Η εναρκτήρια για την νέα καλλιτεχνική περίοδο απευθείας μετάδοση από την Metropolitan Οpera της Νέας Υόρκης (The Met), που προβλήθηκε στις 12 Οκτωβρίου στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών και σε άλλες 70 χώρες, ήταν αφιερωμένη στη μνήμη του μεγάλου σκηνοθέτη Φράνκο Τζεφιρέλι, που σκηνοθέτησε πρώτη φορά το 1987 την όπερα “Τουραντό” του Giacomο Puccini, την οποία και παρακολουθήσαμε.
Η σκηνοθεσία του Τζεφιρέλι ήταν φαντασμαγορική και ίσως μόνο η Μet θα μπορούσε να την παρουσιάσει. Βλέπετε τελικά όπου υπάρχουν χορηγοί (sponsors) εκεί μπορούν να ανέβουν και υπερθεάματα. Στην γηραιά ήπειρο σπανία κάποιος ιδιώτης θα βάλει το χέρι στην τσέπη για να υποστηρίξει μια καλλιτεχνική παραγωγή τέτοιας εμβέλειας, σε αντίθεση με τις Ηνωμένες Πολιτείες όπου πολλοί θέλουν να ιδούν το όνομά τους να αναγράφεται ως δωρητές και σπόνσορες. Έτσι στο νέο κόσμο που δεν είχε καμιά καλλιτεχνική προϊστορία ανεπτύχθησαν τελικά και ανεδείχθησαν κατά τον εικοστό αιώνα και ιδίως τα τελευταία 50 χρόνια το θέατρο, η μουσική και οι εικαστικές τέχνες.
Η όπερα αυτή είναι η τελευταία που έγραψε ο Πουτσίνι και λόγω του θανάτου του έμεινε ημιτελής. Ολοκληρώθηκε από τον μαθητή του, Franco Alfano (1875-1954), στον οποίον φαίνεται ότι οφείλεται και η καταπληκτική άρια του τενόρου, από την ΙΙΙ πράξη, «Nessun dorma»: με το υπέροχο θέμα της άριας κλείνει και η όπερα (finale). Σημειώνουμε ότι ο Αλφάνο έγραψε εννέα ακόμη όπερες, μεταξύ των οποίων και εκείνη με τίτλο Cyrano de Bergerac. Η Turandot ανέβηκε για πρώτη φορά μετά το θάνατο του Πουτσίνι.
Η όπερα σε τρεις πράξεις βασίζεται σε μια από τις επτά ιστορίες του επικού Ιρανού ποιητή Νιζάμη του 17ου αιώνα. Ο ποιητής Nizami συνεδύασε τις επτά ιστορίες με τις επτά ημέρες εβδομάδας τα επτά χρώματα της ίριδας και τους επτά πλανήτες της γης. Η αναφερόμενη ιστορία της Τουραντό αφορά την τρίτη ιστορία και αναφέρεται στην κόρη του Τουράν (Turan Dokht) κοινό όνομα για τις πριγκίπισσες της κεντρικής Ασίας.
Η ιστορία εξελίσσεται στην Κίνα και ως γνωστόν πολλοί υποψήφιοι μνηστήρες χάνουν το κεφάλι τους προσπαθώντας να λύσουνε το γρίφο της Τουραντό με τα τρία ερωτήματα-αινίγματα που αφορούν την ελπίδα το αίμα και το όνομα της, την ίδια (Τουραντό) (κάτι σαν την Σφίγγα και τον Οιδίποδα.
Ο άγνωστος πρίγκιπας Calaf καταφέρνει να τα λύσει αλλά παρόλα αυτά η Τουραντό εγκλωβισμένη στο «μην πάθω ότι παθαίνει κάθε γυναίκα», αρνείται να υποχωρήσει και ζητά νέα υπόσχεση όρκο ότι αν μάθει το όνομα του πριν την ανατολή του ήλιου, πάλι θα τον αποκεφαλίσει. Ο Calaf προκαλώντας την ερωτικά της λέει ποιο είναι το όνομα του, που είναι Αγάπη.
Η πρεμιέρα εδόθη στις 25 Απριλίου 1926 στην Σκάλα του Μιλάνου, σε μουσική διεύθυνση Τοσκανίνι, ο όποιος διετείνετο ότι πριν πεθάνει ο Πουτσίνι του είχε εκμυστηρευθεί την μελωδία του φινάλε εντελώς διαφορετική από αυτή του Φράνκο Αλφάνο. Έτσι στην πρεμιέρα ο Τοσκανίνι μετά το θάνατο της Λιού, άφησε την μπαγκέτα του και είπε στο κοινό: «εδώ τελειώνει η όπερα που δεν ολοκληρώθηκε λόγω του θανάτου του συνθέτη». Η ολοκληρωμένη μορφή του έργου παίχτηκε πολύ αργότερα 1982 στο Λονδίνο.
Η σκηνοθεσία του Τζεφιρέλι αποτελεί πραγματικό υπερθέαμα που σπανίζει στις ημέρες μας και μια και η υπόθεση του έργου διεξάγεται στην Κίνα, ο χορογράφος ήταν κινέζος (Chiang Ching). Ήταν τόσος ο πλούτος της σκηνοθεσίας και το πλήθος των συμμετασχόντων που θύμιζε musical και λίγο παρέσυρε την προσοχή από την μουσική η οποία βέβαια είναι από τις λυρικότερες του Puccini. Η άρια του τενόρου στην ΙΙΙ πράξη ανήκει στις μελωδικότερες στο χώρο της όπερας.
Η μουσική της Τουραντό δίνει μια διαφορετική πλέον προσέγγιση της έμπνευσης του συνθέτη, επηρεασμένης από τον Βάγκνερ, που βρίσκεται όμως ακόμα μέσα στο ιταλικό και το ευρωπαϊκό πνεύμα του βερισμού. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον στοιχείο είναι η σύνδεση της μουσικής του με αναφορά σε εξωτικές μελωδίες από την Ανατολή.
Στους ρόλους τώρα: στον ομώνυμο, η γνωστή υψίφωνος Christine Goerke (Αμερική), της οποίας η παρουσία ήταν υπερβολικά αγέρωχη και απαθής, όπως απαιτεί ο ρόλος, σε αντίθεση με την Eleonore Buratto (Ιταλία), που κράτησε τον ρόλο της Liù προτείνοντας μία συγκινητική ερμηνεία της άριάς της (Signore ascolta) αποσπώντας γι’ αυτό θερμό χειροκρότημα από το κοινό της Μet. Ο τενόρος Yusif Eynazov (Αζερμπαϊτζάν) έκανε αξιοπρεπή εμφάνιση. Η διεύθυνση του Yannick Nezet-Seguin (Καναδάς, 1975) υπήρξε εξαιρετική και θαυμάζει κανείς πάντα την ορχήστρα της Met για την μουσικότητά της.