Γράφει ο Αντώνης Ι. Κωνσταντινίδης*
Την Παρασκευή 15 Απριλίου, η Κρατική Ορχήστρα Θεσσαλονίκης παρουσίασε σε Α’ παγκόσμια εκτέλεση το ορατόριο «Βυζαντινά Πάθη» του Χρήστου Σαμαρά στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης συμπράττοντας με τον δημοφιλή ηθοποιό Λεωνίδα Κακούρη, τη «Χορωδία Θεσσαλονίκης» σε διδασκαλία Μαίρης Κωνσταντινίδου και τον Χορό Ψαλτών «Θεσσαλονίκη». Την ευθύνη της διεύθυνσης είχε η καλλιτεχνική διευθύντρια της ορχήστρας κ. Ζωή Τσόκανου.
Στο απαιτητικό έργο που γράφτηκε το 2018 για μεγάλη Ορχήστρα, μικτή Χορωδία, βυζαντινή Χορωδία και αφηγητή στο ρόλο του Ευαγγελιστή, ο συνθέτης Χρήστος Σαμαράς επιλέγει και υιοθετεί μία ανανεωμένη φόρμα «ορατορίου». Ακολουθεί ενσυνείδητα και προσαρμόζει την έμπνευσή του στα ομοειδή πρότυπα της δυτικής θρησκευτικής λόγιας παράδοσης, αναφερόμενος σε μουσικές δημιουργίες που αντλούν την θεματική τους από τα βιβλικά κείμενα και τον ευαγγελικό λόγο, τη ζωή και τα Πάθη του Χριστού. Μ΄ αυτόν τον τρόπο, προσθέτει τελικά το έργο του δίπλα στις μεγάλες, ιστορικές συνθέσεις των οποίων οι απαρχές εντοπίζονται ήδη πριν από την εποχή του μπαρόκ και τα φημισμένα «Κατά Ματθαίον Πάθη» του J.S.Bach ή τη μεταγενέστερη κλασική «Δημιουργία» του Haydn. Εκεί ακριβώς μπορεί να εντοπιστεί και το κοινό σημείο αναφοράς, ο μίτος που μεταφέρει το παρελθόν στη σύγχρονη εποχή και ενώνει τα έργα με την αναζήτηση της μουσικής ιδέας και έμπνευσης.
Η αφετηρία του λόγου, βρίσκεται στα κείμενα τα οποία αντλούνται από τους Ευαγγελιστές, κυρίως από τον Ιωάννη και τον Ματθαίο και τα οποία επανατοποθετούνται προσεκτικά στο σύγχρονο έργο ως αξεπέραστες, διαχρονικές αποτυπώσεις στην ελληνιστική κοινή και δραματικές μαρτυρίες, της άκρας ταπείνωσης και της θυσίας. Είναι το μέλος, η μουσική πορεία της Προδοσίας, της Σύλληψης και της Σταύρωσης η οποία οριοθετεί στη μουσική γραφή την αναζήτηση του σύνθετη. Ο Σαμαράς νοηματοδοτεί εύληπτα την ιδέα του έργου και την αποτυπώνει σε τέσσερα μέρη, απεικονίζοντας ταυτόχρονα την εσωτερικότητα και τις αισθητικές εντάσεις του Πάθους με δόκιμες ενορχηστρωτικές λύσεις, πειραματισμούς, δραματουργικά στοιχεία και με μία θαυμαστή οικονομία και εναλλαγή των μέσων. Σε κάθε περίπτωση οι ορχηστρικές του επιλογές, ακολουθούν κινηματογραφικά την πλοκή του έργου και αναπνέουν μαζί με το κείμενο και τις φωνές σε φωτεινές ή σκοτεινότερες, νεορεαλιστικής υφής αποχρώσεις.
Στα “Πάθη”, οι πρωτογενείς εμπνεύσεις αναζητούνται από τον συνθέτη στο υλικό που προσφέρει το μονόφωνο βυζαντινό μέλος. Στη διακριτή γραφή του έργου τα μονόφωνα ψάλματα μεταμορφώνονται «εν φωναίς, εν χορδαίς και οργάνοις, εν ήχω σάλπιγγος και κυμβάλοις ευήχοις» ευφάνταστα και δημιουργικά σε μία σύνθετη, σύγχρονη πολυφωνική έκφραση.
Η τροπικότητα των βυζαντινών ήχων μετατρέπεται και αυτή στην ορχηστρική γραφή σε μία άλλη μουσική γλώσσα. Οι ιδιωματισμοί των τροπαρίων, οι μελωδικές τους γραμμές, οι θέσεις και τα μοτίβα γίνονται μελωδικά δάνεια τα οποία ο συνθέτης μεταπλάθει για τη μικτή Χορωδία που καθ’ υπακοήν κανοναρχείται, αντιφωνικά διαλέγεται, συμπορεύεται ή και συγκρούεται με την Ορχήστρα και τον χορό των Ψαλτών.
Το βυζαντινό μέλος παραμένει στο έργο του συνθέτη ως ένας διαρκής φανερός ή υφέρπων μελωδικός υπομνηματισμός, ένας υπαρκτός απόηχος, αντιδάνειο από τη νεότερη πατριαρχική ψαλτική παράδοση. Είναι ευδιάκριτες στον ακροατή οι γνωστές μελωδίες, παραπομπές στο μελοποιητικό έργο του Κωνσταντίνου Πρίγγου (+1964) και του μελίρρυτου πρωτοψάλτου της Θεσσαλονίκης, Χαριλάου Ταλιαδώρου (+2021). Αναφορές, που οριοθετούν το αισθητικό πλαίσιο και νοερά μας ταξιδεύουν σ’ έναν οικείο μουσικό πολιτισμό με βίωμα το εκκλησιαστικό γεγονός και τα ακούσματα από την εσπέρα της Μεγάλης Πέμπτης.
Η μουσική κορύφωση επέρχεται στο έργο με την Σταύρωση. “Πᾶσα ἡ Κτίσις, ἠλλοιοῦτο φόβῳ”, ενώ το χορωδιακό, θριαμβευτικό φινάλε που έπεται, αποτελεί έναν ελπιδοφόρο ύμνο που προαναγγέλλει τη σωτηρία και την Ανάσταση.
Κάπου εκεί, σ’ αυτήν ακριβώς την επιζητούμενη Ανάσταση, που ακολουθεί τη Σταύρωση, θα μπορούσε να αναζητηθεί μία πρώτη, προσιτή ανάγνωση στο εξαιρετικό, σύγχρονο ορατόριο του Χρήστου Σαμαρά. Μία ανάγνωση που μπορεί να ξεπεράσει το πνεύμα των ημερών της Μεγάλης Εβδομάδας και να συναντήσει τη ζοφερή, παγκόσμια επικαιρότητα. Γιατί είναι αλήθεια ότι εν τέλει ο συνθέτης καταφέρνει να οδηγήσει ψυχοακουστικά τον ακροατή, μέσα από τις αντιθέσεις, τις εντάσεις και τις κορυφώσεις του έργου του, σ’ έναν άλλο κόσμο πέρα από τα συνήθη σύνορα, σ‘ ένα «θεανθρώπινο» ηχοτοπίο. Εκεί, αφήνεται ο καθένας μόνος του για ν’ ανακαλύψει, ν’ αναλογιστεί και να κρίνει, μαζί με τη γενικότερη σκοπιμότητα των πραγμάτων και κάτι διαφορετικό, σίγουρα απόμακρο από την βεβορβορωμένη, εμπόλεμη κατάπτωση μας.
* Ο Αντώνης Ι. Κωνσταντινίδης είναι Δρ. Μουσικολογίας-Αντιπρόεδρος ΔΣ/ΕΤΟΣ ΚΟΘ