O Luigi Lablache (1794-1858) υπήρξε ο κορυφαίος μπάσος του καιρού του. Γεννημένος στη Νάπολη, από Γάλλο πατέρα και Ιρλανδή μητέρα, γοήτευε το κοινό του με την μεγάλη του φωνή, την υποκριτική του δεινότητα και το επιβλητικό του παρουσιαστικό. Εντούτοις, δεν ήταν μόνο το κοινό που εντυπωσίαζε, αλλά και τους μεγάλους συνθέτες της εποχή του, που τον αναζητούσαν για τις παραστάσεις των έργων τους. Ο Gaetano Donizetti (1797-1848) του εμπιστεύτηκε τον πρωταγωνιστικό ρόλο στην παγκόσμια πρεμιέρα του Don Pasquale, που δόθηκε στο Théâtre Italien των Παρισίων (κατόπιν παραγγελίας του οποίου γράφτηκε), στις 3 Ιανουαρίου 1843. Η εν λόγω opera buffa, που αποτελεί σημαντικό καρπό της ύστερης δημιουργικής περιόδου του πολύτιμου Ιταλού μουσουργού, έδωσε την ευκαιρία στον Lablache να αναδείξει την κωμική πλευρά του ταλέντου του, όπως και τις φωνητικές του ποιότητες. Η όπερα δεν άργησε να γίνει μία από τις πιο αγαπημένες του κοινού και παραμένει πάντα στο ρεπερτόριο των μεγάλων και μικρότερων λυρικών σκηνών.
Πρόσφατα, η Βασιλική Όπερα του Λονδίνου (Royal Opera House), προέβη σε ένα νέο ανέβασμα του έργου (αναφέρουμε ότι ήταν η εκατοστή τρίτη παράσταση της κωμικής αυτής όπερας στην σπουδαία λονδρέζικη σκηνή, σε διάφορες παραγωγές), σε μία συμπαραγωγή με την Opéra National de Paris και το Teatro Massimo di Palermo. Πρωταγωνιστής ήταν ο διακεκριμένος Ουαλός μπασοβαρύτονος Bryn Terfel, τον οποίον είχαμε απολαύσει στο ίδιο ακριβώς λυρικό θέατρο, μόλις το περασμένο καλοκαίρι (3/7), σε έναν εκ διαμέτρου διαφορετικού χαρακτήρα ρόλο, εκείνον του τραγικού Boris Godunov (Modest Mussorgsky, βλ. Critics’ Point, 1/9/2019).
Παρακολουθώντας την πρεμιέρα της νέας παραγωγής, στις 14/10, ομολογούμε ότι ο Terfel μάς ευχαρίστησε ιδιαίτερα, τόσο μουσικά όσο και υποκριτικά. Υπήρξε απολαυστικός επωμιζόμενος για πρώτη φορά στη σταδιοδρομία του τον μουσικά και υποκριτικά εύφορο ρόλο του εύπορου ηλικιωμένου εργένη, που αποφασίζει να παντρευτεί για να αφήσει απογόνους-κληρονόμους, έχοντας μάθει ότι ο ανιψιός του σκοπεύει να παντρευτεί μια φτωχή νεαρή χήρα (την Norina) και θέλοντας να τον αποκληρώσει. Με φωνητική θέρμη, αμεσότητα έκφρασης και υποκριτική ευχέρεια, ο Terfel πρόσφερε έναν Don Pasquale έξοχα αφελή, εγωιστή και συνάμα, στο τέλος, συμπαθητικό και ανθρώπινο, έτοιμο να συγχωρέσει όσους του έστησαν ένα κωμικοτραγικό παιχνίδι.
Δίπλα του, είχε τρεις λαμπρούς τραγουδιστές, με τους οποίους μπόρεσε να επικοινωνήσει μουσικά σε ιδιαίτερα υψηλό επίπεδο. Ειδικότερα, η Ρωσίδα σοπράνο Olga Peretyatko, μία από τις πλέον ενδιαφέρουσες φωνές της νεότερης γενιάς (γ. 1980), που ήδη έχει διακριθεί σε πολλά μεγάλα λυρικά θέατρα, σημειώνοντας εκείνη τη βραδιά το ντεμπούτο της στο Covent Garden, πρότεινε μια Norina αξιέραστη, γεμάτη τσαχπινιά και εκρηκτικό brio κυρίως στις σκηνές που ακολουθούν τον υποτιθέμενο γάμο της με τον Don, όταν στο πλαίσιο της φάρσας μεταμορφώνεται από σεμνή κοπέλα σε άπληστο θηλυκό που θέλει τα ακριβότερα υλικά αγαθά του κόσμου δικά της. Η φωνή της λυρικής καλλιτέχνιδος είναι ελκυστικά λαμπερή, καλά στηριγμένη και ηχοχρωματικά ενδιαφέρουσα σε όλη της την έκταση, γεγονός που έγινε αντιληπτό από την πρώτη της κιόλας άρια, Quel Guardo Il Cavaliere. Η Peretyatko κινήθηκε και τραγούδησε με άνεση και σιγουριά. Το ταμπεραμέντο της και τα προσεγμένα της pianissimi ξεχώρισαν.
Ο Ρουμάνος τενόρος Ioan Hotea, ο οποίος θυμίζουμε ότι κατά το πρόσφατο παρελθόν είχε συνεργαστεί και με την Εθνική Λυρική Σκηνή (2/2017, Conte Almaviva, Gioachino Rossini, Barbiere di Siviglia, και 12/2018, Chevalier des Grieux, Jules Massenet, Manon), κρίθηκε φωνητικά και υποκριτικά ελκυστικός στον ρόλο του Ernesto. Τραγούδησε με ευαισθησία και προσοχή στη μορφοποίηση της χαρακτηριστικής όσο και παρατεταμένης φωνητικής γραμμής του ύφους του belcanto διαθέτοντας ικανοποιητικές ψηλές νότες. Κατά το ρετσιτατίβο και την μεγάλη άρια της δεύτερης πράξης, Povero Ernesto, πέτυχε να υπογραμμίσει την απογοήτευση και τον πόνο του ήρωα, που αισθάνεται μόνος και από όλους εγκαταλελειμμένος.
Έναν ολοκληρωμένο, σπινθηροβόλο, ραδιούργο και ασφαλώς πιο νεανικό από ότι έχουμε συνηθίσει Dr Malatesta, γιατρό του Don Pasquale που σκαρώνει το σχέδιο ενός ψεύτικου γάμου του τελευταίου με την Norina (ο Don Pasquale πείθεται ότι πρόκειται για την αθώα και απλοϊκή Sofronia, αδελφή του Malatesta), πρότεινε ο Αυστριακός βαρύτονος Markus Werba. Αξιοποιώντας την στρογγυλή και βαθιά φωνή του, σε συνδυασμό με μια στέρεη τεχνική και έξυπνη ερμηνευτική προσέγγιση, πρόσφερε στον ρόλο όσα ζητούσε.
Τόσο ο Werba, όσο και οι τρεις άλλοι κεντρικοί πρωταγωνιστές υπήρξαν θαυμάσιοι στα ensembles, ειδικά στο περίφημο quartettο (Don Pasquale, Ernesto, Dr Malatesta και Norina), Io? Io? Son tradito, με το οποίο ολοκληρώνεται η δεύτερη πράξη. Εδώ, ο Don Pasquale βρίσκεται εκτός εαυτού και νιώθει προδομένος, ενώ ο Malatesta προσπαθεί να τον καθησυχάσει, την ώρα που οι πάντα ερωτευμένοι Ernesto και Norina εκφράζουν τις δικές τους απόψεις για την τραγελαφική κατάσταση. Στο μέρος αυτό, ο Donizetti ζητάει από τους τέσσερις τραγουδιστές να ερμηνεύσουν πολλές νότες και συλλαβές σε εξαιρετικά γρήγορο tempo, δημιουργώντας ένα πραγματικά εκρηκτικά δεξιοτεχνικό μέρος. Βρήκαμε ότι οι λυρικοί καλλιτέχνες που ακούσαμε, το ερμήνευσαν με brio και άνεση, αν και η άρθρωση του Sir Bryn θα μπορούσε να ήταν λίγο ακόμα πιο υπογραμμισμένη και καθαρή (η υπερβολή εδώ κάθε άλλο παρά θα έβλαπτε, αντιθέτως θα φώτιζε περισσότερο το κωμικοτραγικό πνεύμα της σκηνής).
Στον μικρότερο ρόλο του συμβολαιογράφου (που δεν είναι άλλος από τον εξάδελφο του Malatesta, Carlotto) ικανοποίησε ο Άγγλος μπάσος Bryan Secombe, ανταποκρινόμενος με αμεσότητα στα κωμικά στοιχεία, κινώντας χαρακτηριστικά όσο και καταφατικά το κεφάλι του πάνω κάτω.
Τον βουβό ρόλο της οικονόμου (θυμίζουμε ότι το libretto προβλέπει βουβό ρόλο του maggiordomo), επωμίσθηκε με ευστοχία η Jane Evers. Με αστείες εκφράσεις, ως εξιλαστήριο θύμα, δεχόταν όλη τη γκρίνια του Don Pasquale.
Η ορχήστρα και η χορωδία της Βασιλικής Όπερας έλαμψαν. Ειδικά η ορχήστρα, αυτό το υποδειγματικής ηχητικής εκλέπτυνσης και εκφραστικής πληρότητας σπάνιο συγκρότημα. Από τις πρώτες κιόλας συγχορδίες της ευφυέστατης και γεμάτης αναφορές στα ευτράπελα που θα συναντήσουμε στην όπερα Oυβερτούρας, έδειξε πανέτοιμη να αντιμετωπίσει την δεξιοτεχνική και πάντα αριστουργηματική στην επεξεργασία και λεπτομέρειά της γραφή του Donizetti. Διακρίθηκε τόσο στο σύνολό της όσο και μέσω των μελών της, που με ακρίβεια ερμήνευαν τα διάφορα soli, σε μια παρτιτούρα πραγματικό tour de force. Ο Ιταλός αρχιμουσικός Evelino Pidò, που είχε σημειώσει το ντεμπούτο στο Covent Garden το 1993 (Rossini, Bariere di Siviglia), με γνώση και κατανόηση προς τα ιδιαίτερα ζητούμενα του χαρακτηριστικού ύφους του belcanto, υιοθετώντας ζωηρές ταχύτητες και εφαρμόζοντας εκεί που έπρεπε κοφτερές ατάκες, απέδωσε θαυμάσια το χιούμορ, την σπίθα αλλά και την τρυφερότητα της παρτιτούρας.
Ο Ιταλός σκηνοθέτης Damiano Michieletto, συνεργαζόμενος με τον Ιταλό σκηνογράφο Paolo Fantin, τον Ιταλογάλλο ενδυματολόγο Agostino Cavalca και τον Ιταλό υπεύθυνο φωτισμού Alessandro Carletti, έστησε μια παράσταση γεμάτη κέφι, γνήσιο χιούμορ και γούστο, υπογραμμίζοντας την διαφορά νοοτροπίας των διαφορετικών γενεών ως διαχρονικό φαινόμενο. Φέρνοντας την υπόθεση πιο κοντά στην εποχή μας, η ιταλική ομάδα παρουσίασε στη σκηνή το εσωτερικό ενός οικήματος με πολλά δωμάτια, που έμοιαζε με τεράστιο κουκλόσπιτο, και περιλάμβανε κινηματογραφικό στούντιο, στην οθόνη του οποίου μέσω προβολών βλέπαμε κάποιες φορές τους ήρωες σε κοντινά πλάνα. Χρησιμοποίησε κινητά τηλέφωνα και πραγματικά αυτοκίνητα, αξιοποίησε φωτισμούς με νέον, χρησιμοποίησε κούκλες που είχαν την μορφή των πρωταγωνιστών, ενώ έντυσε τους ήρωες με εκσυγχρονισμένα ρούχα, ελκυστικά στα μάτια των νεαρών μελών του κοινού, που –ευχάριστο γεγονός- είχαν καταλάβει πολλές θέσεις του λυρικού θεάτρου. Το σκηνικό ήταν λιτό, χρηστικό και μοντέρνο, ενώ εντυπωσιακά ήταν το κόκκινο φόρεμα, τα ασορτί γάντια και τα καλαίσθητα κοσμήματα (κολιέ και σκουλαρίκια) της Norina, η οποία ως άπληστη και απαιτητική σύζυγος του Don Pasquale, στην εν λόγω παραγωγή με τη μορφή χολιγουντιανής σταρ, σπαταλά την περιουσία του άντρα της στα πιο ακριβά πράγματα.
Ναι, ένα ανέβασμα που κατά τη γνώμη μας στάθηκε σε υψηλό επίπεδο, τιμώντας τόσο το ίδιο το έξοχο ντονιτσέτιο δημιούργημα, όσο και όσους το παρακολουθήσαμε. Στο τέλος της παράστασης, μετά από το παρατεταμένο χειροκρότημα του κοινού, εγκαταλείψαμε το θέατρο με χαμόγελο ικανοποίησης αλλά και με προβληματισμό, καθώς ο σκηνοθέτης, στο τέλος της όπερας, έξυπνη στροφή, την ώρα που όλοι εκφράζουν την ευτυχία τους, πετάει τον Don Pasquale σε αναπηρική καρέκλα έτοιμο για τον οίκο ευγηρίας. Ένα διαφορετικό τέλος για τον συμπαθή ήρωά μας, το οποίο προσφέρει τροφή για σκέψη (αγγλ. food for thought).