Η αρχοντική Σύρος για άλλη μία χρονιά άνοιξε την πλατιά της αγκαλιά προκειμένου να υποδεχθεί το Διεθνές Φεστιβάλ Αιγαίου, που εδώ και δεκαπέντε χρόνια διοργανώνεται με αγάπη και συνέπεια από τον ελληνικής καταγωγής αρχιμουσικό Peter Tiboris και τη Φινλανδή-Καναδή σύζυγό του, υψίφωνο, Eilana Lappalainen.
Για δύο εβδομάδες κάθε Ιούλιο, η Σύρος μετατρέπεται στο μουσικότερο ίσως νησί των Κυκλάδων φιλοξενώντας μουσικούς από διάφορα μέρη του κόσμου, που καταφθάνουν με έναν μοναδικό σκοπό: να δώσουν τον καλύτερό τους εαυτό στην τέχνη τους και στο κοινό τους. Οι περισσότερες από τις εκδηλώσεις πραγματοποιούνται στο πανέμορφο θέατρο «Απόλλων», πραγματικό κομψοτέχνημα, το κτίσιμο του οποίου ολοκληρώθηκε το 1864. Στη σκηνή του εν λόγω θεάτρου, την ίδια εκείνη χρονιά, συγκεκριμένα στις 20/4, είχε δοθεί η πρώτη παράσταση όπερας: Rigoletto του Giuseppe Verdi.
Το φετινό Φεστιβάλ Αιγαίου εγκαινιάστηκε στις 14/7 και ολοκληρώθηκε στις 26 του ίδιου μήνα. Η όπερα που παρουσιάστηκε υπήρξε η Αριάδνη στη Νάξο (Ariadne auf Naxos, Op. 60) του βαρυσήμαντου μουσουργού και αρχιμουσικού Richard Strauss, συνθέτη που, αξίζει να σημειωθεί, γεννήθηκε το 1864, ακριβώς την ίδια χρονιά που το θέατρο «Απόλλων» άνοιγε τις πύλες του στο κοινό. Εκεί παρακολουθήσαμε φέτος το ανέβασμα του έργου του.
Η αγάπη του Strauss για την Ελλάδα
Ο Strauss υπήρξε ελληνολάτρης και εμπνεύστηκε πολλές φορές κατά τη συνθετική του σταδιοδρομία από το ελληνικό στοιχείο. Επισκέφθηκε δύο φορές τη χώρα μας, κατά τα έτη 1892 και 1926. Μάλιστα το 1926 διηύθυνε τέσσερις συναυλίες στην Αθήνα, του απονεμήθηκε το παράσημο του Ανώτερου Ταξιάρχη του Τάγματος του Σωτήρα, ενώ γνώρισε μεγάλες προσωπικότητες της Ελλάδας, μεταξύ των οποίων υπήρξε και ο ποιητής Άγγελος Σικελιανός, που τον φιλοξένησε στους Δελφούς.
Αργότερα, το 1930, ανακηρύχθηκε επίτιμος δημότης Νάξου, σε αναγνώριση της προαναφερθείσας όπεράς του, της οποίας η μορφή που γνωρίζουμε σήμερα, ολοκληρώθηκε το 1916 και παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στη Βιέννη, στο Αυτοκρατορικό και Βασιλικό Θέατρο Όπερας της Αυλής της Βιέννης, στις 4 Οκτωβρίου του ίδιου έτους, ως δεύτερη εκδοχή ενός άλλου προγενέστερου έργου (1912) το οποίο περιλάμβανε μουσική γραμμένη για να ερμηνευτεί στο τέλος του θεατρικού έργου Le Bourgeois gentilhomme (Ο Αρχοντοχωριάτης) του Μολιέρου όπως και σκηνική μουσική για το ίδιο θεατρικό oeuvre. Η πρώτη ελληνική παρουσίαση δόθηκε στην Αθήνα, από την Εθνική Λυρική Σκηνή, στο Θέατρο Ολύμπια, στις 22 Φεβρουαρίου 1974, με πρωταγωνίστρια στον ρόλο της Αριάδνης τη διαπρεπή υψίφωνο Αντιγόνη Σγούρδα.
Η πλοκή
Η «Αριάδνη στη Νάξο» αποτελεί έναν από τους εκλεκτότερους καρπούς της όχι πάντα ανέφελης σύμπραξης μεταξύ του Strauss και του πολύτιμου λιμπρετίστα του, Hugo von Hofmannsthal (1874-1929). Γεμάτη γοητευτικές μελωδίες, πλούσια όσο και αντιθετικά συναισθήματα, όπως και μία υποδειγματική συνθετική διαύγεια, χωρίζεται σε δυο μέρη, τον Πρόλογο και την ίδια την όπερα.
Πρόλογος. Βρισκόμαστε στο πολυτελές σπίτι του πλουσιότερου κατοίκου της Βιέννης, όπου παρακολουθούμε τις προετοιμασίες στα παρασκήνια για το μουσικό μέρος που θα ακολουθήσει το δείπνο. Δύο ομάδες μουσικών προσπαθούν να συνυπάρξουν: η μία που θα παρουσιάσει τη σοβαρή όπερα (opera seria), «Αριάδνη στη Νάξο», και η άλλη, εντελώς διαφορετική, με αρχηγό την τσαχπίνα και κοκέτα Zerbinetta, που θα παρουσιάσει μια Ιταλική κωμωδία, με ήρωες από την commedia dell’ arte. Ακολουθεί ένα πανδαιμόνιο μεταξύ των διαφορετικών χαρακτήρων σχετικά με το πιο έργο θα παρουσιαστεί πρώτο. Ο αρχιθαλαμηπόλος ανακοινώνει ότι η σοβαρή όπερα θα προηγηθεί της κωμικής. Ο νεαρός και ιδεαλιστής Συνθέτης, αρνείται να πιστέψει ότι μετά το τραγικό του έργου θα παρουσιαστεί μία κωμωδία.
Η Zerbinetta καταφέρνει με τη γοητεία της να πείσει τον Συνθέτη ότι πρέπει να προβεί σε αλλαγές. Ο Πρόλογος ολοκληρώνεται με τον υπέροχο μονόλογο του Συνθέτη, ο οποίος εξυμνεί τις αρετές της Μουσικής την οποία χαρακτηρίζει ως «ιερή τέχνη». Στο τέλος του Προλόγου έντρομος συνειδητοποιεί ότι κακώς ενέδωσε στην αλλοίωση του έργου του.
Η όπερα. Βρίσκουμε την Αριάδνη σε μια σπηλιά της Νάξου, εγκαταλελειμμένη από τον Θησέα, να θρηνεί τον χαμένο έρωτά της και να αναζητεί τον θάνατο ως μοναδική παρηγοριά. Την πλησιάζουν η Zerbinetta και οι τέσσερις συνοδοί της, ήρωες από την commedia dell’ arte, τραγουδώντας και χορεύοντας προσπαθώντας να την διασκεδάσουν και να της αλλάξουν την διάθεση. Εκείνη παραμένει σταθερή στην επιθυμία της να φύγει από τη ζωή. Η Zerbinetta, της εκμυστηρεύεται ότι μοναδικός τρόπος για να ξεπεράσει έναν χαμένο έρωτα, είναι να βρει έναν νέον.
Οι τρεις νύμφες, Ναϊάς, Δρυάς και Ηχώ, αναγγέλλουν την έλευση ενός καραβιού που μεταφέρει έναν άγνωστο. Η Αριάδνη πιστεύει ότι πρόκειται για τον θεό που θα την μεταφέρει στον κόσμο των νεκρών. Όμως, είναι ο νεαρός Βάκχος, που γοητεύεται από την παρουσία της. Ακολουθεί ένα εκτενές όσο και υπέροχο ερωτικό ντουέτο. Η Αριάδνη ξαναβρίσκει έναν μεγάλο έρωτα και οδηγείται στην ευτυχία, επιβεβαιώνοντας έτσι τα λόγια της Zerbinetta.
Η παράσταση της Σύρου
Οι τέσσερις κεντρικοί ρόλοι του έργου, εκείνοι της Αριάδνης, του Βάκχου, της Zerbinetta και του Συνθέτου (ο τελευταίος εμφανίζεται αποκλειστικά στον Πρόλογο) είναι ιδιαιτέρως απαιτητικοί φωνητικά και μουσικά.
Παρακολουθήσαμε την παράσταση που δόθηκε στις 19/7.
Τον ρόλο της Αριάδνης κράτησε με επιτυχία η Eilana Lappalainen αξιοποιώντας τόσο τη βαγκνερικών διαστάσεων φωνή της όσο και τη σκηνική της άνεση. Με έμπειρη γνώση και προσοχή έφερε στην επιφάνεια την ομορφιά της υπέροχης μελωδικής γραφής του Strauss και συνεργάστηκε υποδειγματικά με τα υπόλοιπα μέλη της διανομής.
Δίπλα της, ως Βάκχος, ο ταλαντούχος Πολυνήσιος (γεννημένος στο Βασίλειο των Tonga) τενόρος Tu’u Pupu’a, τον οποίον στήριξε στην αρχή της σταδιοδρομίας του η διάσημη Νεοζηλανδή υψίφωνος Dame Kiri Te Kanawa, έπεισε με την ιδιαίτερου ηχοχρώματος φωνή του, τη σοβαρή μελέτη του ρόλου και τη μουσική του ευαισθησία. Είχε να αντιμετωπίσει έναν ρόλο δραματικού τενόρου με πολλές φωνητικές παγίδες, υψηλή tessitura και τεχνικές δυσκολίες. Ελπίζουμε να δοθεί η ευκαιρία να τον ξανακούσουμε στη χώρα μας κατά το προσεχές μέλλον.
Ως Zerbinetta ευχαρίστησε η Δανή υψίφωνος Louise Fribo. Οι υποκριτικές και κινησιολογικές της ικανότητες (άρχισε να μελετά κλασικό χορό από την ηλικία των επτά ετών και εκτός από όπερα, έχει τραγουδήσει σε musicals) είχαν αρκετά να προσφέρουν στον ρόλο. Μέσω της αμεσότητας της ερμηνείας της κέρδισε τις εντυπώσεις, ωστόσο βρήκαμε ότι οι μουσικοί φθόγγοι της υψηλής φωνητικής περιοχής κατά τη μεγάλη της άρια (Großmächtige Prinzessin), μία από τις δυσκολότερες ολόκληρου του ρεπερτορίου της coloratura soprano, θα μπορούσαν να ήταν πιο λαμπερές.
Στον ρόλο του Συνθέτη είδαμε και ακούσαμε τον Νορβηγό μεσόφωνο (όπως ο ίδιος αναφέρει στο βιογραφικό του, αγγλ. male operatic mezzo soprano) Adrian Angelico, που αποδείχθηκε υποδειγματικός ενσαρκωτής του ρόλου του. Αναλυτικότερα, η θέρμη της καλά δουλεμένης φωνής που διαθέτει, σε συνδυασμό με λεπτομερώς επεξεργασμένους σχηματισμούς φράσεων, αψεγάδιαστη τονική ακρίβεια και μία αυθόρμητη, γεμάτη αλήθεια και αισθήματα μουσική εκφραστικότητα, μας εντυπωσίασαν. Τον παρακολουθήσαμε πραγματικά να βιώνει την αγωνία του Συνθέτη στον Πρόλογο της όπερας, όταν μαθαίνει ότι η σοβαρή όπερά του (opera seria) θα πρέπει να συνυπάρξει με την Ιταλική κωμωδία. Υπέροχα δυναμικός και γεμάτος εκφραστικό θάρρος υπήρξε και στον λαμπρό μονόλογό του (Sein wir wieder gut!), ενώ με συγκίνηση ερμήνευσε τη φράση που εξυμνεί την ίδια τη μουσική (Musik ist eine heilige Kunst).
Ο βαρύτονος Στέφανος Κορωναίος, σοβαρός λυρικός καλλιτέχνης που εδώ και πολλά χρόνια ζει και δραστηριοποιείται στη Νέα Υόρκη, ξεχώρισε με τη βαθιά και ποιοτική φωνή του στον ρόλο του Μουσικοδιδάσκαλου.
Ο Γερμανός σκηνοθέτης και -κατά την εν λόγω παράσταση- ηθοποιός Michael Seibel ερμήνευσε με πιστότητα, ιδιωματική εκφορά της γερμανικής (με αυστριακές αποχρώσεις προφορά, όπως απαιτεί ο ρόλος) γλώσσας και με τη σωστή δόση επιτηδευμένης εκφραστικής παγερότητας τον ομιλούμενο ρόλο του αρχιθαλαμηπόλου.
Το τρίο των νυμφών σχηματίστηκε από τις καλλίφωνες Sydney Kucine, υψίφωνο (Najad), Maya Pardo, υψίφωνο (Echo), και Caitlin Redding, μεσόφωνο (Dryad), που προσέφεραν μουσική εκλέπτυνση στα μέρη τους.
Τους μικρότερους, βοηθητικούς ρόλους, επωμίσθηκαν επιτυχώς, τραγουδώντας και παίζοντας με γνήσιο κέφι οι: Νικόλαος Μασουράκης, μπασοβαρύτονος (Περουκιέρης), Craig Sanphy, τενόρος (Brighella), Lifan Yang, τενόρος (Δάσκαλος Χορού), Joseph Calzada, βαρύτονος (Λακές), Viktor Rud, βαρύτονος (Αρλεκίνος), Αντώνης Μπατσάκης, τενόρος (Scaramuccio), και Christian Tschelebiew, μπάσος (Truffaldin).
Την ορχήστρα Pan-European Philharmonia της Βαρσοβίας διηύθυνε ο διακεκριμένος Ιταλός αρχιμουσικός και βαθύτατος γνώστης των απαιτήσεων της όπερας Giovanni Pacor, στηρίζοντας με προσοχή τους τραγουδιστές του και εξασφαλίζοντας ένα μουσικό αποτέλεσμα υψηλών προδιαγραφών.
Ο Γερμανός σκηνοθέτης Detlef Soelter συνεργαζόμενος με τον συμπατριώτη του σκηνογράφο Jens Huebner μετέφεραν την υπόθεση στη σύγχρονη εποχή και μάλιστα τοποθετώντας τη δράση του Προλόγου ακριβώς στο νησί της Σύρου. Είδαμε την prima donna του Προλόγου (Lapalainnen) διαπερνώντας την πλατεία του θεάτρου να ανεβαίνει με αέρα στη σκηνή κρατώντας αγκαλιά το χαριτωμένο σκυλάκι της. Βρήκαμε ότι η εν λόγω χρονική και γεωγραφική μετάθεση δεν εμπόδισε τα νοήματα του μελοδράματος να αναδειχθούν και υπογράμμισε τη διαχρονικότητα των συναισθημάτων που τόσο εύστοχα εξερευνώνται στο αριστουργηματικό αυτό opus. Ο Soetler δημιούργησε την κατάλληλη ατμόσφαιρα, σεβάστηκε την ελληνικότητα του έργου (κατά την όπερα είδαμε ένα τεράστιο αρχαϊκό άγαλμα και την Πορτάρα, μεγαλοπρεπή μαρμάρινη πύλη, της Νάξου) και πρόσφερε ένταση στην κίνηση των τραγουδιστών, φροντίζοντας για τη γενικότερη επιτυχία της παραγωγής που παρακολουθήσαμε.
Συναυλία με έργα Beethoven
Την αμέσως επόμενη βραδιά (20/7), πάντα στον ίδιο χώρο, γίναμε μάρτυρες συναυλία της ίδιας ορχήστρας, Pan-European Philharmonia, υπό τη διεύθυνση του Peter Tiboris. Ο αρχιμουσικός δεν κρύβει την αγάπη του προς τον Τιτάνα της μουσικής Ludwig van Beethoven, σχεδόν με κάθε ευκαιρία προγραμματίζοντας έργα του στα προγράμματά του.
Η φετινή καλοκαιρινή συμφωνική συναυλία που παρακολουθήσαμε άνοιξε με το Κοντσέρτο αρ. 1, Op. 15, το οποίο δημιουργήθηκε το 1795 και αναθεωρήθηκε το 1800. Όπως είναι γνωστό, μολονότι δεν ήταν το πρώτο κοντσέρτο για πιάνο που έγραψε ο Beethoven, φέρει τον αριθμό 1 λόγω του ότι υπήρξε το πρώτο κατά σειρά έκδοσης. Πρόκειται για μια εντυπωσιακή σύνθεση, στιβαρής δομής και ηρωικής έκφρασης, που δίνει την ευκαιρία στον σολίστ, την ορχήστρα και τον μαέστρο να δείξουν τις ικανότητές τους.
Σολίστ κατά την πρόσφατη εκτέλεση, υπήρξε ο διαπρεπής Κύπριος πιανίστας (και μαέστρος) Μάριος Παπαδόπουλος, που εδώ και πολλά χρόνια ζει και εμφανίζεται στη Μεγάλη Βρετανία. Αξίζει να αναφέρουμε ότι υπήρξε αγαπημένος μαθητής της σπουδαίας αλησμόνητης βιρτουόζας των πλήκτρων Gina Bachauer, η οποία τον δίδαξε, τον στήριξε καλλιτεχνικά και τον ενέπνευσε κατά τα πρώτα βήματα της σταδιοδρομίας του.
Η ερμηνεία που πρόσφερε σεβάστηκε τα κλασικά ζητούμενα της παρτιτούρας, υπήρξε μουσικά συνεπής και κάθε στιγμή ενδιαφέρουσα. Η καθαρή άρθρωση και δακτυλική ευχέρεια του πιανίστα φάνηκαν στα εξωτερικά μέρη του Κοντσέρτου (Allegro con brio και Rondo-Allegro scherzando), ενώ στο αργό μέρος, Largo, υπογραμμίστηκε ο λυρισμός και η ρομαντική διάθεση της υπέροχης μπετοβενικής σύλληψης.
Ο Tiboris και η ορχήστρα του, πρότειναν μια συνοδεία προσεκτική, με νόημα και ευαισθησία φορμαρισμένη.
Στο δεύτερο μέρος της συναυλίας, ο μαέστρος μάς χάρισε μία επικής ερμηνευτικής έμπνευσης ανάγνωση της Συμφωνίας αρ. 7, Op. 92, έργο του 1812. Ειδικότερα, με σοφή οικονομία στις κινήσεις των χεριών του, εκμαίευσε από τους μουσικούς του την αίσθηση της βαθύτατης ευτυχίας και αισιοδοξίας, που εκφράζονται στο εναρκτήριο μέρος, Poco sostenuto–Vivace, φωτίζοντας και τις στιγμές αγωνίας που εμφανίζονται σποραδικά. Φρόντισε παράλληλα για την ανάδειξη της φόρμας και της έξοχης ανάπτυξής της.
Στο υψηλής συγκινησιακής φόρτισης δεύτερο μέρος, Allegretto, η μεγαλοπρέπεια και η μελαγχολία, όπως και τα χαρακτηριστικά ρυθμικά στοιχεία (η ρυθμική ανάπτυξη της παρτιτούρας είναι όντως υποδειγματική), ήρθαν στην επιφάνεια με σκέψη. Κατά το τρίτο μέρος, Presto–Assai meno presto, ένα ξέχειλο από ζωντάνια scherzo, οι θαυμάσιες εξάρσεις της γραφής και το χαρακτηριστικό μπετοβενικό χιούμορ, έβρισκαν το σωστό τους νόημα.
Κατά το τελευταίο μέρος, Allegro con brio, το έντονο χορευτικό στοιχείο (πρόκειται για contredanse) και η μεθυστική βακχική διάθεση («αυτή η Συμφωνία είναι η αποθέωση του χορού» διακήρυττε ο Richard Wagner), αναδείχθηκαν με τρόπο εξαιρετικό φέρνοντάς μας στο νου τις φορτισμένες, ορθότερα εκρηκτικές, αναγνώσεις ενός Leonard Bernstein, τον οποίον, όπως έχουμε αναφέρει σε παλαιότερα κριτικά μας σημειώματα, τόσο θαύμαζε ο Tiboris (και φυσικά, δεν ήταν ο μόνος).
Εκείνη τη βραδιά, πάντα κατά τη διάρκεια ακρόασης της Εβδόμης, σκεπτόμασταν τον Bernstein για έναν ακόμη λόγο καθώς επρόκειτο για το ίδιο εκείνο έργο που είχε διευθύνει (με μεγάλη δυσκολία εξαιτίας της τρομερής ασθένειας που τον είχε καταβάλει και του επίμονου βήχα που τον έπνιγε) κατά την τελευταία συναυλία της ζωής του, την οποία είχε δώσει ένα άλλο καλοκαίρι που το ημερολόγιο έδειχνε 19 Αυγούστου 1990, μερικούς μόνο μήνες πριν φύγει για πάντα από κοντά μας (14/10/1990). Σημειώνουμε ότι η συναυλία απαθανατίστηκε και κυκλοφορεί σε δίσκους ακτίνας (Deutsche Grammophon, 4317682).
Το έτος 2020 σηματοδοτεί την επέτειο των διακοσίων πενήντα χρόνων από τη γέννηση του Beethoven. Περιμένουμε, λοιπόν, το 16ο Φεστιβάλ Αιγαίου, εστιασμένο στον εμβληματικό μουσουργό, που ενδεχομένως θα συμπεριλάβει την παρουσίαση της μοναδικής του όπερας, Fidelio. Οψόμεθα.