“Η Υπνοβάτις” του Βιτσέντζο Μπελλίνι (1801-1835) γράφτηκε ένα χρόνο πριν από την “Νόρμα” και ανέδειξε το σύνθετη ως έναν από τους σημαντικότερους της εποχής του με εντελώς προσωπικό ύφος στο χώρο του belcanto.
Το έργο πρωτοπαρουσιάστηκε στο Μιλάνο το 1831 σημειώνοντας τεράστια επιτυχία με πρωταγωνίστρια την διάσημη εκείνης της εποχής σοπράνο Giuditta Pasta. Το έργο αναβίωσε η Μαρία Κάλλας στην Σκάλα του Μιλάνου το 1955, με τον Νίκο Ζαχαρίου στο ρόλο του κόμητα Ροντόλφο, σε σκηνοθεσία Luciano Visconti. Η παραγωγή αυτή θεωρείται αξεπέραστη. Το 1970 το έργο ανέβηκε στην Εθνική Λυρική Σκηνή, με τον Νίκο Ζαχαρίου, την Βάσω Παπαντωνίου και τον τενόρο Ugaut Bennelli, σε μουσική διεύθυνση του Βύρωνα Κολάση. Επίσης, το 2000, στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, σε μπαλετική μορφή και σκηνοθεσία Δημήτρη Παπαϊωάννου.
Το πρόσφατο ανέβασμα της Εθνικής Λυρικής Σκηνής (παρακολουθήσαμε την παράσταση που δόθηκε στις 29/10), εναρκτήριο της εφετινής σεζόν, ήταν συμπαραγωγή της Κρατικής Όπερας της Βιέννης και της Βασιλικής Όπερας του Λονδίνου, σε σκηνοθεσία Μάρκο Αρτούρο Μαρέλλι. Στο πόντιουμ στάθηκε ο αρχιμουσικός Philippe Auguin. Στον ομώνυμο ρόλο παρακολουθήσαμε την Χριστίνα Πουλίτση, στο ρόλο του Elvino τον τενόρο Γιάννη Χριστόπουλο και ως κόμη τον βαρύτονο Τάσο Αποστόλου.
Ο σκηνοθέτης Marelli μετέφερε το έργο στην Ελβετία όπως προβλέπει το λιμπρέτο και η υπόθεση του έργου αλλά, αντί ξενοδοχείου, επέλεξε επηρεασμένος πιθανώς από το έργο του Τόμας Μαν «Το μαγικό βουνό», η δράση να αναπτύσσεται μέσα σε ένα σανατόριο της Ελβετίας. Σκηνοθετικά έτσι το έργο δεν έχασε, μια και οι χώροι υποδοχής ενός ξενοδοχείου και ενός σανατορίου παρομοιάζουν (αν και στο διάλογο του Ροντόλφο με την Λίζα- κοπέλα στη ρεσεψιόν, σχολιάζοντας μιλούν για ξενοδοχείο). Έτσι το περιβάλλον ήταν σκηνοθετικά εντυπωσιακό και η στημένη τραπεζαρία για το γάμο της Αμίνα (υπνοβάτις) δίνει την ευκαιρία στην πολυπρόσωπη χορωδία να κάθεται και να μη στέκεται αμήχανα στο πλάι. Επίσης φαντασμαγορικά πρόβαλαν τα ελβετικά βουνά στο βάθος και το χιόνι που έπεφτε στις δύσκολες στιγμές πίσω από τα μεγάλα παράθυρα του ξενοδοχείου-σανατορίου.
Το λιμπρέτο βασισμένο σε ποιητικό κείμενο του Felice Romani (1788-1865), εμπνευσμένο πιθανώς από ένα μπαλέτο με τίτλο «Η άφιξη του αρχιδούκα», σε χορογραφία του Jean Pierre Aumer (Παρίσι 1827) βασισμένο στο μυθιστόρημα «Η Υπνοβάτιδα χωριατοπούλα» (1819) του Francoix Victor Arman de Artois, μπορεί πιθανώς να έχει δύο αναγνώσεις: Μια απλουστευμένη και λίγο αθώα σύμφωνα με την οποία η νεαρή χωριατοπούλα που ερωτεύεται τον πλούσιο κινδυνεύει να τον χάσει γιατί υπνοβατεί και βρίσκεται ακούσια στο δωμάτιο του άρτι αφιχθέντος κόμητα-άρχοντα της περιοχής Ροντόλφο (πράγμα που παραπέμπει βέβαια σε συνήθειες μιας άλλης εποχής όπου ο άρχοντας διεκδικούσε την πρώτη νύχτα του γάμου). Η δεύτερη ανάγνωση είναι μια πιο βαθιά ψυχολογική ανάλυση όπου η χωριατοπούλα Αμίνα διοχετεύει τους φόβους της για εκπλήρωση των επιθυμιών του Elvino να μοιάσει στην μητέρα του και να ανταποκριθεί στο ιδανικό, της όπως πρέπει συζύγου, υπνοβατώντας και παρακάμπτοντας τα κοινωνικώς αποδεκτά.
Ενδιαφέρον είναι το γεγονός ότι ο Ελβετός Elvino μοιάζει πολύ με Έλληνα γόνο προσηλωμένο στην μητέρα του. Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμη και το δαχτυλίδι των αρραβώνων είναι της μητέρας. Όμως παρ’όλες τις αδυναμίες του σαν κείμενο (γι’ αυτό ίσως δεν ανεβάζεται συχνά) το λιμπρέτο δίνει στο Μπελλίνι την ευκαιρία να γράψει άπειρες μελωδίες που κρατάνε το ακροατήριο του σε συνεχή συγκίνηση με αποκορύφωμα την τελευταία άρια της Αμίνας στην β΄ πράξη “Si presto estinto o fiore”. Η Πουλίτση ως Αμίνα υπήρξε πολύ πειστική αντιμετωπίζοντας με ακρίβεια ακόμα και τις πιο υψηλές νότες. Στην α΄ πράξη η Αμίνα ετοιμάζεται να παντρευτεί τον αγαπημένο της Ελβίνο. Γίνονται οι αρραβώνες στην διάρκεια των οποίων φτάνει ο ξένος που δεν είναι άλλος από τον ξενιτεμένο γιο του κόμη άρχοντα της περιοχής. Στη συγκεκριμένη παράσταση εντυπωσίασε ως κόμης ο Τάσος Αποστόλου, με την επιβλητική και αρρενωπή του εμφάνιση (σε σύγκριση με τον αγαπημένο Elvino, τον προσκολλημένο στην μαμά του). Το ατύχημα της Αμίνα συμβαίνει όταν κοιμωμένη και υπνοβατούσα εισέρχεται στο δωμάτιο του Κόμη (απ όπου μόλις έχει αποσυρθεί η ερωτοτροπούσα με τον κόμη αντίζηλος Λίζα). Ο κόμης δεν εκμεταλλεύεται την αθώα και υπνοβατούσα Αμίνα, αλλά φεύγει κρυφά. Όμως στο ξύπνημα της η Αμίνα ανακαλύπτεται από τους χωρικούς και από την Λίζα, ότι πέρασε την πρώτη νύχτα του γάμου της με τον κόμη. Ο Elvino είναι φυσικό να μην πείθεται για την αθωότητα της παρ’ όλες τις μελωδίες και τις άριες της απαρηγόρητης Αμίνα.
Στην β΄ πράξη ο απογοητευμένος από την απιστία της Αμίνα Εlvino ετοιμάζεται να νυμφευθεί την αντίζηλό της Λίζα (με την οποία φαίνεται ότι κάποτε είχε και κάποια σχέση) μη ακούγοντας τις συμβουλές των χωρικών ότι η Αμίνα είναι αθώα του αμαρτήματος που της προσάπτει. Την αθωότητα της επιβεβαιώνει η θετή μητέρα Τερέζα και το επιβεβαιώνει εμφανίζοντας τα πειστήρια της παρουσίας-προδοσίας της Λίζας (πράγματα που ξέχασε στο δωμάτιο του κόμη φεύγοντας- κορδέλες και παπούτσι). Ο δύστυχος Elvino βρίσκεται δεύτερη φορά εξαπατηθείς. (Στο σημείο αυτό όλο το ακροατήριο μειδίασε μέσα στην αίθουσα επειδή το μέτωπο του πρωταγωνιστή παρέπεμπε σε συγκεκριμένο ζώο). Το πρόβλημα λύει η επανεμφανιζόμενη και υπνοβατούσα πάλι Αμίνα (αυτό το κορίτσι όλα τα δημιουργούσε και τα έλυνε κάθ’ ύπνους). Ο Elvino τελικά πείθεται με την αθωότητα της και την αγάπη της και όλοι ζήσανε καλά κι εμείς καλύτερα!
Στους ρόλους: η Χριστίνα Πουλίτση στον ομώνυμο ρόλο έδειξε ότι εκτός από τα φωνητικά της χαρίσματα έχει εξελιχθεί πολύ στην τεχνική της και διαθέτει το χάρισμα της σκηνικής παρουσίας. Ο Γιάννης Χριστόπουλος στο ρόλο του Elvino ήταν συμπαθής, ειδικά στην πρώτη πράξη που θρηνεί για το χαμό του έρωτα του. Ο Τάσος Αποστόλου έκανε εξαιρετική παρουσία στο ρόλο του κόμη. Εκτός από τη μεστή φωνή του έχει και ιδιαίτερη σκηνική παρουσία. Η Μαριέλα Στριφτόμπολα (δυσκολοπρόφερτο όνομα) είχε πολύ καλή παρουσία με σωστό ηχόχρωμα και κυρίως με ένταση φωνής. Για την σκηνοθεσία σχολιάσαμε ότι είναι ευχάριστα κλασική και δημιουργεί τον περιβάλλοντα χώρο για τα διαδραματιζόμενα. Η διεύθυνση της ορχήστρας από τον Philippe Auguin ήταν υποδειγματική. Στην χορωδία της Εθνικής Λυρικής Σκηνής άξιζαν όλα τα χειροκροτήματα.