Gute Nacht, gute Nacht! Bis alles wacht, Schlaf aus deine Freude, schlaf aus dein Leid! Der Vollmond steigt, Der Nebel weicht, Und der Himmel da oben, wie ist er so weit! (Wilhelm Müller, Des Baches Wiegenlied).
A ship there is, and she sails the sea, She’s loaded deep as deep can be, But not so deep as the love I’m in: I know not if I sink or swim (O Waly, Waly. Παραδοσιακό Σκωτσέζικο Τραγούδι).
Η σχέση του Άγγλου τενόρου Ian Bostridge με το εύφορο σύμπαν του Franz Schubert είναι γνωστή, μακρόχρονη και δοκιμασμένη. Ο Bostridge είναι ένας από τους πλέον διαβασμένους τραγουδιστές της εποχής μας. Πραγματικός λόγιος μουσικός, που εκτός από μουσική έχει σπουδάσει ιστορία και φιλοσοφία της επιστήμης. Ανάμεσα στις συγγραφικές του εργασίες, ξεχωριστή θέση κατέχει το βιβλίο του για τον Schubert με τίτλο, Schubert’s Winter Journey: Anatomy of an Obsession (Το Χειμωνιάτικο Ταξίδι του Schubert: Ανατομία μίας Εμμονής), μέσα από το οποίο εξετάζει τη φιλολογική, ιστορική και ψυχολογική πλευρά των είκοσι τεσσάρων τραγουδιών που συναποτελούν τον ομώνυμο κύκλο τραγουδιών (Die Winterreise D. 911).
Στις 15/4 ακούσαμε από τον Bostridge, στο θεσπέσιο Wigmore Hall του Λονδίνου (έξοχης ακουστικής και αρχιτεκτονικής αισθητικής αίθουσας, περιορισμένου μεγέθους 545 θέσεων, προορισμένης για βραδιές Lieder, γερμ. Liederabende, ρεσιτάλ και μουσική δωματίου, που εγκαινιάστηκε τον Μάιο του 1901, ως Bechstein Hall) τον πρώτο από τους τρεις κύκλους τραγουδιών του Schubert, με τίτλο Η Ωραία Μυλωνού (Die schöne Müllerin Op. 25, D. 795). Ο κύκλος γράφτηκε κατά το έτος 1823, ακριβώς τη χρονιά που διαγνώσθηκε ότι ο Schubert είχε προσβληθεί από σύφιλη, και εκδόθηκε το 1824, προορισμένος για φωνή τενόρου, μολονότι έχει ερμηνευτεί και από βαρύτονους (λ.χ. Dietrich Fischer-Dieskau και Matthias Goerne), ακόμη και από μεσοφώνους (λ.χ. Brigitte Fassbaender). Αξίζει να σημειωθεί ότι ακούστηκε για πρώτη φορά στη Μεγάλη Βρετανία κατά τη διάρκεια συναυλίας που δόθηκε το 1903, στο Bechstein Hall (που το 1917 μετονομάστηκε σε Wigmore Hall).
Τα υπέροχα ρομαντικά ποιήματα του Γερμανού Wilhelm Müller (1794-1827, λυρικού ποιητή που έφυγε από τη ζωή έναν χρόνο πριν από τον συνθέτη) συνδυασμένα με τη διεισδυτική μουσική σκέψη (δύσκολα βρίσκονται ικανά επίθετα που να δικαιώνουν αυτό το μεγάλο έργο) του Schubert δίνουν την ευκαιρία στον τραγουδιστή και στον πιανίστα του να εμβαθύνουν σε είκοσι διαφορετικά σύμπαντα, όσα ακριβώς είναι και τα τραγούδια που σχηματίζουν τον κύκλο.
Ο Bostridge κατέχει καλά τα μυστικά του κύκλου, πολλά από τα οποία διδάχθηκε από προγενέστερους ομότεχνούς του (γνώριζε προσωπικά τον μεγάλο Fischer-Dieskau), αλλά και ορισμένα από τα οποία- σημαντικό γεγονός- ανακάλυψε μόνος του. Συνοδοιπόρος του σε αυτή την πρόσφατη εξερεύνηση της οποίας γίναμε μάρτυρες και επίσης συνοδοιπόροι, υπήρξε η μουσικά ενδιαφέρουσα νεαρή βραβευμένη πιανίστα Saskia Giorgini (γ. 1985), Ιταλικής και Ολλανδικής καταγωγής, μαθήτρια των Enrico Pace και Pavel Gililov. Η ίδια επέδειξε ευαισθησία και ετοιμότητα απέναντι στις ψυχογραφικές εναλλαγές του κύκλου προσφέροντας μια εύστοχη συνοδεία στον έμπειρο Βρετανό καλλιτέχνη, ο οποίος είμαστε βέβαιοι ότι κατά τη διάρκεια των δοκιμών, της πρόσφερε τα φώτα του χαράζοντας τις κατευθυντήριες ερμηνευτικές γραμμές.
Στο σημείο αυτό θα κάνουμε μία σύντομη, όσο και για τον γράφοντα απαραίτητη, αναδρομή στο παρελθόν, για να αναφέρουμε ότι πριν από πολλά χρόνια, ακριβώς στις 28/11/1990, είχαμε ακούσει μία συγκινητική ερμηνεία του εν λόγω σουμπέρτιου κύκλου: δεν ήταν μόνο η αμεσότητα της απόδοσης του τότε νέου Αυστριακού βαρύτονου Wolfgang Holzmair (γ. 1952), αλλά κυρίως η σύμπραξη (η λέξη «συνοδεία» φαντάζει εδώ φτωχή) του αξέχαστου Αυστραλιανού πιανίστα Geoffrey Parsons (1929-1995), πραγματικού καλλιτέχνη μουσικής δωματίου και άξιου συνεχιστή ενός Gerald Moore (1899-1987), ο οποίος σε αυτή την ύστατη περίοδο της καλλιτεχνικής του σταδιοδρομίας είχε αποδώσει με αποκαλυπτικό τρόπο δημιουργώντας το κατάλληλο συναισθηματικό πλαίσιο για κάθε τραγούδι. Επιπλέον, ο ήχος του ήταν τόσο γεμάτος, πλούσιος σε ηχοχρώματα και δουλεμένος στη λεπτομέρεια. Ευτυχώς άφησε αρκετές ηχογραφήσεις πίσω του, που μας θυμίζουν το μεγαλείο της προσφοράς του, αν και κάποια στοιχεία του ήχου του, όπως και η αμεσότητα της έκφρασής του που γεννιόταν από τις απαιτήσεις και ανάγκες της στιγμής, δεν ήταν δυνατόν να απαθανατιστούν στην πληρότητά τους. Αυτά τα στοιχεία παραμένουν στη μνήμη μας ως πολύτιμοι καρποί της μοναδικής του Τέχνης.
Επιστρέφοντας και πάλι στον Bostridge, πρέπει να αναφέρουμε ότι συγκρινόμενη με τις για διαφορετικούς λόγους η κάθε μία εξαιρετικά ενδιαφέρουσες ηχογραφημένες και βιντεοσκοπημένες ερμηνείες του (η ηχογράφηση του 2003, με την πιανίστα Mitsuko Uchida, για λογαριασμό της EMI, η δεύτερη κατά σειρά επίσημη ηχογράφηση του κύκλου από τον καλλιτέχνη, θα πρέπει να τοποθετηθεί ανάμεσα στις αρτιότερες που κυκλοφορούν), τούτη η τελευταία, μας έπεισε για το πόσο κατά τα τελευταία χρόνια έχει εμβαθύνει ακόμη περισσότερο στον ερμηνευτικά εύφορο ψυχογραφικό τοπίο της παρτιτούρας. Μέσα από την προσέγγισή του μας καθοδήγησε με θεατρικότητα (με εκφραστικές κινήσεις των ωραίων χεριών του και του σώματός του·͘ πρόκειται για έναν ψηλόλιγνο άνδρα), νόημα και σκέψη, κάνοντας μικρές ανάπαυλες ανάμεσα στις ενότητες του κύκλου, πηγαίνοντας πίσω από το πιάνο και επιστρέφοντας με ανανεωμένη διάθεση.
Μας προσκάλεσε σε ένα σπάνιο ταξίδι κατά το οποίο μοιραζόταν μαζί μας, με απόλυτη γενναιοδωρία, τις αναζητήσεις και τις ψυχικές μεταπτώσεις του ήρωα. Ενός νεαρού μυλωνά, που είναι ερωτευμένος με την “ωραία μυλωνού” και που με πιστό σύντροφο το ρυάκι, το οποίο αποκτά ιδιαίτερη συμβολική σημασία, περνά μέσα από διάφορα συναισθηματικά στάδια. Παρακολουθούμε τον ήρωα από την αρχή της περιήγησης, δηλαδή των πρώτων στιγμών της ερωτικής αφύπνισης, να εκφράζει τις ελπίδες που τρέφει για την ολοκλήρωση του έρωτά του. Στην πορεία, σταδιακά, φθάνει στη ζήλια και την απογοήτευση λόγω της εμφάνισης του κυνηγού που του “κλέβει” την αγαπημένη του. Οδηγείται στην απόγνωση και την απογοήτευση, που με τη σειρά τους, τελικά του δείχνουν τον δρόμο προς τον ίδιο τον θάνατο.
Η ποικιλία των συναισθημάτων, οι μεταβολές, οι αντιθέσεις και οι μεταμορφώσεις τους, ο αρχικός ενθουσιασμός του ήρωα (αρ. 1, Das Wandern), η αδημονία (αρ. 7, Ungeduld), οι φόβοι και οι ανασφάλειες του (αρ. 12, Pause), η αγάπη του για τη φύση (αρ. 9, Des Müllers Blumen) και οι διάφοροι ήχοι της, τα ερωτήματά του για την ζωή και τον έρωτα, η αρνητική αντίδραση της κοπέλας, όπως και η καταληκτική θανάσιμη στενοχώρια με την εμφάνιση του άλλου άνδρα, εξερευνήθηκαν με ιδιωματικό τρόπο, άλλοτε με εξωστρέφεια και άλλοτε με τη μεγαλύτερη ενδοσκοπική διάθεση.
Πραγματικό μάθημα για τους νέους τραγουδιστές υπήρξε ο εύστοχος φωτισμός των λέξεων, ο τρόπος με τον οποίον κάποιες φορές «τραβούσε» τις συλλαβές, παρατείνοντας τη χρονική τους διάρκεια στα σημεία που επιθυμούσε να δώσει έμφαση στο νόημα των λέξεων (λ.χ. αρ. 19, Der Müller und der Bach), η προσοχή στις αυξομειώσεις δυναμικής (λ.χ. στο γρήγορης ταχύτητας και γεμάτο αγωνία αρ. 14, Der Jäger), ο χρωματισμός των συλλαβών και η ανάδειξη των χαρακτηριστικών ρυθμικών σχημάτων. Όπως και εν τέλει, ο αναλυτικός και λεπτοκεντημένος τρόπος με τον οποίον έκτισε τη μεγάλη αυτή διαδρομή, από το πρώτο μέχρι το ύστατο τραγούδι που δεν είναι άλλο από το νανούρισμα του ρυακιού (αρ. 20, Des Baches Wiegenlied): το ρυάκι εδώ ζητά από τη μυλωνού να μην ενοχλήσει τον νεαρό. Έχει φθάσει ουσιαστικά το ίδιο το τέλος της πορείας του, η οποία είναι απολύτως καταληκτική οδηγώντας τον στον αιώνιο ύπνο και στο τέλος της ίδιας του της ζωής.
Εκτός προγράμματος απολαύσαμε το ταιριαστό στο πνεύμα της βραδιάς και με νοσταλγική-συγκινητική διάθεση ερμηνευμένο σκωτσέζικο παραδοσιακό τραγούδι O Waly, Waly, στη διασκευή του Benjamin Britten. Το τραγούδι αναφέρεται σε έναν νέο που εγκαταλείπεται από την αγαπημένη του. Η ερμηνεία κατά κάποιον τρόπο αποτέλεσε έμμεσο φόρο τιμής στον Britten και στον αγαπημένο του τενόρο, Peter Pears, οι οποίοι το απέδιδαν τόσο ιδιαίτερα.
Καίτοι προγραμματίζαμε να επιστρέψουμε στο Wigmore Hall στις αρχές Ιουλίου (4/7) για να ακούσουμε από τον καλλιτέχνη την ερμηνεία του ακροτελεύτιου κύκλου του Schubert, με τίτλο Schwanengesang, D. 957 (Κύκνειο Άσμα, που σχηματίστηκε και εκδόθηκε μετά από τον θάνατο του συνθέτη από τον σημαντικό εκδότη Tobias Haslinger, στον οποίον οφείλεται και ο γενικός τίτλος), κατά την οποία θα συνέπραττε με τον Γερμανό πιανίστα Lars Vogt, πληροφορηθήκαμε ότι ακυρώθηκε η εν λόγω εμφάνιση μετά από σύσταση των γιατρών του Bostridge που του πρότειναν να ξεκουραστεί λόγω χειρουργικής διόρθωσης βαλβίδας της καρδιάς στην οποία υποβλήθηκε. Ab imo pectore, του ευχόμαστε ταχεία ανάρρωση.