από την αρχή το στίγμα του δράματος που επρόκειτο να ακολουθήσει. Κατά τη διάρκεια της παράστασης, ένας μεγάλος επικλινής καθρέπτης αντικατόπτριζε τα επί σκηνής διαδραματιζόμενα, σαν μάτι που παρακολουθούσε (βλ. πρώτη φωτογραφία), προσφέροντας με ονειρικό τρόπο την εντύπωση ζωντανού πίνακα ζωγραφικής. Έτσι το κοινό έβλεπε, μέσα από τον καθρέπτη, μία διαφορετική όσο και ενδιαφέρουσα άποψη του σκηνικού και της κίνησης των ηρώων. Επιπλέον, η χρήση βιντεοπροβολών (καταιγίδες, σύννεφα και φλόγες, ανάμεσα σε άλλα) προσέδιδε μία εντυπωσιακή κινηματογραφική απόχρωση στην άρτια στημένη σκηνοθεσία του έμπειρου McVicar, ο οποίος πέτυχε με ευστοχία να αναδείξει την ψυχογραφική-τραγική διάσταση των ρόλων. Στο τέλος είδαμε την ηρωίδα με νόημα πλαισιωμένη από τα άψυχα σώματα των παιδιών της, που είχε σκοτώσει εκδικούμενη τον Ιάσωνα, ο οποίος, ως γνωστόν, την άφησε για την Γλαύκη.

Η σοπράνο Anna Pirozzi στον ρόλο της Μήδειας (φωτογραφία: Ανδρέας Σιμόπουλος)

Επικεφαλής της φωνητικής διανομής, η διακεκριμένη Ιταλίδα υψίφωνος Anna Pirozzi, την οποίαν είχαμε εκτιμήσει σχετικά πρόσφατα ως Turandot, στην ομώνυμη όπερα του Giacomo Puccini, 1858-1924, στη Βασιλική Όπερα του Λονδίνου (15/3, βλ. critics-point, 16/5), μας κέρδισε για ακόμη μια φορά με τη μεγάλη σε εύρος φωνή της, η οποία υπήρξε πραγματικά ατρόμητη στις δυσκολίες του ρόλου, τη στιβαρή τεχνική της και κυρίως με το δραματικό της ένστικτο, που σε κάθε φράση φώτιζε την αγωνία, τη θυελλώδη διάσταση όπως και τις σκοτεινές σκέψεις της Μήδειας˙ με πόσο νόημα, θυμό, απογοήτευση και τραγικό αίσθημα ερμήνευσε τη σκηνή E, Che? Io son Medea! της τρίτης πράξης.

Δίπλα της, ο Giorgio Berrugi, με φωνή υψηλών αντοχών και εκφραστική δύναμη, υποστήριξε τον ρόλο του Ιάσωνα. Η Γλαύκη της Βασιλικής Καράγιαννη, η Νέρις της Νεφέλης Κωτσέλη και ο Κρέοντας του Γιάννη Γιαννίση, κινήθηκαν στο ίδιο άρτιο φωνητικό και υποκριτικό επίπεδο. Τη διανομή συμπλήρωσαν οι Νικόλας Ντούρος (επικεφαλής της φρουράς) Δέσποινα Σκαρλάτου (πρώτη υπηρέτρια) και Μάρθα Σωτηρίου (δεύτερη υπηρέτρια).

Ο Γάλλος αρχιμουσικός, τακτικός συνεργάτης της ΕΛΣ, Philippe Auguin, στήριξε με ενδιαφέρον τους τραγουδιστές του, εξασφάλισε ποιότητες από την ορχήστρα και τη χορωδία (προετοιμασμένη από τον Αγαθάγγελο Γεωργακόπουλο) και πρόσφερε μία ανάγνωση που χαρακτηρίστηκε από ευστοχία στην υπογράμμιση της ευφάνταστα συναρπαστικής μουσικής αφήγησης του Cherubini.

H σοπράνο Anna Sohn στον ρόλο της Butterfly και ο τενόρος Andrea Carè στον ρόλο του Pinkerton (φωτογρφία: Ανδρέας Σιμόπουλος)

Προχωρώντας, μερικές εβδομάδες αργότερα, πάλι από την ΕΛΣ, αλλά αυτή τη φορά στο Ωδείο Ηρώδου του Αττικού και στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών-Επιδαύρου, παρακολουθήσαμε στις 7/6, παράσταση της όπερας Madama Buttefly, του Puccini, σε λιμπρέτο των Luigi Illica (1857-1919) και Giuseppe Giacosa (1847-1906), που ανέβηκε για πρώτη φορά στις 17/2/1904, στη Scala του Μιλάνου. Μολονότι σήμερα αποτελεί μία από τις δημοφιλέστερες όπερες πλήρους του ρεπερτορίου, η πρεμιέρα δεν είχε ιδιαίτερη επιτυχία, με αποτέλεσμα ο συνθέτης να επεξεργαστεί εκ νέου την παρτιτούρα του και να παρουσιάσει πάλι το έργο, τρεις μήνες αργότερα, αυτή τη φορά κερδίζοντας τα θερμά όσο και ενθουσιώδη χειροκροτήματα του κοινού, στις 28/5/1904, στο Teatro Grande της Brescia. Να προσθέσουμε εδώ, ότι στη συνέχεια, προχώρησε και σε άλλες αλλαγές στην παρτιτούρα, αφήνοντας πίσω του τέσσερις εκδοχές.

Το αριστουργηματικό έργο έχει παρουσιαστεί πολλές φορές στην Ελλάδα. Θυμίζουμε ότι η πρώτη φορά που παρουσιάστηκε εδώ, ήταν από την ΕΛΣ, στις 25/10/1940, λίγες μέρες πριν από την κήρυξη του ελληνοϊταλικού πολέμου. Τελευταία φορά που είχαμε παρακολουθήσει το έργο από την ΕΛΣ, ήταν μόλις τον Οκτώβριο του 2020, στην Αίθουσα Σταύρος Νιάρχος, σε σκηνοθεσία του Αργεντινού σκηνοθέτη Hugo de Ana (την ίδια σκηνοθεσία είχαμε δει στο Ηρώδειο και στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών, το 2013 και το 2017, βλ. critics-point, 25/10/2020).

Για την πιο πρόσφατη νέα παραγωγή της, η ΕΛΣ, συνεργάστηκε με τον γνωστό Γάλλο σκηνοθέτη, ηθοποιό και συγγραφέα Olivier Py, που για πρώτη φορά στη σταδιοδρομία του αντιμετώπιζε έργο του Puccini. Θα σημειώσουμε ότι ο Py είχε συνεργαστεί και κατά το σχετικά πρόσφατο παρελθόν με το λυρικό μας θέατρο, έχοντας υπογράψει την επιτυχημένη σκηνοθεσία της όπερας Wozzeck του Αυστριακού συνθέτη Alban Berg (1885-1935), που είχαμε πάλι παρακολουθήσει από τον Ιανουάριο του 2020 (βλ. critics-point, 3/2/2020).

Η  υπόθεση της Madama Butterfly διαδραματίζεται στην Ιαπωνία, στο Ναγκασάκι, και στρέφεται γύρω από τον έρωτα της δεκαπεντάχρονης Ιαπωνίδας γκέισας Cio-Cio-San (Madama Butterfly) για τον Αμερικανό αξιωματικό του ναυτικού, Benjamin Franklin Pinkerton. Ο τελευταίος, μετά από τον γάμο τους και τις επιπόλαιες υποσχέσεις του, εγκαταλείπει την νεαρή, επιστρέφοντας τρία χρόνια αργότερα με τη νέα του Αμερικανίδα σύζυγο. Η Butterfly στο διάστημα της απουσίας του, τον περίμενε καρτερικά, έχοντας φέρει στη ζωή τον γιο τους. Αντιμέτωπη με την σκληρή αλήθεια και αντιλαμβανόμενη ότι θα πρέπει να αποχωριστεί το παιδί τους, παραδίδοντάς το στη νέα κυρία Pinkerton, η ηρωίδα αυτοκτονεί.

Ο Py στόχευσε στην ανάδειξη του πολιτικού μηνύματος του έργου, μεταθέτοντας την πλοκή χρονικά, από το 1904, μεταγενέστερα· συγκεκριμένα, μετά από τη ρίψη της ατομικής βόμβας, τον Αύγουστο του 1945. Ειδικότερα, κατά τη δεύτερη πράξη, βλέπουμε τμήματα προερχόμενα από τις γνωστές, λόγω των συχνών δημοσιεύσεων, ασπρόμαυρες φωτογραφίες που απαθανατίζουν την απόλυτη καταστροφή και ισοπέδωση του Ναγκασάκι μετά τη ρήψη της βόμβας από τους Αμερικανούς, οι οποίοι στέρησαν τη ζωή σε χιλιάδες ανθρώπους.

Ο σκηνοθέτης τοποθέτησε την ορχήστρα πάνω στη σκηνή και πίσω από τους τραγουδιστές, που κινούνταν μπροστά της και πάνω σε μία περίπου άδεια μαύρη στρογγυλή εξέδρα (βλ. τελευταία φωτογραφία). Κατά την πρώτη πράξη, πάνω από την ορχήστρα, είδαμε αμερικανικά και ιαπωνικά εταιρικά λογότυπα. Ενδεχομένως η εικόνα να ξένισε μερίδα του κοινού, ωστόσο, βρήκαμε ότι η σκηνοθετική άποψη, στήριξε την επιλογή.

Ο Py, συνεργαζόμενος με τους PierreAndré Weitz, σταθερό συνοδοιπόρο του (σκηνικά και κοστούμια), Bertrand Killy (φωτισμοί) και Daniel Izzo (χορογραφία, κίνηση), πέτυχε να δώσει μία πρωτότυπη όσο και ευφάνταστη άποψη του αγαπημένου έργου. Επτά λευκές φιγούρες (χορευτές) περιφέρονταν σαν πνεύματα-φαντάσματα των προγόνων της ηρωίδας, έξι λευκά φωτισμένα μπαλόνια βρίσκονταν κοντά στη στρογγυλή σκηνή και σταδιακά αφήνονταν στον αέρα˙ το πρώτο, με εύστοχο τρόπο, στο τέλος της πρώτης πράξης, συμβολίζοντας την πανσέληνο. Ο Αμερικανός πρόξενος Sharpless και η Suzuki, υπηρέτρια της Cio-Cio-San, που συμπάσχουν και ανήκουν στα συμπαθή πρόσωπα του έργου, ήταν από την αρχή του έργου και με νόημα ντυμένοι στο πένθιμο μαύρο χρώμα, ενώ η Butterfly σημείωνε την πρώτη της εμφάνιση φορώντας ξανθιά περούκα στο στυλ της Αμερικανίδας σταρ του Hollywood Marilyn Monroe (1926-1962), προκειμένου να υπογραμμιστεί η επιθυμία της νεαρής να ασπαστεί το αμερικανικό πρότυπο. Σε κάθε περίπτωση, βρήκαμε ότι ο Py μπόρεσε με σκέψη να φωτίσει το δράμα και την αργή πορεία του προς την καταστροφική κατάληξη, όπως και να κατευθύνει με ευστοχία τους ήρωες επί σκηνής.

Η σοπράνο Anna Sohn στον ρόλο της Madama Butterfly (φωτογραφία: Ανδρέας Σιμόπουλος)

Στον ρόλο της Buttefly, η Νοτιοκορεάτισσα υψίφωνος Anna Sohn άφησε άριστες εντυπώσεις, διαθέτοντας φωνή εκλεπτυσμένου ηχοχρώματος και λυρικής ζεστασιάς. Σχημάτισε τις πλατιές μουσικές φράσεις με συναίσθημα και σαφή αίσθηση του ιταλικού ύφους. Παρέδωσε μία ηρωίδα ευαίσθητη, αισθαντική, αγνή αλλά και αποφασιστική, τραγική όσο και ιδιαίτερη. Θα πρέπει να αναφέρουμε ότι κατά την αρχή της δεύτερης πράξης και εκτελώντας μία χορογραφική κίνηση τραυμάτισε άσχημα τον αστράγαλό της. Ωστόσο, δεν εγκατέλειψε τη σκηνή και αντιμετώπισε με άνεση τις απαιτητικές σελίδες των δύο τελευταίων πράξεων, ειδικά του σπαραξικάρδιου φινάλε (Tu, tu, piccolo iddio!) , κατά ο οποίο αφού αγκαλιάσει το μικρό της παιδί, το αποχαιρετά, το στέλνει μακριά της να παίξει και εκείνη, ακούγοντας από μακριά τη φωνή του Pinkerton να φωνάζει το όνομά της, αυτοκτονεί. Η Sohn ανέβηκε στη σκηνή για την τελευταία πράξη υποβασταζόμενη και μετά τη λήξη της παράστασης, καταβάλλοντας μεγάλη προσπάθεια προκειμένου να σταθεί, χαιρέτησε το ενθουσιώδες κοινό. Ο Ιταλός τενόρος, Andrea Carè, που την σήκωσε στην αγκαλιά του κατεβάζοντάς την από τη σκηνή μετά τις υποκλίσεις, υπήρξε ένας εξαιρετικός Pinkerton, αξιοποιώντας έξυπνα τη θερμή φωνή του, με τα στιβαρά κέντρα και τις καλές ψηλές νότες, παράλληλα προσέχοντας την άρθρωση των λέξεων του libretto. Μπόλιασε με τη σωστή δόση αισθήματος τύψεων, το ύστατο arioso του, Addio, fiorito asil.

H πιστή στην Butterfly, ως το τέλος, υπηρέτρια Suzuki της Ρωσίδας μεσοφώνου Alisa Kolosova υπήρξε όντως υποδειγματική. Η ωραία μαλακιά, σκουρόχρωμη και βαθιά φωνή της, συνδυασμένη με προσεγμένη  μουσικότητα, μας εντυπωσίασαν ιδίως κατά τις δύο τελευταίες πράξεις που το μέρος της είναι εκτενές.

O βαρύτονος Διονύσης Σούρμπης, πάντα με τον επαγγελματισμό που τον διακρίνει, εισχώρησε με νόημα, μουσικότητα και ηχηρή φωνή στον ρόλο του Αμερικανού Προξένου Sharpless, τον οποίον γνωρίζει καλά από προγενέστερες ενσαρκώσεις, υπογραμμίζοντας τη συμπονετική πλευρά του ήρωα.

Στους σχετικά βραχύτερους ρόλους ευχαρίστησαν απολύτως οι εκλεκτοί λυρικοί καλλιτέχνες Πέτρος Μαγουλάς (θείος Bonzo), Γιάννης Καλύβας (Goro), Πέτρος Σαλάτας (Yakusidé, θείος της Cio-Cio-san), Χάρης Ανδριανός (Πρίγκηπας Yamadori/ Αυτοκρατορικός Επίτροπος), Διαμαντή Κριτσωτάκη (Kate Pinkerton) και Βασιλική Πετρόγιαννη (μητέρα της Cio-Cio-san).

Η Ορχήστρα και Χορωδία της ΕΛΣ απέδωσαν με συνέπεια και προσοχή στα ζητούμενα. Κλείνοντας, ιδιαιτέρως οφείλουμε να επαινέσουμε τη μουσική διεύθυνση του πάντα μελετημένου Βασίλη Χριστόπουλου, ο οποίος πρότεινε μία αναλυτική και προσεγμένη στη λεπτομέρεια ανάγνωση της λαμπρής και ατμοσφαιρικής παρτιτούρας, εφαρμόζοντας καλοζυγισμένες επιλογές ταχυτήτων. Ο ίδιος ανέδειξε, ανάλογα με τα ζητούμενα, άλλοτε τις τρυφερές και άλλοτε τις καταιγιστικά τραγικές στιγμές, όπως και την πάντα αριστοτεχνικά δουλεμένη και επινοητική αρμονική γλώσσα και ενορχήστρωση του απαράμιλλου λαξευτή των μελαγχολικών και μοιραίων ερωτικών συναισθημάτων Puccini.

“Madama Butterfly” του Giacomo Puccini στο Ηρώδειο από την Εθνική Λυρική Σκηνή (φωτογραφία: Χάρης Ακριβιάδης)

 

 

Κριτικός Μουσικής, καθηγητής Ανώτερων Θεωρητικών, Σύνθεσης και Πιάνου, πρόεδρος του Σωματείου Ελλήνων Κριτικών Μουσικής, Θεάτρου και Χορού, πρόεδρος του Διεθνούς Μουσικού Σωματείου Gina Bachauer, πρόεδρος του Διεθνούς Μουσικού Σωματείου C.V. Alkan - P.J.G. Zimmerman, καλλιτεχνικός διευθυντής του Διεθνούς Διαγωνισμού Πιάνου C.V. Alkan - P.J.G. Zimmerman και καλλιτεχνικός διευθυντής του Πανελλήνιου Μουσικού Διαγωνισμού Μαρίας Χαιρογιώργου-Σιγάρα.