Το θεατρικό έργο Don Karlos, Ινφάντης της Ισπανίας (Don Karlos, Infant von Spanien, 1787), του Friedrich Schiller αποτέλεσε την εξαιρετική βάση για το λιμπρέτο των Joseph Méry και Camille du Locle, με τίτλο Don Carlos, που ο Giuseppe Verdi μελοποίησε για την Όπερα των Παρισίων, δημιουργώντας το πιο φιλόδοξο opus του. Η πρεμιέρα της εν λόγω πεντάπρακτης grand opéra δόθηκε στη Salle Le Peletier, τον Μάρτιο του 1867. Λίγους μήνες αργότερα το έργο παρουσιάστηκε στην ιταλική του μετάφραση, ως Don Carlo, ενώ κατά τα επόμενα χρόνια, ο συνθέτης προχώρησε σε αναθεωρήσεις της παρτιτούρας. Η τελευταία εκδοχή ολοκληρώθηκε το 1886 και παρουσιάστηκε στη Μόντενα, τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους, περίπου είκοσι χρόνια μετά από την πρώτη. Δεν υπάρχει άλλο έργο το οποίο ο Verdi να επεξεργάστηκε τόσες φορές.
Η Εθνική Λυρική Σκηνή (ΕΛΣ), για το πρόσφατο ανέβασμα της όπερας (παρακολουθήσαμε την πρεμιέρα στις 8/10), αξιοποίησε την τελευταία εκδοχή. Αναφέρουμε ότι, κατά τα τέλη Οκτωβρίου (25/10), το λυρικό θέατρο προέβη σε ανακοίνωση σύμφωνα με την οποία ο Βρετανός σκηνοθέτης Graham Vick, που είχε αρχικά ανακοινωθεί ότι θα υπέγραφε τη σκηνοθεσία, λόγω σοβαρού προβλήματος υγείας στη μέση, δεν ήταν σε θέση να πραγματοποιήσει τη σκηνοθεσία του Don Carlo. Έτσι, επελέγη η λύση μίας παλαιότερης και επιτυχημένης παραγωγής. Πιο συγκεκριμένα, το ανέβασμα που τελικά παρακολουθήσαμε ήταν συμπαραγωγή της Βασιλικής Όπερας του Λονδίνου, της Metropolitan Opera της Νέας Υόρκης και της Εθνικής Όπερας της Νορβηγίας (Όσλο), που πρωτοπαρουσιάστηκε στο Λονδίνο το 2008.
Οι τακτικοί αναγνώστες της στήλης ενδεχομένως να θυμούνται το σημείωμά μας σχετικά με παράσταση της παραγωγής που είχαμε παρακολουθήσει σε αναβίωσή της, στη Βασιλική Όπερα του Λονδίνου, στις 22/5/2017 (βλ. Critics’ Point, 20/6/2017). Γράφαμε τότε ότι, «επρόκειτο για την τρίτη κατά σειρά αναβίωση του ανεβάσματος του 2008, που υπέγραφε ο Άγγλος σκηνοθέτης Sir Nicholas Hytner. Συμπράττοντας με τους Bob Crowley (σκηνικά και κοστούμια) και Mark Henderson (υπεύθυνος φωτισμού), πρότεινε μια κομψή, απέριττη (τα σκηνικά ήταν λίγα), σκουρόχρωμη και εύγλωττη άποψη. Συχνά είχαμε την εντύπωση ότι η δράση λάμβανε χώρα μέσα στο πλαίσιο ενός δωματίου-κελιού, όπου οι ήρωες ήταν, κατά κάποιον τρόπο, παγιδευμένοι». Το εικαστικό μέρος της εν λόγω παραγωγής προσαρμόστηκε θαυμάσια στη νέα σκηνή της ΕΛΣ (Αίθουσα Σταύρος Νιάρχος) και οι καλές εντυπώσεις ανανεώθηκαν πλήρως. Τα σκηνικά, όπως προαναφέρθηκε, ποτέ πολλά και βαριά, μπόρεσαν να αναδειχθούν στη μεγάλη εγχώρια σκηνή. Επιπλέον, βρήκαμε ότι ο υποβλητικός φωτισμός, κυρίως μπλε σκούρος, λειτούργησε άψογα ενισχύοντας την ιδιαίτερη ατμόσφαιρα.
Ο Hytner πέτυχε να αναδείξει τις γεμάτες προβλήματα και εντάσεις σχέσεις των ηρώων, ειδικά την εύθραυστη σχέση του Don Carlo με τον πατέρα του, Βασιλέα Φίλιππο Β’, όπως και με την Ελισάβετ, που αποτελεί το πρόσωπο με το οποίο είναι βαθιά ερωτευμένος (η τελευταία, εξίσου ερωτευμένη με τον Don Carlo, υποχρεώνεται να παντρευτεί τον Βασιλέα). Η πρώτη πράξη, που στην εκδοχή του 1883 απαλείφεται, αλλά που στην εκδοχή της Μόντενα, όπως και στις αρχικές εκδοχές, διατηρείται, δίνει την ευκαιρία στον σκηνοθέτη (ορθότερα, σε κάθε σκηνοθέτη), αλλά και στο κοινό, να βιώσει την μεγάλης σημασίας πρώτη συνάντηση του Carlo και της Elisabetta στο δάσος, όπου τα βέλη του έρωτα χτυπούν ακαριαία και τους δυο ήρωες (εξάλλου, η πλοκή αναφέρει ότι η Elisabetta αρχικά προοριζόταν για τον Carlo).
Θα πρέπει να τονιστεί ότι η ιδιαίτερη επιτυχία της ελληνικής παρουσίασης βασίστηκε στην διεθνών προδιαγραφών διανομή σχηματισμένη από ονόματα που διαπρέπουν σε σκηνές του κόσμου. Και σίγουρα (ποιος θα το αμφισβητούσε ποτέ;) μία τέτοια μνημειώδης όσο και τρανών φωνητικών απαιτήσεων όπερα έχει απολύτως ανάγκη από μεγάλες φωνές.
Πιο συγκεκριμένα, τον ρόλο του Don Carlo κράτησε ο Αργεντινός τενόρος Marcelo Puente, υποστηρίζοντάς τον με νεανικό σφρίγος, ωραία φωνή και πειστικότατη εμφάνιση. Η τραγικότητα της μουσικής έβρισκε ανταπόκριση στην έκφραση και στο ηχόχρωμα της φωνής του λυρικού καλλιτέχνη.
Δίπλα του, η έμπειρη όσο και διάσημη Ιταλίδα υψίφωνος Barbara Fritolli πρότεινε μία στη βάση δουλεμένη μοιραία Élisabeth de Valois. Ευθύς εξαρχής πρέπει να αναφερθεί ότι πρόκειται για μία από τις αρτιότερες σύγχρονες ενσαρκώτριες του ρόλου. Ξεχωρίσαμε την επιβλητική προσωπικότητά της, το ιδιωματικό της τραγούδι σε συνδυασμό με την καθαρή της άρθρωση. Γνωρίζοντας καλά τα μυστικά του ρόλου μπόρεσε να αναδείξει με σκέψη τις πτυχές του φθάνοντας σε μία ηρωική όσο και γεμάτη τραγικό αίσθημα ερμηνεία της μεγάλης καταληκτικής άριας, Tu che la vanitá conosce.
Από τη δική της πλευρά, η εξίσου διάσημη Ρωσίδα Ekaterina Gubanova, αξιοποίησε την ιδιαίτερου χαρακτήρα, βαθειά, δραματική και σκουρόχρωμη φωνή μεσοφώνου που διαθέτει για να αποδώσει τις αγωνίες, αλλά και τον φθόνο, της Πριγκίπισας Eboli, που επίσης διεκδικεί τον Don Carlo και ευθύνεται σε μεγάλο μέρος τόσο για την καταστροφή του όσο και για εκείνη της Βασίλισσας Ελισάβετ. Μολονότι η αρχική είσοδός της κατά την δεύτερη σκηνή της δεύτερης πράξης, φωνητικά δεν ήταν απολύτως βέβαιη, στη συνέχεια, πολύ σύντομα, ανέκτησε τις δυνάμεις της αποδίδοντας με τη γνωστή της φωνητική σιγουριά, που ξεχώρισε με υπέροχο τρόπο στην υψηλών απαιτήσεων άρια της τέταρτης πράξης, O don fatale. Το αθηναϊκό κοινό είχε την ευκαιρία να εκτιμήσει μία πραγματική δραματική μεσόφωνο.
Τον ρόλο του Βασιλέα Φιλίππου Β’ κράτησε ο Ρώσος μπάσος Alexander Vinogradov, γνωστός τόσο μέσω της αξιοσημείωτης δισκογραφικής του παρουσίας όσο και μέσω των συχνών εμφανίσεών του σε διεθνή λυρικά θέατρα, ερμηνεύοντας με εντυπωσιακού μεγέθους φωνή, γεμάτη, καλά στηριγμένη, με πληρότητα σε όλη της την έκταση. Τα στοιχεία αυτά θριάμβευσαν στην έξοχη άρια, Ella giammai m’amò, με την οποία ανοίγει η πρώτη σκηνή της τέταρτης πράξης, και κατά την οποία ο απογοητευμένος μονάρχης αποδέχεται το γεγονός ότι η Ελισάβετ, ποτέ δεν τον αγάπησε. Στα σαράντα τρία του χρόνια και έχοντας ήδη διανύσει μια σταδιοδρομία που εγκαινιάστηκε από τα χρόνια κιόλας των σπουδών του (θυμίζουμε ότι ήταν είκοσι ενός ετών όταν τραγούδησε τον Oroveso στη Norma του Vincenzo Bellini, στο Θέατρο Bolshoi), ο καλλιτέχνης υποστήριξε έναν πειστικότατο Βασιλέα.
Ως Rodrigo, ο πάντα εξαιρετικός βαρύτονος Τάσσης Χριστογιαννόπουλος, κέρδισε για ακόμη μία φορά τις εντυπώσεις αποδίδοντας με σκέψη και noblesse τον ρόλο του Μαρκησίου και επιστήθιου φίλου του Don Carlo. Το προσεγμένο του legato, ο έλεγχος της αναπνοής και το ιταλικό ιδιωματικό του τραγούδι ξεχώρισαν σε όλη την διάρκεια, αλλά ειδικά στις άριες (ρομάντσες) Per me giunto è il di supreme και Io morrò, ma lieto in core της τέταρτης πράξης.
Στον ρόλο του τρομακτικού Μέγα Ιεροεξεταστή, ο Πολωνός μπάσος Rafał Siwek, κάτοχος ηχηρής και σπηλαιώδους φωνής, στάθηκε με σωστό τρόπο απέναντι στα μουσικά και υποκριτικά ζητούμενα. Η μεγάλη σκηνή της συνάντησής του με τον Φίλιππο (πρώτη σκηνή, τέταρτη πράξη), κατά την οποία ο ενενηντάχρονος συμφωνεί με τη θανάτωση του Carlo, τιμωρία την οποία προτείνει ο ίδιος ο Φίλιππος, και η στιγμή που ο υπερήλικας ζητά από την πλευρά του την θανάτωση και του Rodrigo, ήταν αρκούντως απειλητική και σκοτεινή.
Ο μπάσος Πέτρος Μαγουλάς, ερμήνευσε τον σύντομο ρόλο του Μοναχού, με την πολλών ποιοτήτων υπέροχη βαθειά φωνή του, υπογραμμίζοντας το γεγονός ότι είναι έτοιμος πλέον να επωμισθεί τον ρόλο και του Βασιλέα Φιλίππου: ελπίζουμε, όπως και ο ίδιος φανταζόμαστε, να του δοθεί η ευκαιρία κάποια στιγμή στο προσεχές μέλλον να το πράξει και μάλιστα σε ελληνικό έδαφος. Η σχετικά πρόσφατη εμφάνισή του στη Βασιλική Όπερα του Λονδίνου, στον ρόλο του Commendatore (Wolfgang Amadeus Mozart, Don Giovanni, KV 527), κέρδισε τις εντυπώσεις και τις επευφημίες του βρετανικού κοινού (βλ. Critics’ Point, 30/10/2019).
Οι πολλοί μικρότεροι ρόλοι κρατήθηκαν από τους καλά προετοιμασμένους Μιράντα Μακρυνιώτη (Tebaldo), Νίκη Χαζιράκη (φωνή από τον ουρανό), Lyudmila Bondarenko (Contessa d’Arenberg), Γιάννης Κάβουρας (Κόμης της Lerma), Νίκο Καραγκιαούρη, Maxim Klonowski, Τάσο Λαζάρου, Νίκο Μασουράκη, Ανδρέα Μεταξά, Μαρίνο Ταρνανά (έξι απεσταλμένοι της Φλάνδρας), Βασίλη Ασημακόπουλο, Γιώργο Ματθαιακάκη, Κώστα Παναγόπουλο, Γιώργο Παπαδημητρίου, Σπύρο Σώκο και Διονύση Τσαντίνη (έξι μοναχοί).
Η χορωδία της ΕΛΣ, προετοιμασμένη από τον Αγαθάγγελο Γεωργακάτο, απέδωσε με γενναιόδωρη έκφραση και τονική ακρίβεια τα εκτενή μέρη της.
Στο podium της ορχήστρας της ΕΛΣ, που επίσης έδωσε τον καλύτερό της εαυτό στην εκτέλεση της επικής και τρανών μουσικών απαιτήσεων παρτιτούρας (πολύ σωστά ερμηνευμένα τα διάφορα soli, ιδίως το εξαίσιο εκείνο του βιολοντσέλου με το οποίο εγκαινιάζεται η τέταρτη πράξη), στάθηκε ο Γάλλος αρχιμουσικός Philippe Auguin, στα νεανικά του χρόνια βοηθός των αξέχαστων ομοτέχνων του, Herbert von Karajan και Sir Georg Solti, από τους οποίους ασφαλώς διδάχθηκε πολλά. Διευθύνοντας με αδιαμφισβήτητη γνώση και προσοχή στην στήριξη των τραγουδιστών, έφερε προσεκτικά και με ευαισθησία στην επιφάνεια όλον τον υπέροχο ρομαντισμό και τον ουμανισμό της βερντιάνικης όπερας. Αξίζει να τονιστεί ότι αναγνωρίζοντας την προσφορά του, στο τέλος της παράστασης, η Fritolli, οδηγώντας τον στη σκηνή, υποκλίθηκε μπροστά του. Όχι, τυχαίο γεγονός. Ναι, χαιρόμαστε που έχει δημιουργήσει μία στενή σχέση συνεργασίας και εμπιστοσύνης με το λυρικό μας θέατρο και περιμένουμε την επόμενη σύμπραξή του με αυτό. Προσθέτουμε ότι για την καλλιτεχνική περίοδο 2019-2020 είναι φιλοξενούμενος καλλιτέχνης της ΕΛΣ.
Ο απολύτως δικαιολογημένος ενθουσιασμός και τα παρατεταμένα χειροκροτήματα του κοινού γέμισαν την αίθουσα στο τέλος της παράστασης σφραγίζοντας την εντυπωσιακότερη ίσως παραγωγή μέχρι σήμερα της ΕΛΣ στη νέα της στέγη. Bravi tutti!