Στο επιβλητικό Ηρώδειο, στις 22/6, πάντα στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών απολαύσαμε συναυλία της Συμφωνικής Ορχήστρας της Βιέννης (γερμ. Wiener Symphoniker), με σολίστ και μαέστρο τον Λεωνίδα Καβάκο.
Η εν λόγω ορχήστρα έχει της ρίζες της σε εκείνη με την ονομασία Wiener Concertverein, που ιδρύθηκε το 1900 από τον Ferdinand Löwe, Αυστριακό αρχιμουσικό και αγαπημένο μαθητή και συνεργάτη του Anton Bruckner. Το 1919 η Concertverein ενώθηκε με την Ορχήστρα Tonküstler και το 1933, επιτέλους, έλαβε την ονομασία με την οποία είναι γνωστή σήμερα. Καίτοι ουδέποτε απέκτησε τη διεθνή φήμη της ιστορικής όσο και κορυφαίας Φιλαρμονικής της Βιέννης (Wiener Philharmoniker), πρόκειται για άρτια ορχήστρα που έχει συνεργαστεί με καταξιωμένους αρχιμουσικούς και έχει δώσει λαμπρές συναυλίες και ηχογραφήσεις. Είχαμε τη χαρά και στο παρελθόν να την ακούσουμε στη χώρα μας (αξέχαστες οι συναυλίες της με τον Georges Prêtre, Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, 24 και 25/11/2010).
Η πιο πρόσφατη αθηναϊκή της συναυλία, που δόθηκε κατά τη διάρκεια μίας πολύ ζεστής καλοκαιρινής βραδιάς, άνοιξε με το Κοντσέρτο για βιολί και ορχήστρα, Op. 64, του Felix Mendelssohn Bartholdy, γραμμένο για τον Ferdinand David, πολύτιμο βιολονίστα, κορυφαίο της Ορχήστρας Gewandhaus Leipzig, στενό φίλο και συνεργάτη του συνθέτη. O David έδωσε την πρεμιέρα στις 13 Μαρτίου 1845, με τον συνθέτη Niels Gade στο podium.
O Καβάκος έπαιξε το σολιστικό μέρος με ιδιαίτερη εκφραστική ευφράδεια, επιστρατεύοντας έναν γλυκό και καθαρό ήχο. Στα δεξιοτεχνικά περάσματα (πρώτο μέρος, Allegro molto appassionato, και τρίτο μέρος, Allegretto non troppo-Allegro molto vivace) εντυπωσίασε με την τεχνική του κυριαρχία και βεβαιότητα. Η ορχήστρα, την οποίαν ο ίδιος καθοδήγησε, έδειξε την κλάση της προσφέροντας μία συνοδεία ωραία φορμαρισμένη.
Στη συνέχεια ακούσαμε τη Συμφωνία αρ. 31, KV300a/297, την επονομαζόμενη «των Παρισίων», του Wolfgang Amadeus Mozart, γραμμένη το 1778 για τον δημοφιλή κύκλο συναυλιών με τίτλο (sic) Concert Spirituel, που δίνονταν στο Παρίσι. Ο Καβάκος, σε ρόλο αρχιμουσικού, ενθάρρυνε τους μουσικούς του να αναδείξουν τον ζωηρό και λαμπερό χαρακτήρα των ακραίων μερών (πρώτο μέρος, Allegro assai, και τρίτο μέρος, Allegro), όπως και την τόσο ενδιαφέρουσα από ρυθμικής άποψης γραφή της παρτιτούρας. Το αργό μέρος, Andante (με το οποίο ο συνθέτης αντικατέστησε το προγενέστερο Andantino, που είχε ακουστεί κατά την πρώτη εκτέλεση της Συμφωνίας, που δόθηκε στις 12 Ιουνίου 1778), κύλησε με ευαισθησία και προσοχή στις καταλήξεις των μουσικών φράσεων.
Το δεύτερο μέρος της συναυλίας κάλυψε η Συμφωνία αρ. 7, Op. 92, του Ludwig van Beethoven, ολοκληρωμένη το 1812. Ο Καβάκος, έχοντας στη διάθεσή του ένα ορχηστρικό σύνολο με σημαντική εμπειρία στην ερμηνεία του μπετοβενικού συμφωνικού corpus, πρότεινε μία προσέγγιση περισσότερο δυναμική παρά αναλυτική. Μολονότι εδώ, όπως και στην περίπτωση των δύο έργων που ακούστηκαν στο πρώτο μέρος της συναυλίας, τα ρυθμικά στοιχεία φωτίστηκαν επαρκώς, έλλειψε κάπως η ανάδειξη τόσο της μεγάλης γραμμής όσο και της εξέλιξης του οργανικού στοιχείου κατά την ανάπτυξη των μερών, ειδικά του πρώτου, Poco sostenuto-Vivace.
Το κτίσιμο των κλιμακώσεων του υπέροχα τραγικού δεύτερου μέρους, Allegretto, έγινε με προσοχή, ενώ το τρίτο μέρος, Presto-Assai meno presto, και το τέταρτο, Allegro con brio, κέρδιζαν σε εκφραστική ένταση. Κάποιες τονικές αστοχίες που προέρχονταν από τα χάλκινα πνευστά, δεν επηρέασαν ιδιαίτερα το καλό τελικό αποτέλεσμα.
Εκτός προγράμματος, η ορχήστρα και ο Καβάκος, που κρατώντας το βιολί του κάθισε δίπλα στον κορυφαίο της ορχήστρας, χάρισαν μία εκλεπτυσμένη ανάγνωση της Pizzicato Polka των αδελφών Johann Strauss II και Josef Strauss.