Ευτυχής διαπίστωση˙ η ποιότητα συνάδει έξοχα με την πληθώρα των συναυλιών και παραστάσεων όπερας, που έχει κανείς την ευκαιρία να απολαύσει στο Λονδίνο. Η Βρετανική πρωτεύουσα, μετά από το Brexit και παρ’ όλη την οικονομική κρίση που αντιμετωπίζει, δεν παύει να αποτελεί πόλο έλξης για όσους αγαπούν τη μουσική, το θέατρο και τον πολιτισμό γενικότερα, προσφέροντας ακροάματα και θεάματα υψηλότατων προδιαγραφών. Υπάρχουν πολλές βραδιές που όλες οι αίθουσες συναυλιών, οι δύο λυρικές σκηνές και οι πάμπολλες θεατρικές σκηνές της πρωτεύουσας έχουν κάτι ξεχωριστό να προτείνουν γεγονός που δυσκολεύει τον ενδιαφερόμενο στο να πάρει μία απόφαση και να επιλέξει. Εντούτοις, αυτό το πολιτιστικό embarrass de richesses είναι ένα από τα μεγάλα δώρα τούτης της σπουδαίας πολιτιστικής μητρόπολης του κόσμου. Και κάθε επιστροφή στις υπέροχες μουσικές αγκάλες της αποτελεί ασφαλώς ευλογία για τον ακροατή-θεατή.
Η τρέχουσα επίσκεψή μας στην αγαπημένη πόλη, εγκαινιάστηκε με συναυλία στο θαυμάσιας ακουστικής Wigmore Hall, που άνοιξε τις πύλες του στις 31 Μαΐου 1901, ως Bechstein Hall, φιλοξενώντας εμφάνιση δύο θρυλικών ονομάτων, που από μόνα τους είναι ικανά να συγκλονίσουν τη σκέψη: του συνθέτη-πιανίστα Feruccio Busoni (1866-1924) και του συνθέτη-βιολονίστα Eugène Ysaÿe (1858-1931). Βιβλία ολόκληρα θα μπορούσε κανείς να γεμίσει με τα πάμπολλα ονόματα που τίμησαν και εξακολουθούν με αμείωτο ρυθμό να τιμούν τη σκηνή του Wigmore. Κάθε φορά που βρισκόμαστε στην αίθουσα, έρχονται αβίαστα στο νου τα ονόματα του μακρινού παρελθόντος, λ.χ. Camille Saint–Saëns (1835-1921), Alexander Scriabin (1871-1915), Max Reger (1873-1916), Maurice Ravel, (1875-1937), Elena Gerhardt (1883-1961), Françis Poulenc (1889-1963), Sergei Prokofiev (1891-1953), Benjamin Britten (1913-1976) και Peter Pears (1910-1986), για να αναφέρουμε μόνο μερικά, αλλά και εκείνα του συγκριτικά πιο κοντινού, λ.χ. Geoffrey Parsons (1929-1995), Wolfgang Holzmair (γ. 1952), Melvyn Tan (γ. 1956), Marc–André Hamelin (γ. 1961), Ian Bostridge (γ. 1964) και Lars Vogt (1970-2022). Όσον αφορά στα τελευταία, είναι ανάμεσα σε πολλά άλλα καλλιτεχνών, που ο συντάκτης είχε την ευκαιρία -ορθότερα, την τύχη- να ακούσει από τα παιδικά του χρόνια (οι αναμνήσεις πάντα επιστρέφουν), όταν πρωτοεισερχόταν στην αίθουσα με την ίδια χαρά που βιώνει πάντα, και μετέπειτα.
Στις 6/3, ο Γάλλος βιολοντσελίστας Edgar Moreau, με συνοδοιπόρο τον συμπατριώτη του, πιανίστα David Kadouch, γνωστοί στο ευρύτερο κοινό από τη βραβευμένη δισκογραφική τους παραγωγή, εξερεύνησαν τρία μεγάλα έργα των Robert Schumann (1810-1856, Adagio και Allegro, Op. 70, το οποίο αντικατέστησε τα αρχικά προγραμματισμένα, Φανταστικά Κομμάτια, γερμ. Fantasiestücke, Op. 73), Richard Strauss (1864-1949, Σονάτα για βιολοντσέλο Op. 6) και Edvard Grieg (1843-1907, Σονάτα για βιολοντσέλο, Op. 36). Οι ποιότητες των μουσικών ξεχώρισαν από την αρχή της βραδιάς. Μολονότι ένας ενοχλητικός και επίμονος βήχας, απότοκο κρυολογήματος, φάνηκε να ενοχλεί τον βιολοντσελίστα στο πρώτο έργο, σύντομα ξεπεράστηκε, και οι δύο μπόρεσαν να αποδώσουν με εκφραστικό παίξιμο και ωραίο ήχο. Σημειώσαμε το γενναιόδωρο, αλλά πάντα καλά ελεγμένο, vibrato του Moreau, ο οποίος σίγουρα συνεχίζει τη σημαντική γαλλική Σχολή του βιολοντσέλου, και το αδιάλειπτο ενδιαφέρον με τον οποίον τον υποστήριζε ο Kadouch, ακούγοντάς τον με τόση προσήλωση και στρέφοντας συχνά το κεφάλι του προς το μέρος του θέλοντας να εξασφαλίσει ότι όλα βαίνουν καλώς σε όλη τη διάρκεια της συναυλίας. Βεβαίως, οι ερμηνείες των τριών έργων ξετυλίχτηκαν με την απαιτούμενη ακρίβεια στις μουσικές λεπτομέρειες, με εσωτερική ένταση και με τις σωστές ισορροπίες ανάμεσα στα όργανα. Επιπλέον, ο λυρισμός του Schumann (πριν ακόμα από την εναρκτήρια είσοδο των δύο οργάνων, σε δυναμική p, ακούστηκε η εκπνοή του πιανίστα, που έδωσε την ώθηση για την διατύπωση της πρώτης λυρικής φράσης), ο νεανικός οίστρος του Strauss και ο γεμάτος ευγένεια και βαθύτητα ρομαντισμός του Grieg, προτάθηκαν με θαυμάσια ενέργεια. Εκτός προγράμματος, λάβαμε μία σπάνια σελίδα με τίτλο Solitude (Rêverie), της σήμερα μάλλον ξεχασμένης, μα τόσο ταλαντούχας, Γαλλίδας συνθέτριας Rita Stroh (1865-1941), παιγμένη με αισθαντική μελαγχολική διάθεση. Θα σημειώσουμε ότι οι δύο καλλιτέχνες, έχουν απαθανατίσει σε δίσκο, της ιδίας τη Μεγάλη Δραματική Σονάτα (γαλλ. Grande Sonate Dramatique), Titus Et Bérénice, που κυκλοφόρησε στις αρχές του 2018 (ERATO 0190295740627).
Προχωρώντας, στη Βασιλική Όπερα (Royal Opera House), στις 7/3, παρακολουθήσαμε την τελευταία παράσταση της νέας φετινής παραγωγής της πιο διάσημης όπερας (ορθότερα, λυρικού παραμυθιού) του Antonín Dvořák (1841-1904), με τίτλο Rusalka (σε λιμπρέτο του Jaroslav Kvapil), Op. 114, που παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στην Πράγα, στις 31/3/1901. Η μαγευτική μουσική του συνθέτη, σε συνδυασμό με τη γνωστή ιστορία της νύμφης του νερού, που ερωτεύεται έναν θνητό, γεγονός που θα οδηγήσει και τους δύο στην καταστροφή, πάντα μαγνητίζει το κοινό.
Οι Natalie Abrahami και Ann Yee (σκηνοθεσία), Cloe Lamford (σκηνικά), Annemarie Woods (κοστούμια), Paule Constable (φωτισμοί) και Anne Yee (χορογραφία), φρόντισαν να στήσουν μία παραγωγή καλαίσθητη, η οποία αναδείκνυε και σεβόταν τη μαγευτική ατμόσφαιρα της πλοκής. Η πρώτη πράξη, στο κλασικό πνεύμα σκηνογραφιών άλλων εποχών, μας ταξίδευσε στο δάσος όπου βρισκόταν η λίμνη˙ θα μπορούσε να ήταν ένας πίνακας ζωγράφου του ρομαντισμού. Μόνο στη δεύτερη και τρίτη πράξη, η πλοκή μεταφέρθηκε –πάντα, με γούστο- πιο κοντά στην εποχή μας και αυτό λόγω των κοστουμιών αρκετών εκ των ηρώων.
Μέσα σε αυτό το ωραίο κάδρο, οι λυρικοί καλλιτέχνες μπόρεσαν να τραγουδήσουν και να υποκριθούν, με άνεση και πειστικότητα. Η ερμηνεία κρίθηκε όντως συγκινητική. Τον ομώνυμο πρωταγωνιστικό ρόλο κράτησε η Λιθουανή υψίφωνος πρωταγωνίστρια Asmik Grigorian, της οποίας η καλά δουλεμένη φωνή, με δυνατά κέντρα, φώτισε κάθε πτυχή της Rusalka και ευτύχησε στις μεγάλες σκηνές της (υπέροχη, στην πασίγνωστη άρια της πρώτης πράξης, Τραγούδι προς τη Σελήνη).
Ο Πρίγκηπας του Βρετανού τενόρου David Butt Philip ήταν εξίσου πειστικός, με καλά προετοιμασμένα λυρικά ξεσπάσματα και ωραία φωνητική γραμμή.
Στον ρόλο της μάγισσας Ježibaba, η πολύπειρη Αγγλίδα μεσόφωνος Dame Sarah Connolly έφερε βαγκνερικές διαστάσεις και μία επιβλητική αύρα.
Ως ζηλόφθονη δούκισσα (ξένη αρχόντισσα), η Βρετανίδα υψίφωνος Emma Bell, με καλό φωνητικό οπλοστάσιο, υπήρξε πειστική στην προσπάθειά της να σαγηνεύσει τον πρίγκηπα και να τον τραβήξει μακριά από την νύμφη. Εντυπωσιακή ήταν στην σκηνή της κατάρας του ερωτευμένου ζεύγους (δεύτερη πράξη).
Επιβλητικός στον ρόλο του Vodnik, άρχοντα της λίμνης και πατέρα της Rusalka, κρίθηκε ο Ρώσος βαρύτονος Aleksei Isaev, ο οποίος αντικατέστησε τον Άγγλο ομότεχνό του, Matthew Rose. Ειδικότερα, μάς κέρδισε κατά τη δραματική σκηνή της δεύτερης πράξης, όπου μετά την απόρριψη που δέχεται η κόρη του από τον πρίγκηπα, την οδηγεί πίσω στη λίμνη.
Ο κυνηγός Hajny και ο νεαρός ανιψιός του Kuchtík τραγουδήθηκαν με σωστή αίσθηση του κωμικού στοιχείου από τους Βρετανό βαρύτονο Ross Ramgobin και την Κινέζα μεσόφωνο Hongni Wu.
Στους υπόλοιπους ρόλους διακρίθηκαν οι Vuvu Mpofu (πρώτη νύμφη), Gabrielè Kupšytè (δεύτερη νύμφη), Anne Marie Stanely (τρίτη νύμφη) και Josef Jeongmeen Ahn (Lovec).
Η Χορωδία της Βασιλικής Όπερας, υπήρξε σωστά προετοιμασμένη από τον Βρετανό William Spaulding.
Πρώτο στα ονόματα των χορευτών του γοητευτικού μπαλέτου, συναντήσαμε εκείνο της δραστήριας Ελληνίδας Ελένης Εδιπίδη.
Όπως κάθε φορά, έτσι και κατά τη διάρκεια της εν λόγω παράστασης, η ορχήστρα του φημισμένου λυρικού θεάτρου, ξεχώρισε παίζοντας με μεγάλη εκλέπτυνση, εκφραστική ευφράδεια και προσοχή κατά τη συνοδεία των τραγουδιστών.
Η θαυμάσια, κάθε στιγμή αναλυτική, ουσιώδης και ποιητική διεύθυνση του διακεκριμένου Ρώσου αρχιμουσικού Semyon Bychkov υπήρξε ένας από τους βασικούς παράγοντες της επιτυχίας της παράστασης, για τον γράφοντα, ίσως ο σημαντικότερος.
Συνεχίζοντας, στις 9/3, στο Wigmore Hall, παρακολουθήσαμε συναυλία της Ορχήστρας Δωματίου της Βασιλείας (Basel Chamber Orchestra), υπό τη διεύθυνση του Αυστραλού φορτεπιανίστα Kristian Bezuidenhout. Ο ίδιος, όπως εξήγησε, θέλησε να προβεί σε ένα «πείραμα», παίζοντας ένα συνεχές βάσιμο, δικής του επιλογής, κατά τη διάρκεια των έργων που ακούστηκαν, όπως θα γινόταν κατά την εποχή των συνθετών της περιόδου του κλασικισμού (περ. δεύτερο μισό 18ου αιώνα με αρχές 19ου). Το αποτέλεσμα τον δικαίωσε απολύτως. Μέσω της συνοδείας του και της διεύθυνσής του, από το φορτεπιάνο, πρότεινε αναγνώσεις που χαρακτηρίζονταν από ενέργεια, μουσική φρεσκάδα και ρυθμική εγρήγορση: Johann Christian Bach (1735-1782), Συμφωνία Op. 3, αρ. 6, Wolfgang Amadeus Mozart (1756-1791), Κοντσέρτο για βιολί αρ. 4, KV 218 (με σολίστ την μουσικά και τεχνικά λαμπρή Ρωσίδα Alina Ibragimova) και Συμφωνία αρ. 29, KV 201. Πριν από τη Συμφωνία του Mozart, ακούστηκε από την ορχήστρα, δίχως την παρουσία του Bezuidenhout, το έργο με τίτλο Hommage à Mednyánszky της σύγχρονης Σλοβάκας μουσουργού Iris Szeghy (γ. 1956), που διαμένει στην Ελβετία, παιγμένο με συνέπεια από τους μουσικούς του ελβετικού συνόλου.
Την επόμενη βραδιά (10/3), στην ίδια αίθουσα (Wigmore Hall), ακούσαμε ρεσιτάλ του νέου Γάλλου τσεμπαλίστα Jean Rondeau, αγαπημένου μαθητή της αξέχαστης συμπατριώτισσάς του τσεμπαλίστας και παιδαγωγού, Blandine Verlet (1942-2018). Όσοι παρακολουθούμε τον Rondeau μέσα από τις εμφανίσεις και τη δισκογραφία του, γνωρίζουμε ότι κάθε του μουσική πρόταση, είτε αφορά προγραμματισμό είτε ερμηνεία, είναι ξεχωριστή και έχει με σκέψη δομηθεί. Το εν λόγω ρεσιτάλ του δεν αποτέλεσε εξαίρεση. Θέλησε να δοκιμάσει στο τσέμπαλο σειρά έργων συνθετών της κλασικής εποχής (με εξαίρεση ενός), που στην εποχή τους έγραφαν πλέον για το φορτεπιάνο. Έτσι, δίχως διάλειμμα, ερμηνεύοντας με στοχαστική διάθεση, εκφραστική ευφράδεια, δακτυλική άνεση και, σε στιγμές, ευαίσθητη ονειροπόληση, αλλά και με πολλά αυτοσχεδιαστικά ritardandi, πάντα μέσα στο πλαίσιο του καλού γούστου, πρότεινε το παρακάτω πρόγραμμα (που ανταποκρίνεται εν πολλοίς, όχι όμως απολύτως, στο νέο album του, με τίτλο Gradus ad Parnassum, όπως και του ρεσιτάλ του, το οποίο κυκλοφόρησε στις 3/3, από την Warner Classics): Johann Joseph Fux (1660-1741), Joseph Haydn (1732-1809), Σονάτα για πιάνο αρ. 31, Hob.XVI:46, Muzio Clementi (1752-1832), Gradus ad Parnassum Op. 44, Πρελούδιο σε ντο μείζονα (μεταγραφή, Jean Rondeau), Ludwig van Beethoven (1770-1827), Πρελούδιο Op. 32, αρ. 2 (μεταγραφή, Jean Rondeau), Mozart, Σονάτα για πιάνο αρ. 16, KV 545, Clementi, Gradus ad Parnassum Op. 44, Adagio sostenuto σε φα μείζονα (μεταγραφή Jean Rondeau) και Mozart, Φαντασία, KV 397. Εκτός προγράμματος, χάρισε με την κατάλληλη θρηνητική διάθεση χρωματισμένο, την δεύτερη κίνηση, Andante con tenerezza, της Σονάτας, Wq. 65/32, του Carl Philipp Emanuel Bach (1714-1788).
Προχωρώντας, στις 12/3, πάντα στο Wigmore Hall, ο Γάλλος πιανίστας François–Frédéric Guy, πραγματοποίησε ρεσιτάλ, συνδυάζοντας με πολύ εύστοχο τρόπο έργα τριών εμβληματικών, ο καθένας για την εποχή του, συνθετών που εξερεύνησαν τον ήχο και τις δυνατότητές του. Έτσι, εκμαιεύοντας πλούσια όσο και εκλεπτυσμένα ηχοχρώματα από το πιάνο, φροντίζοντας για τη διάπλαση των ηχητικών όγκων και ανακαλύπτοντας πολλά επίπεδα δυναμικής, πρόσφερε τα παρακάτω έργα: Franz Liszt (1811-1886), Βénediction de Dieu dans la solitude S173, αρ, 3, Tristan Murail (γ. 1947), Le Misanthrope d’après Liszt et Molière (πρώτη εκτέλεση στη Βρετανία) και Mémorial (πρώτη εκτέλεση στη Βρετανία), Claude Debussy (1862-1918), Brouillards και Feux d’artifice (από τα Πρελούδιο, Δεύτερο Βιβλίο), Liszt, Pensée des morts S173, αρ. 4, Debussy, Reflets dans l’eau (Images, Πρώτη Σειρά), Murail, Cailloux dans l’eau και Résurgence (πρώτη εκτέλεση στη Βρετανία), και Liszt, Funérailles S173, αρ. 7. Κλείνοντας, εκτός προγράμματος, πρότεινε το με αισθαντικό λυρισμό ερμηνευμένο, Νυχτερινό, αρ. 2, Op. 9, αρ. 2, βεβαίως του Frédéric Chopin (1810-1849).