Γράφει ο Δρ Ιωάννης H. Βλάχος*
Παρ΄ όλο που η επικεφαλίδα στο κείμενο που ακολουθεί έχει το όνομα του αρχιμουσικού που διηύθυνε την παρουσίαση του έργου μέσα σε παρένθεση θα ήταν μάλλον περισσότερο πραγματικό εάν ήταν το έργο σε παρένθεση και «Ο Κουρεντζής στο Μέγαρο» πιο κατάλληλος τίτλος της συναυλίας. Γιατί πράγματι η συναυλία αυτή ήταν παρουσίαση του ταλέντου του Θεόδωρου Κουρεντζή κι όποιος δεν την άκουσε απλώς την έχασε. Ήταν μια τέτοια συναυλία που δεν υπάρχουν τα κατάλληλα λόγια για να την περιγράψει κανείς. Ας περάσουμε όμως στη βραδιά για να φανεί τι εννοούμε.
Το Requiem παρουσιάστηκε από τον Giuseppe Verdi, τον Μάιο του 1874 στο Μιλάνο, όταν ήταν πλέον ηλικίας 60 ετών κι αφού είχε παρουσιάσει τις περισσότερες από τις γνωστές του όπερες, εις μνήμην (ένα έτος μετά θάνατο) του προσφιλούς του συνθέτη και ποιητή Alessandro Manzoni, στην εκκλησία του San Marco.
Η συγγραφή του έργου ξεκίνησε με την δημιουργία του Libera me για soprano και χορωδία όταν αποφασίσθηκε να γραφεί με συνεργασία περισσοτέρων μουσικοσυνθετών ένα requiem για τον θανούντα Gioachino Rossini, η οποία προσπάθεια δεν ετελεσφόρησε και ο Verdi απεφάσισε να ενσωματώσει το Libera me σε δικό του ολοκληρωμένο έργο όταν έχασε τον φίλο του Manzoni.
Το έργο είναι γραμμένο για ορχήστρα με τέσσερεις φωνές soprano, mezzo soprano, τενόρο, μπάσο και χορωδία. Την παράσταση υπεστήριξε η ορχήστρα musicAeterna και η χορωδία της Όπερας του Περμ. Η ορχήστρα και η χορωδία ιδρύθηκε από τον Θ. Κουρεντζή το 2004 στο Πέρμ. Το Περμ, το ονομαζόμενο «Πύλη της Σιβηρίας» έχει να επιδείξει μια πολυπρόσωπη και αινιγματική ιστορία. Είναι γενέτειρα του Piotr Ilyich Tsaikovsky, καταφυγή του Δρ. Ζιβάγκο, έμπνευση κορυφαίων Ρώσων λογοτεχνών Τσέχωφ, Πάστερνακ και για πολλά χρόνια τόπος των μυστικών της σοβιετικής στρατιωτικής βιομηχανίας και επαρχία του γνωστού εμπρηστικού κοκτέιλ Molotov.
Αυτή την πόλη, στα βάθη της Ρωσίας, επέλεξε ο Θεόδωρος Κουρεντζης για βάση της μουσικής του εξόρμησης (αρνούμενος μια υποτροφία 25.000 δολ. από Met) και αφού πέρασε από το Podium της Φιλαρμονικής του Leningrand και της Όπερας του Novosibirsk.
Η ορχήστρα MusicAeterna εκλήθη το «μοναστήρι» από τον Κουρεντζή και είναι ένα μουσικό σύνολο που παίζει με στρατιωτική μεν, αλλά και αέρινη πειθαρχία. Για την προκειμένη παράσταση όλοι οι μουσικοί (όπως και οι χορωδοί: 80 άτομα άντρες και γυναίκες) για περισσότερη έμφαση του requiem, ήταν ντυμένοι με μαύρο ράσο!
Οι τέσσερις σολίστ εκ Ρωσίας ήταν η Zarina Abaeva, εξαιρετική λυρική υψίφωνος, η γαλλοαρμένισσα μέτζο σοπράνο Varduhi Abrahamyan, ο Oυκρανός τενόρος Dmytry Popov και ο εξαιρετικός βαθύφωνος Τareq Nazmi, από το Kuwait.
Το έργο ξεκινά με το «Ανάπαυση αιώνιον» και καταλήγει με το «Κύριε Ελέησον». Από την πρώτη στιγμή αντιλαμβανόμαστε όλοι ότι θα παρακολουθήσουμε μια εντελώς ιδιαίτερη εκτέλεση. Η εισαγωγή με τα έγχορδα, αέρινη λες και βγαίνει μέσα από τα δάκτυλά του. Ο άνθρωπος αυτός μοιάζει με χορευτή. Σηκώνει τα χέρια του ψηλά σαν πτερούγες και μαζί του ανυψώνεται όλη η χορωδία σαν μια φωνή. Πριν έλθω στην συγκεκριμένη παρουσίαση είδα την εκτέλεση του έργου με τον von Karajan. Ο μεγάλος αυτός και διάσημος μαέστρος, διηύθυνε την ορχήστρα και σχετικά την χορωδία. Ο Κουρεντζης τα κινεί όλα, σαν «μαριονέτες» με τα χέρια του χωρίς μπαγκέττα βέβαια. Η παλάμη ανοικτή, σε γροθιά, σε σύλληψη, σε απότομη περιστροφή κάθε φορά βγάζει «ήχους». Το σώμα του ακολουθούσε (ή μάλλον η ορχήστρα ακολουθούσε) τη μουσική. Επάνω ψηλά, σχεδόν στις μύτες των ποδιών, χαμηλά χαμηλά (χορωδία «Συ, προς ον ελεύσεται πάσα σαρξ») λύγιζε χαμηλά, σαν φίδι το κορμί του. Κάτι πρωτοφανές…
Κι έπειτα στο «Κύριε Ελέησον – Χριστέ Ελέησον» από τους τέσσερις λυρικούς καλλιτέχνες ο μαέστρος έβγαλε τις άριες από καθ΄ έναν χωριστά, πράγμα σπάνιο, καθώς ο μαέστρος δίνει συνήθως μόνο το νεύμα για έναρξη άριας.
Στην συνέχεια το Dies Irae ήταν πιθανώς το καλύτερο κομμάτι του έργου. Σ΄ αυτό το μέρος οι άριες που ακούγονται με ή χωρίς συνοδεία του χορού παραπέμπουν στην κύρια δουλειά του Verdi, δηλ. σε οπερατικά έργα. Η φωνή της υψίφωνου θύμισε στιγμές-στιγμές την Violetta της Traviata, όπως και στο ανάλογο ντουέτο soprano-bass (Germont-Violetta).
Η μουσική αυτή έκφραση, περισσότερο προς το γήινο φόβο του θανάτου (με το χέρι του ο μαέστρος, «βγάζει» ψιθυριστά από το μπάσσο και την επίκληση στο Θεό για την πολυπόθητη ανάπαυση των κεκοιμημένων (Ανάπαυσιν αιώνιον δος αυτοίς Κύριε) που συνοδεύονται από τον χορό στην αρχή του μέρους αυτού, χαμηλόφωνο και κατανυκτικό. Δεν περιέχουν στοιχεία γρηγοριανού μέλους ή Palestrina, περισσότερο οπερατική φόρμα. Γι΄ αυτό ίσως ο Πάππας Πίος Γ΄(1903) εξέδωσε εγκύκλιο απαγόρευσης παρουσίασης του έργου σε εκκλησιαστικό περιβάλλον. Όμως αυτή η ανθρωποκεντρική του διάσταση και το μεγαλείο Θεού και ανθρώπου, το έχουν κάνει τόσο αγαπητό σαν έργο παγκοσμίως. Συγκλονιστική ήταν η ανάπτυξη του μουσικού θέματος από τα πνευστά, στην αρχή ήπια και μετά πιο έντονα, πιο έντονα! μέχρι που τέσσερεις τρομπέτες ψηλά στα θεωρεία, προκάλεσαν ρίγος συγκίνησης ηχώντας δοξαστικά (tuba minor: «σάλπιγξ θαυμαστού ήχου εκβάλουσα»).
Στο επόμενο (Offertorio) και μεθεπόμενο (Sanctus: Άγιος) η μουσική ξεφεύγει από την σταθερή της μορφή και πλησιάζει το γρηγοριανό μέλος, με μια διπλή fuga για την χορωδία και τους σολίστ μεσόφωνος, ντουέτι σοπράνο και μεσόφωνος. Στο κατανυκτικό Libera me (είναι το μέρος που γράφτηκε αρχικά από τον Verdi για τον Rossini) η φωνή της σοπράνο εκλιπαρεί για την απελευθέρωση από τον θάνατο θυμίζοντας πολύ τις τελευταίες στιγμές της «Βιολέττας».
Το έργο κλείνει ήπια με συγχορδία ντο μείζονα, καθώς η δυναμική fuga των υψίφωνων συμπληρώνεται από την ορχήστρα και την χορωδία, όχι θριαμβευτικά, αλλά λυτρωτικά.
Τελειώνοντας το έργο, ο μαέστρος έμεινε σε στάση προσευχής περισσότερο από 1 ½ λεπτό, με τους μουσικούς σε στάση «παγωμένη-στήλη άλατος», όρθιοι όπως και στη διάρκεια όλης της εκτέλεσης του έργου!! (αυτό δεν το έχουμε ξαναδεί: μόνο η χορωδία εκάθητω.
Το finale κατέληξε με υπόκλιση όχι μόνο του μαέστρου και των λυρικών καλλιτεχνών, αλλά και όλης της ορχήστρας που υπεκλίθη (άλλο καινούριο) σε ένα νεύμα του μαέστρου (σαν στρατιωτάκια).
Δεν υπάρχει θέμα ότι ήταν μια ανεπανάληπτη, στην κυριολεξία βραδιά κι αυτό χάρις στον Κουρεντζή, ο οποίος ανήκει στο club των αστέρων αρχιμουσικών με εκείνη την καταπληκτική μείξη ταλέντου, ανατρεπτικότητας και ναρκισσισμού που δεν αφήνουν και πολλά πράγματα όρθια όταν ανεβαίνουν στο podium. Η αίσθηση που αποκομίζει κανείς παρακολουθώντας τον, είναι ότι αποτελεί «αγωγό» διοχέτευσης της μουσικής από την ορχήστρα προς το ακροατήριό του.
* Ο Δρ Ιωάννης Η. Βλάχος είναι Ορθοπαιδικός – Χειρουργός, τ. Καθηγητής Παν/μίου Κρήτης.