Η Εθνική Όπερα της Αγγλίας (English National Opera, γνωστή ως ENO) αποτελεί έναν από τους πλέον δραστήριους και δημοφιλείς μουσικούς οργανισμούς της Βρετανίας. Από την αρχή της ίδρυσής της, κατά τα τέλη του δεκάτου ενάτου αιώνα, έφερε την Όπερα πιο κοντά στο ευρύτερο κοινό. Αυτός, εξάλλου, ήταν εξαρχής και ο βασικός σκοπός της αξέχαστης εμπνεύστριάς της, Emma Cons (1838-1912), που αργότερα υποστηρίχθηκε από την ανιψιά της, Lilian Baylis (1874-1937). Οι δύο αυτές σπουδαίες κυρίες πίστευαν ότι το θέατρο και η όπερα θα πρέπει να είναι προσιτά σε όλα τα μέλη της κοινωνίας, ανεξαρτήτως κοινωνικής και οικονομικής τάξης.
Η English National Opera, που ανεβάζει όλες ανεξαιρέτως τις όπερες στην αγγλική γλώσσα προκειμένου το βρετανικό κοινό να κατανοεί το ποιητικό κείμενο (libretto), φροντίζει ώστε οι παραγωγές της να είναι υψηλής ποιότητας, καινοτόμες και αισθητικά ελκυστικές στο σύγχρονο κοινό. Το ετήσιο ρεπερτόριό της, με σκέψη προγραμματισμένο, περιλαμβάνει έργα γνωστά, όσο και πιο σπάνια παρουσιασμένα. Σε κάθε καλλιτεχνική περίοδο, φιλοξενεί στο πρόγραμμα μελοδράματα της εγχώριας παραγωγής, βρετανών συνθετών προερχόμενων από διαφορετικές περιόδους της μουσικής ιστορίας.
Πάντα διατηρούμε στις πολυτιμότερες μουσικές μας εμπειρίες άρτια ανεβάσματα που είχαμε παρακολουθήσει στην εν λόγω σκηνή, κιόλας από τα πολύ νεανικά μας χρόνια: δεν θα ξεχάσουμε κατά τη δεκαετία του ΄90 ένα ονειρικό ανέβασμα του Πελλέα και της Μελισάνθη (Claude Debussy, Pelléas et Mélisande), όπως και ένα μουσικά και εικαστικά συναρπαστικό ανέβασμα της μόνης κωμικής όπερας του Leoš Janáček, με τίτλο Οι εκδρομές του κυρίου Brouček (τσεχ. Výlety pánĕ Broučkovy, αγγλ. sic, The Adventures of Mr Brouček).
Πρόσφατα γίναμε μάρτυρες δύο παραγωγών, που εντάχθηκαν στο πλαίσιο κύκλου με θέμα το μυθολογικό πρόσωπο του Ορφέα. Ειδικότερα, τέσσερα μεγάλα έργα συναποτέλεσαν τον κύκλο: ο Ορφέας και η Ευρυδίκη (ιταλ. Orfeo ed Euridice, αγγλ. Orpheus and Eurydice) του Christoph Willibald Gluck (1714-1787), o Ορφέας στον Άδη (γαλλ. Orphée aux enfers, αγγλ. Orpheus in the underworld) του Jacques Offenbach (1819-1880), H Μάσκα του Ορφέα (αγγλ. The Mask of Orpheus) του Sir Harrison Birtwistle (γ. 1934) και Ορφέας (γαλλ. Orphée) του Philip Glass (γ. 1937). Από τα παραπάνω παρακολουθήσαμε τα δύο πρώτα, αντιστοίχως στις 17 και 19/10 (στο παρόν κριτικό σημείωμα θα αναφερθούμε στην πρώτη, ενώ στο αμέσως επόμενο, στη δεύτερη).
Η όπερα (επί του προκειμένου, ορθότερα, azione teatrale, δηλ. θεατρική πράξη, είδος όπερας ευρέως διαδεδομένο κατά τα τέλη του δεκάτου εβδόμου και κατά τον δέκατο όγδοο αιώνα) του Gluck, με τίτλο Orfeo ed Euridice, σε λιμπρέτο του Ranieri de’ Calzabigi (1714-1795), παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο Burgtheater της Βιέννης, στις 5 Οκτωβρίου 1762. Γνώρισε μεγάλη επιτυχία και μέχρι τις μέρες αποτελεί ίσως το γνωστότερο δημιούργημα του συνθέτη. Πρώτος καρπός των έργων της λεγόμενης εποχής της μεταρρύθμισης του συνθέτη, που στόχευε στην εκφραστική απλότητα και αμεσότητα, στη μουσική και δραματική οικονομία, στην ταύτιση μουσικής και λόγου, μακριά από πολύπλοκες δομές. Το υπέροχης δωρικής ομορφιάς έργο, δώδεκα χρόνια μετά από την πρεμιέρα του, παρουσιάστηκε σε μια νέα εκδοχή, με τίτλο Orpheé et Eurydice, επεξεργασμένη από τον ίδιο τον συνθέτη, σε λιμπρέτο του Pierre–Louis Moline (περ. 1740-1820), απευθυνόμενο στο απαιτητικό κοινό της περίφημης Académie Royale de Musique των Παρισίων, που πραγματικά γοητεύτηκε από το ταλέντο και την έμπνευση του Gluck. Ανάμεσα στις δύο προαναφερθείσες εκδοχές, βρίσκεται και μία ακόμη, που ανέβηκε στην Πάρμα, στις 24 Αυγούστου 1769, με αρχιμουσικό τον συνθέτη, και στηρίζεται εν πολλοίς στην πρώτη. Σημειώνουμε ότι ο ρόλος του Ορφέα σε κάθε εκδοχή αλλάζει είδος φωνής: στην πρώτη (της Βιέννης, 1762) προορίζεται για άλτο καστράτο, στη δεύτερη (της Πάρμας, 1769), για σοπράνο καστράτο, ενώ στην τρίτη (των Παρισίων, 1774), για υψηλό τενόρο (γαλλ. haute-contre).
Η Εθνική Όπερα της Αγγλίας, για την πρόσφατη παρουσίαση του έργου, προτίμησε να μην επιλέξει καμία από τις παραπάνω εκδοχές, αλλά μία διαφορετική, ωστόσο αρκετά αγαπητή, εκείνη που επεξεργάστηκε ο χρονικά μεταγενέστερος συνθέτης και μέγας θαυμαστής-μελετητής του Gluck, Hector Berlioz (1803-1869, ενδεικτικά αναφέρουμε ότι ο τελευταίος, στο κεφάλαιο αρ. 5 της αυτοβιογραφίας του, Μémoires, εκδ. 1870, αναφέρει χαρακτηριστικά ότι ήταν ο Gluck που τον ενέπνευσε να γίνει μουσικός). Βεβαίως, είναι κοινό μυστικό ότι η εν λόγω εκδοχή, του 1859, οφείλεται τόσο στον τελευταίο όσο και στην θρυλική Γαλλίδα, ισπανικής καταγωγής μεσόφωνο και μουσουργό Pauline Viardot (1821-1810), κόρη του σημαντικού τενόρου και παιδαγωγού, Manuel García (1775-1832), μικρότερη αδελφή της εξίσου θρυλικής κοντράλτο-σοπράνο Maria Malibran (1808-1836) και βαφτισιμιά του συνθέτη Ferdinando Paer (1771-1839). Υπήρξε η πρώτη διδάξασα τούτης της νεότερης εκδοχής. Ο Berlioz συνεργάστηκε στενά μαζί της για την τελειοποίηση της εκδοχής του, που αξιοποιεί κυρίως την εκδοχή της Βιέννης και εκείνη των Παρισίων, με κάποια στοιχεία της μεσαίας εκδοχής. Μετέγραψε το μέρος του Ορφέα για μεσόφωνο, επεξεργάστηκε την ενορχήστρωση (παραμένοντας, όμως, πιστός στα ζητούμενα του ύφους της εποχής του Gluck και όχι σε εκείνα της δικής του), ξαναδούλεψε διάφορα σημεία της όπερας (κυρίως τα recitativi του Ορφέα), χώρισε το έργο σε τέσσερις πράξεις (η αρχική εκδοχή είναι σε τρεις), ενώ τοποθέτησε τη σκηνή του Άδη και εκείνη των καθαγιασμένων πνευμάτων σε διαφορετικές πράξεις, αντιστοίχως στην δεύτερη και στην τρίτη. Τόσο η εκδοχή του Berlioz όσο και η ερμηνεία της Viardot γνώρισαν αξιοσημείωτη επιτυχία από την πρώτη παρουσίαση στο Théâtre Lyrique, στις 18 Νοεμβρίου 1859. Την πρεμιέρα ακολούθησαν εκατόν τριάντα οκτώ παραστάσεις, για κάθε μία από τις οποίες τα εισιτήρια είχαν εξαντληθεί.
Την πρόσφατη παραγωγή της ENO υπέγραψε ο πολυπράγμων και πολυβραβευμένος χορογράφος Wayne McGregor, συνδέοντας με γούστο και ακρίβεια την κίνηση των τραγουδιστών με τα εκτενή μπαλετικά μέρη της παρτιτούρας: κάθε άλλο παρά τυχαίο μπορεί να θεωρηθεί το γεγονός ότι μεγάλοι χορογράφοι τόσο του παρελθόντος όσο και του παρόντος ασχολήθηκαν και ασχολούνται με το έργο που δίνει την ευκαιρία σε χορογράφους να δείξουν τις δυνατότητές τους. Ο McGregor ακολούθησε μια μοντέρνα γραμμή, που ποτέ, όμως, δεν έχανε επαφή με το προαναφερθέν δωρικό στοιχείο της παρτιτούρας. Τα σύγχρονης αισθητικής αντίληψης κοστούμια της Louise Gray (ενίοτε πολύχρωμα για τους χορευτές, λευκό με μαύρα γράμματα για την Ευρυδίκη, μαύρο με λευκά γράμματα για τον Ορφέα), τα απλά σκηνικά της Lizzie Clachan, ο σωστός φωτισμός, ειδικά η έξυπνη χρήση φωτισμού νέον, του Jon Clark και οι καλοσχεδιασμένες βιντεοπροβολές του Ben Cullen Williams (κατά την πρώτη πράξη βλέπαμε κύματα στο φόντο της σκηνής) σχημάτισαν μια εικόνα πραγματικά εντυπωσιακή όσο και απολύτως πρωτότυπη. Φθάνοντας στον Άδη, ένα ερυθροπράσινο φως (νέον), που αναβόσβηνε συνεχώς, δημιούργησε μία όντως ανησυχητική όσο και εκτυφλωτική εμπειρία.
Κατά τη διάρκεια της Ουβερτούρας παρακολουθούμε την Ευρυδίκη να προβαίνει σε δυο θανατηφόρες ενέσεις. Δεν υιοθετείται εδώ η οικεία εκδοχή του δαγκώματος φιδιού. Ένα γράμμα, που αφήνει πίσω της, και ο επερχόμενος θάνατός της μάλλον υπονοούν ότι πρόκειται για αυτοκτονία. Στη συνέχεια την βλέπουμε ξαπλωμένη, δίχως ζωή, να υπερίπταται πάνω από μια δεξαμενή. Η γνωστή ιστορία του Ορφέα που θα αναζητήσει την αγαπημένη του στον Άδη, ξεδιπλώνεται γεμάτη ωραίες χορευτικές εικόνες και κινήσεις έτοιμες να γοητεύσουν τα μάτια του κοινού.
Τα δεκατέσσερα μέλη της λαμπρής χορευτικής ομάδας του McGregor υπήρξαν έξοχα στις εκφραστικές κινήσεις τους και στα άμεσα reflexes τους αναλαμβάνοντας τους ρόλους των καλών ή κακών πνευμάτων του Άδη. Ο χορογράφος-σκηνοθέτης δεν εμφάνισε την χορωδία επί σκηνής. Άκουγες τον θεσπέσιο ήχο της μέσα από το pit της ορχήστρας, ενώ για τους τρεις ήρωες, Ορφέα, Ευρυδίκη και Έρωτα, στην πορεία της όπερας, παρείχε χορευτή-συνοδό.
Τον ρόλο του Ορφέα κράτησε η διακεκριμένη Βρετανίδα μεσόφωνος Alice Coote προσφέροντας μία δραματικά, φωνητικά και μουσικά, δίχως υπερβολή, καθηλωτική ενσάρκωση. Απέδωσε με γνήσια και βαθύτατα βιωμένη συγκίνηση τον αρχικό θρήνο, φέρνοντας στο νου τις ποιότητες μιας Dame Janet Baker, που στο παρελθόν είχε θριαμβεύσει στον ρόλο. Η θερμή και γεμάτη φωνή της Coote είχε πολλά να προσφέρει σε κάθε μουσική φράση. Οι λέξεις του κειμένου (μουσικότατη η αγγλική μετάφραση του γαλλικού λιμπρέτου από τον Christopher Cowell) αποκτούσαν στα χείλη της ιδιαίτερη σημασία.
Η σοπράνο Sarah Tynan ως Ευρυδίκη και η σοπράνο Soraya Mafi ως Έρως, εμπνευσμένες από το άρτιο μουσικοεικαστικό τοπίο, πρόσφεραν τον καλύτερό τους εαυτό, τραγουδώντας με τονική ακρίβεια, ηχοχρωματική ομορφιά και ευγένεια έκφρασης. Ιδιαίτερα η πρώτη, ευχαρίστησε με τον έλεγχο της φωνητικής γραμμής.
Η ορχήστρα της ENO κυριολεκτικά απογειώθηκε έχοντας στο τιμόνι της τον Βρετανό Harry Bicket (quel luxe!), εκλεκτό σύγχρονο μαέστρο με ιδιαίτερες γνώσεις πάνω στις ιστορικά ενημερωμένες ερμηνείες.
Ο Bicket, συχνά επιλέγοντας γοργές ταχύτητες, εξασφάλισε ένα μουσικό αποτέλεσμα σαφές, μουσικά ενεργό και εκλεκτό, που από την αρχή κέρδιζε σε δραματική ένταση και ρυθμική πλαστικότητα. Επέδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον στην ανάδειξη της λιτότητας της γραφής της παρτιτούρας και του απέριττου μουσικού κάλλους της θείας γκλουκικής έμπνευσης.