Χρυσά δοξάρια στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών – Viktoria Mullova, Janine Jansen και Λεωνίδας Καβάκος, με λαμπρούς συνοδούς

Η Chamber Οrchestra of Europe, υπό τον Antonio Pappano και η σολίστ Janine Jansen (φωτογραφία: Χάρης Ακριβιάδης)
Viktoria Mullova βιολί , Alasdair Beatson πιάνο (φωτογραφία: Χάρης Ακριβιάδης)
Η βιολονίστα Viktoria Mullova και ο πιανίστας Alasdair Beatson (φωτογραφία: Χάρης Ακριβιάδης)

 

Αν η περασμένη καλλιτεχνική περίοδος (2021-2022) του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών (ΜΜΑ) υπήρξε περισσότερο επικεντρωμένη και αφιερωμένη στο πιάνο, η φετινή (2022-2023), δίχως άλλο, είναι προσανατολισμένη στο βιολί, γεγονός που επιβεβαιώνεται από τις μετακλήσεις λαμπρών διεθνών βιολονιστών.

Στις 26/10, τη σκηνή της Αίθουσας Χρήστος Λαμπράκης τίμησε η διάσημη Ρωσίδα βιολονίστα Viktoria Mullova· έχοντας στο πλάι της τον εξαίρετο Σκωτσέζο πιανίστα Alasdair Beatson, ερμήνευσε ένα πρόγραμμα αποτελούμενο, στο πρώτο μέρος, από τις Σονάτες για βιολί και πιάνο αρ. 4, Op. 23, και αρ. 7, Op. 30, αρ. 2, του Ludwig van Beethoven (1770-1827), ενώ στο δεύτερο μέρος, από το έργο  Distance de fée (Τα περιτριγυρίσματα της νεράιδας) του Tōru Takemitsu (1930-1996), το έργο Fratres (Αδελφοί) του Arvo Pärt (γ. 1935) και το Rondo, D 895, του Franz Schubert (1797-1828). Ήταν ένα ιδιαιτέρως ενδιαφέρον και απαιτητικό, τόσο από μουσικής όσο και από τεχνικής άποψης, ρεπερτόριο, το οποίο έδωσε στη δεξιοτέχνιδα και στον συνοδό της την ευκαιρία να ξεδιπλώσουν το ταλέντο τους.

Ειδικότερα, το δωρικό, απέριττο, αλλά γεμάτο ειλικρινές συναίσθημα παίξιμο της Mullova ανέδειξε πειστικότατα τη μπετοβενική σκέψη. Επιπλέον, με μετρημένο και υφολογικά εύστοχο vibrato, η ίδια εξερεύνησε τις πάντα διαφορετικών συναισθηματικών κατευθύνσεων σελίδες του Γερμανού τιτάνα της μουσικής και μέγα ψυχογράφου, όπως εκείνες τις  αγωνιώδεις (λ.χ. πρώτο μέρος, Presto, της Σονάτας αρ. 4, πρώτο μέρος, Allegro con brio, της Σονάτας αρ. 7, όπου επικρατούν οι τραγικές τονικότητες, αντιστοίχως, της λα ελάσσονος και της ντο ελάσσονος) ή τις πιο αισιόδοξα φωτεινές (λ.χ. δεύτερο μέρος, Andante scherzoso, più allegro, της Σονάτας αρ. 4) και λυρικές (λ.χ. δεύτερο μέρος, της Σονάτας αρ. 7, Adagio cantabile). Ο Beatson, από τη δική του πλευρά, αποδείχθηκε έξοχος συνοδοιπόρος σε αυτό το μουσικό ταξίδι, με θαυμαστή γνώση των διαφορετικών ζητουμένων των παρτιτούρων, διαυγή μουσική σκέψη, λαμπερό και γεμάτο ενέργεια ήχο, όπως και ανάγλυφη διάθεση ανάδειξης του ρυθμού.

Τα δύο έργα του εικοστού αιώνα που ακούστηκαν, εκείνα των Takemitsu και  Pärt, αποδόθηκαν με νόημα και συνέπεια (ζητήθηκε από το κοινό να μην χειροκροτήσει ανάμεσα), ενώ το Rondo του θεόπνευστου Schubert στα χέρια των ερμηνευτών του, βρήκε όλο το απαιτούμενο μεγαλείο, τη συναισθηματική φόρτιση, το τραγούδι, αλλά και εκείνη τη χαρακτηριστική σουμπέρτια τρυφερότητα. Εκτός προγράμματος, επιστρέφοντας στο μπετοβενικό σύμπαν, οι καλλιτέχνες, μας καληνύχτισαν ερμηνεύοντας με υπέροχα γοητευτική έκφραση το αργό δεύτερο μέρος, Adagio molto espressivo, της Σονάτας αρ. 5, Op. 24 (της γνωστής ως Σονάτας της Ανοίξεως, γερμ. Frühlingssonate). Κατά την ακρόαση του εν λόγω μέρους αναλογιζόμασταν, πόσο πολύ επηρέασε τον Schubert ο γενναιόδωρος όσο και συγκινητικός λυρισμός του Beethoven, που αναδύεται σε σελίδες όπως αυτή που προτάθηκε. Συνεπώς, η επιλογή του encore κάθε άλλο παρά τυχαία θα μπορούσε να θεωρηθεί.

 

Η Chamber Οrchestra of Europe, υπό τον Antonio Pappano και η σολίστ Janine Jansen (φωτογραφία: Χάρης Ακριβιάδης)
Η Chamber Οrchestra of Europe, υπό τον αρχιμουσικό Antonio Pappano, και η βιολονίστα Janine Jansen (φωτογραφία: Χάρης Ακριβιάδης)

Τέσσερις εβδομάδες αργότερα (26/11) και πάντα στην ίδια αίθουσα, ακούσαμε συναυλία της θαυμάσιας Chamber Orchestra of Europe (COE, Ορχήστρα Δωματίου της Ευρώπης), υπό τη διεύθυνση του διάσημου Άγγλου, ιταλικής καταγωγής,  αρχιμουσικού Antonio Pappano, και με σολίστ τη διακεκριμένη Ολλανδή βιολονίστα Janine Jansen. Η περίπου εξηνταμελής Chamber Orchestra of Europe ιδρύθηκε το 1981 από πρώην μέλη της European Community Youth Orchestra (Ορχήστρα Νέων της Ευρωπαϊκής Κοινότητας), τα οποία λόγω ηλικίας δεν μπορούσαν πλέον να συνεργαστούν με την τελευταία. Κατά τη διάρκεια των ετών, η COE είχε την τύχη να συνεργαστεί με σπουδαίους μαέστρους, όπως οι αξέχαστοι Claudio Abbado, Bernard Haitink και φυσικά, Nikolaus Harnoncourt,  που μορφοποίησαν τον ήχο της και την έκαναν διεθνώς γνωστή, αφήνοντας πίσω τους εκλεκτές ηχογραφήσεις. Κατά την πρόσφατη αθηναϊκή της συναυλία, οι ξεχωριστές ποιότητές της ξεχώρισαν μέσα από τις εκτελέσεις που υποστήριξε.

Αναλυτικότερα, ξεκινώντας με το έργο, Le tombeau de Couperin (Ο τάφος του Couperin) του Maurice Ravel (1875-1937), και με καθοδηγητή της τον έμπειρο Pappano, επιστράτευσε έναν ήχο άρτια λαξευμένο και αναλυτικό· πέτυχε να προσφέρει μία συναρπαστική εκτέλεση εστιάζοντας στις μείξεις των ηχοχρωμάτων, αναδεικνύοντας τη μαγευτική ενορχήστρωση και φωτίζοντας με εκλεπτυσμένο γούστο τα ρυθμικά και εκφραστικά στοιχεία αυτού του θαυμαστού δημιουργήματος, που αφιερώθηκε από τον συνθέτη σε αγαπημένους φίλους του που έχασε κατά τη διάρκεια του πρώτου παγκοσμίου πολέμου.

Στη συνέχεια της βραδιάς, η Jansen ερμήνευσε με ήχο όλο φινέτσα, ευγένεια και τονική ακρίβεια, το σολιστικό μέρος του Κοντσέρτου για βιολί και ορχήστρα αρ. 1, Op. 19, του Sergei Prokofiev (1891-1953). Σημειώνουμε ότι το εν λόγω έργο, όπως ακριβώς και το προηγούμενο του Ravel που ακούσαμε, ολοκληρώθηκε το 1917 (η επιλογή των έργων είχε γίνει με σκέψη). Τόσο η σολίστ, όσο και η ορχήστρα, υπό τον Pappano, φρόντισαν να φέρουν στο προσκήνιο τα αφηγηματικά στοιχεία, που ορισμένες φορές θυμίζουν εξιστόρηση παραμυθιού, τη λυρική διάθεση, αλλά και επιπλέον εκείνη την εύθραυστη μελαγχολία του τόσο ελκυστικού αυτού αριστουργήματος. Όντως, δύσκολα θα μπορούσε κανείς να φανταστεί μία πιο ολοκληρωμένη εκτέλεση, που με τη λήξη της είχε μεταφέρει τους ακροατές σε άλλα σύμπαντα, εντελώς ονειρικά. Εκτός προγράμματος και επιθυμώντας να διατηρήσει την ήρεμη διάθεση της κατάληξης του τελευταίου μέρους του Κοντσέρτου, εύστοχα επέλεξε να χαρίσει το γαλήνιο τρίτο μέρος, Largo, της Σονάτας αρ. 3 για σόλο βιολί, BWV 1005, του Johann Sebastian Bach (1685-1750).

Στο δεύτερος μέρος της συναυλίας, εξερευνήθηκε με αισθαντικότητα η διάσημη Σερενάτα για έγχορδα, Op. 22, του Antonín Dvořák (1841-1904). Τόσο κατά τη διάρκεια της εκτέλεσης αυτής της παρτιτούρας, όσο και κα τα τη διάρκεια των Χορών της Γκαλάντα του Zoltán Kodály (1882-1967), που ακολούθησαν, μαέστρος και ορχήστρα, πρότειναν υποδειγματικές ερμηνείες, πλασμένες με περίσσεια αγάπη, ενθουσιασμό και γούστο. Προσοχή έδωσαν και στην ανάδειξη των χαρακτηριστικών ρυθμικών στοιχείων.

Εκτός προγράμματος προσφέρθηκε το δημοφιλές Valse Triste, Op. 44, αρ. 1, του Jean Sibelius (1865-1957)· εδώ, κάθε μουσική φράση και ιδιαίτερα το μελαγχολικά θέματα, ανέπνεαν με φυσικότητα, ενώ ο τρίσημος ρυθμός υποστηρίχθηκε με ιδιαίτερη εκλέπτυνση. Η διαφοροποίηση των ενδείξεων δυναμικής piano, pianissimo και pianissisimo, που είναι σημειωμένες κατά τις πρώτες σελίδες της λατρεμένης αυτής παρτιτούρας, εκτελέστηκαν με μεγάλη προσοχή και αισθαντικότητα από τον Pappano και τους μουσικούς του.

 

Ο Λεωνίδας Καβάκος και η Yuja Wang (φωτογραφία: Χάρης Ακριβιάδης)
Ο βιολονίστας Λεωνίδας Καβάκος και η πιανίστα Yuja Wang (φωτογραφία: Χάρης Ακριβιάδης)

Προχωρώντας, στις 30/11, και πάλι στην ίδια αίθουσα, ακούσαμε τον συμπατριώτη μας βιολονίστα Λεωνίδα Καβάκο και την Κινέζα πιανίστα Yuja Wang, δύο καλλιτέχνες που ανήκουν στους μεγάλους αστέρες της διεθνούς μουσικής σκηνής. Το πρόγραμμά τους άνοιξε με τη Σονάτα για βιολί και πιάνο αρ. 1, Op. 78, του Johannes Brahms (1833-1897). Ο στοχαστικός και ραψωδικός χαρακτήρας του έργου υπηρετήθηκε με πιστότητα· η πιο συγκρατημένη και μετρημένη απόδοση του πάντα σταθερού Καβάκου ισορροπήθηκε καλά με την πιο γήινη και αυθόρμητη, της Wang.

Στη συνέχεια του προγράμματος, κατά την εκτέλεση της Σονάτας για βιολί και πιάνο του Leoš Janáček (1854-1928), που ανήκει στα μεγάλα αριστουργήματα του πρώτου τετάρτου του εικοστού αιώνα, οι δύο εκλεκτοί μουσικοί φρόντισαν για την ανάδειξη του έντονου λυρισμού αλλά και της εν πολλοίς καινοτόμας γραφής, ιδίως όσον αφορά στη διάρθρωση και χρήση των ρυθμικών στοιχείων αλλά και της αρμονίας (θυμίζουμε ότι, η πρωτοποριακή σκέψη του μουσουργού επέδρασε σε πολλούς μεταγενέστερους ομοτέχνους του). Το καλά αρθρωμένο παίξιμο του Καβάκου και κυρίως εκείνο το εύπλαστο και πολυδιάστατο της Wang, κάθε στιγμή γοητευτικό και συνδυασμένο με μία αστείρευτη ποικιλία δυναμικών και ηχοχρωμάτων, είχαν πολλά να προσφέρουν στο έργο (ομολογούμε ότι πολύ θα θέλαμε κάποια στιγμή, μακάρι στο προσεχές μέλλον, να απολαμβάναμε την πιανίστα σε ένα αθηναϊκό ρεσιτάλ της).

Το επίσημο πρόγραμμα της συναυλίας έκλεισε με τη Σονάτα για βιολί και πιάνο αρ. 2, Op. 121, ένα από τα μεγάλα έργα της ύστερης παραγωγής του Robert Schumann, που για πρώτη φορά ερμηνεύτηκε στις 29 Οκτωβρίου 1853 από τον κορυφαίο Ούγγρο βιολονίστα Joseph Joachim και τη σύζυγο του συνθέτη, διάσημη πιανίστα και συνθέτρια, Clara Schumann. Η παρτιτούρα έλαβε μία ανάγνωση που ανέδειξε τις δομικές αναλογίες, τα αντιθετικά συναισθήματα, το ρυθμικό σφρίγος, αλλά και τα τραγικά-δραματικά ξεσπάσματα.

Εκτός προγράμματος, προσφέρθηκαν αναγνώσεις γεμάτες εκφραστική αμεσότητα των παρακάτω μερών από μεγαλύτερα έργα: το εναρκτήριο μέρος, Lassú-Moderato, από τη Ραψωδία αρ. 1, BB 94, του Béla Bartók (1881-1945), το Scherzo, τρίτο μέρος, που συνέθεσε ο Brahms για το συλλογικό τετραμερές έργο με τίτλο FAE Sonata (σημειώνουμε ότι τα υπόλοιπα μέρη συνετέθησαν από τους Albert Dietrich, πρώτο μέρος, και Schumann, δεύτερο μέρος και τέταρτο μέρος), και τέλος, το τέταρτο μέρος, Presto, από τη Σονάτα αρ. 3, Op. 108, πάλι του Brahms.

 

Κριτικός Μουσικής, καθηγητής Ανώτερων Θεωρητικών, Σύνθεσης και Πιάνου, πρόεδρος του Σωματείου Ελλήνων Κριτικών Μουσικής, Θεάτρου και Χορού, πρόεδρος του Διεθνούς Μουσικού Σωματείου Gina Bachauer, πρόεδρος του Διεθνούς Μουσικού Σωματείου C.V. Alkan - P.J.G. Zimmerman, καλλιτεχνικός διευθυντής του Διεθνούς Διαγωνισμού Πιάνου C.V. Alkan - P.J.G. Zimmerman και καλλιτεχνικός διευθυντής του Πανελλήνιου Μουσικού Διαγωνισμού Μαρίας Χαιρογιώργου-Σιγάρα.