Μαθήματα Πολέμου Μέρος ΙΙ. Η Σικελική τραγωδία

 

 

Γράφει ο Δρ Ιωάννης H. Βλάχος*

 

Στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών παρακολουθήσαμε το δεύτερο μέρος της παρουσίασης από το έργο του Θουκυδίδη που αφορά στον Πελοποννησιακό Πόλεμο την εκστρατεία στην Σικελία, ονομαζόμενο «Σικελικό Δράμα».

Την επιμέλεια, την σκηνοθεσία και την επιλογή των κειμένων έχει κάνει ο Τάσος Λιγνάδης. Η αλήθεια είναι ότι στην πρώτη παρουσίαση πραγματικά μείναμε έκθαμβοι και αναφερόμαστε σήμερα γιατί μέχρι στιγμής δεν είδαμε κάποια επίσημη άποψη για αυτή την πρώτη παρουσίαση η οποία ήταν ομολογουμένως εξαιρετική, συγκινητική μας έβαλε σε σκέψεις για την ελληνική ψυχοσύνθεση εν γένει και πώς η ιστορία σ΄εμάς τους Έλληνες επαναλαμβάνεται.  Η παράσταση εκείνη χειροκροτήθηκε έντονα από το πολυάριθμο κοινό που την παρακολούθησε.

Το δεύτερο μέρος που αφορά την Σικελική εκστρατεία-τραγωδία και η οποία κατέληξε στην καταστροφή της Αθήνας μας θύμισε έντονα την περιπέτεια στην Μικρασιατική καταστροφή.

Η  ιστορία αυτή ενθυμούμεθα από την περίοδο των μαθητικών χρονών ότι ξεκινάει με την αντιδικία στον Δήμο της Αρχαίας Αθήνας των δύο στρατηγών εκείνης της εποχής. Από τη μία του ηλικιωμένου Νικία, ο όποιος προσπαθεί να αποφύγει την εκστρατεία θεωρώντας ότι δεν έχει λόγο η Αθήνα να εκστρατεύσει τόσο μακριά για να βοηθήσει τους κατοίκους του Τάραντα οι οποίοι φοβούνται ότι κάποια στιγμή θα αναπτυχθούν οι Συρακούσες και ο Σελινούντας και θα είναι μία εν δυνάμει αντίπαλος της Αθήνας. Και απ’ την άλλη είναι ο Αλκιβιάδης Ο γνωστός Αλκιβιάδης με τις μεγάλες επιτυχίες στους ολυμπιακούς αγώνες όπου κέρδισε εννέα βραβεία έχοντας εξοπλίσει εννέα άρματα συγχρόνως. Ο οποίος ήταν γόνος αριστοκρατικής οικογένειας, γνωστός για τις κραιπάλες  και τα ξενύχτια του. Είναι ένα άτομο που είχε όλα αυτά τα χαρακτηριστικά που προκαλούν ζήλεια και φθόνο και που όλοι θα ήθελαν να είναι εκείνος. Συγχρόνως ένα άτομο επιθετικό υπέρ της εκστρατείας εναντίον της Σικελίας, εναντίον των Συρακουσών. Τελικά μετά από 15 χρόνια πολέμου, του Πελοποννησιακού Πολέμου, και αφού οι Αθηναίοι έχουν περάσει τα πάνδεινα και επιδημία λιμού, κυριαρχεί το αίσθημα ότι πρέπει να δείξουμε ότι εξακολουθούμε να είμαστε μεγάλη δύναμη! Μόλις έχουν αρχίσει να στέκονται στα πόδια τους και αποφασίζουν να κάνουν μακρινή εκστρατεία. Ο Αλκιβιάδης τους ζητεί να βάλουν επικεφαλής και τους δύο σαν στρατηγούς, τον νέον αλλά και τον γηραιό (Νικία). Και με παιάνες και με ευχές, με ελπίδες και με αισιοδοξία ξεχνάει ο στόλος. Μεγάλος στόλος, με 72 καράβια και πολυάριθμο στρατό, να πάει στην Σικελία. Ταξίδι μακρινό για εκείνη την εποχή. Φτάνουν όμως καλά. Έχουν μερικές αρχικές επιτυχίες σε αψιμαχίες με τους Συρακουσίους οπότε συμβαίνει το τραγικό, το αναπάντεχο. Πριν φύγουν από την Αθήνα βρέθηκαν κατεστραμμένες βεβηλωμένες όλες οι κεφαλές των Ερμών που ευρίσκοντο μπροστά από τις κατοικίες και στις γωνιές των δρόμων. Έχει κατηγορηθεί ως πιθανώς υπαίτιος όλης αυτής της βεβήλωσης ο Αλκιβιάδης, ο όποιος ζητάει να δικαστεί αμέσως πριν φύγουν για την εκστρατεία για να λυθεί το θέμα. Ο Δήμος όμως δεν το δέχεται. Και ξαφνικά εν μέσω της εκστρατείας, εν αιθρία, τον ανακαλούν για να δικαστεί. Και μένει πίσω μόνος ο Νικίας, ο οποίος αρχίζει να κωλυσιεργεί σε μικροσυγκρούσεις, ενώ οι Συρακούσιοι έχουν τρομοκρατηθεί. Παρ΄όλα αυτά οι Αθηναίοι έχουν επιτυχίες μέχρι που το μήνυμα ότι έφυγε ο Αλκιβιάδης φτάνει και στη Σπάρτη. Γιατί ο Αλκιβιάδης καταφεύγει στην Σπάρτη. Όλη αυτή η λάμψη που τον περιβάλλει, με αυτή του την πράξη αμαυρώνεται. Γιατί κινούμενος από αντεκδίκηση προσκαλεί τους Σπαρτιάτες να κάνουν ορισμένες κινήσεις ώστε να νικήσουν τον στρατό της πατρίδας του που βρίσκεται μακριά σε εκστρατεία. Δηλ. να στείλουν ένα στρατηγό ικανό να κινητοποιήσει τους συμμάχους τους στην Σικελία για να αποκρούσουν την εκστρατεία των Αθηναίων. Και πράγματι αυτό συμβαίνει. Έρχονται οι Κορίνθιοι, έρχονται οι Σπαρτιάτες, έρχονται πλοία, κινητοποιούν το ντόπιο πληθυσμό. Και οι Αθηναίοι ευρίσκονται μόνοι σε ξένο έδαφος που δε γνωρίζουν. Και σιγά-σιγά αρχίζει η πλάστιγγα να γέρνει ανάποδα. Αρχίζουν οι Αθηναίοι να υφίστανται φθορά. Την κρίσιμη στιγμή που πρέπει να αποφασίσουν αποχώρηση, να γυρίσουν πίσω, αφήνοντας στη μέση την εκστρατεία, έστω με τις μικρές απώλειες που έχουν, ο άβουλος Νικίας καθυστερεί την αποχώρηση από τη Σικελία, γιατί έχει συμβεί έκλειψη σελήνης και πρέπει να περάσουν πέντε με επτά ημέρες πριν αποφασίσει να φύγει. Και στο διάστημα αυτό ολοκληρώνεται πλέον η καταστροφή. Επιτίθενται οι Συρακούσιοι ενισχυόμενοι και από τους Κορινθίους και τους Σπαρτιάτες. Περικυκλώνουν τους Αθηναίους και τους αποδεκατίζουν. Ελάχιστοι, ελαχιστότατοι γυρίζουν στην Αθήνα. Από τους 70.000 στρατιώτες μόνο 17.000 συνελήφθησαν. Οι άλλοι εφονεύθησαν. Οι 17.000 οδηγήθηκαν σε λατομεία για να πεθάνουν από τη δίψα και από τις σκληρές συνθήκες διαβίωσης.

Όσον αφορά την παράσταση: Οι ασχολούμενοι με τα θεατρικά ίσως έχουν κάποια διαφορετική προσέγγιση και λεπτομέρειες να προσθέσουν, αλλά η παράσταση δε μας έπεισε. Ίσως ο χώρος ήταν διαφορετικός και δεν υπέβαλε. Η παράσταση του δεύτερου μέρους έγινε στην αίθουσα  «Μητροπούλου» που είναι αρκετά μεγάλη και η αυλαία μεγάλη. Η πρώτη παράσταση πρωτοπαίχθηκε σε ένα χώρο πιο μαζεμένο, ντυμένο γύρω γύρω με μαύρο κρεπ που μετέδιδε μια αλλόκοτη, περίεργη αίσθηση. Οι ηθοποιοί αυτή τη φορά επίσης θεωρούμε ότι δεν ήταν οι κατάλληλοι. Για παράδειγμα ο Αλκιβιάδης. Όπως το φανταζόμαστε όλοι, είναι ένας ψηλός, ξανθός, ρωμαλέος νέος που καταφέρνει να κερδίζει καρδιές. Αγωνίζεται στο στίβο, είναι ένα παλικάρι που το θαυμάζουν όλοι. Ο ηθοποιός που ανέλαβε τον ρόλο, ένα παλικαράκι ευγενέστατο μεν (απ΄ότι μάθαμε μαθητής της πρώτης τάξης του λυκείου) με γυαλάκια, με καλή βέβαια εκφορά λόγου αλλά δεν ήταν Αλκιβιάδης  Αντίθετα ο Νικίας, ο γηραλέος, ο άτολμος,  ήταν ένα παλικάρι ψηλό (ο όποιος ειπώθηκε στο τέλος ότι είναι και απόφοιτος θεατρικής σχολής). Δεν κολλάγανε οι ηθοποιοί με τον ρόλο. Επίσης ένα μεγάλο μέρος της παράστασης ανέλαβε μια κοπελίτσα (αποφοίτος λυκείου νομίζω) η οποία ανέλαβε ένα πολύ μεγάλο κομμάτι. Εκείνη τη στιγμή το έργο έκανε κοιλιά.

Η μουσική υπόκρουση ενώ στην πρώτη παράσταση συμβάδιζε με τα γεγονότα, με αυτά που συνέβαιναν και στο κείμενο, αυτή τη φορά ήταν μάλλον μουσική διάνθιση.  Χωρίς να μετέχει ενεργά, να επιτείνει τα γεγονότα. Να προκαλεί συναισθήματα. Πολύ φτωχή και η   προβολή του χάρτη της Σικελίας. Δεν βοηθούσε το κείμενο. Από  που περνούσε ο στρατός από ρουμάνια, ποτάμια και υψώματα. Ένας γεωγραφικός χάρτης θα βοηθούσε να αντιληφθεί κανείς όλη αυτή την απίστευτη περιπέτεια και τα εμπόδια στα οποία ενεπλάκησαν οι Αθηναίοι και κατεστράφησαν. Ενδιαφέρουσα ήταν η εκφορά των ρημάτων, παίρνοντας σφαιρική μορφή. Η λέξη-ρήμα «έβαλον» με το δόρυ επανερχόταν στην βάση της, χρησιμοποιείτο σε άλλους χρόνους, δημιουργούσε σύνθετες λέξεις (έβαλα-να βάλλω-βέβληκα-βλήμα). Αυτή ήταν η  χαριτωμένη στιγμή με ενδιαφέρον.

Βεβαίως η παράσταση καταχειροκροτήθηκε από τον κόσμο ειδικά όταν ο Λιγνάδης στο τέλος τοποθετήθηκε λέγοντας ότι «Δεν θα αφήσουμε σε άσχετους να ξεχαστεί η γλώσσα μας, η ιστορία μας και η αρχαία παιδεία μας».

 

* Ο Δρ Ιωάννης Η. Βλάχος είναι Ορθοπαιδικός – Χειρουργός, τ. Καθηγητής Παν/μίου Κρήτης.