Επιτυχείς «Γάμοι του Figaro» από ΕΛΣ

Σκηνή από την παραγωγή της όπερας "Οι Γάμοι του Φίγκαρο". Διονύσης Σούρμπης, Χρήστος Κεχρής. Φωτο: Αντρέας Σιμόπουλος.

 

Σκηνή από την παραγωγή της όπερας "Οι Γάμοι του Φίγκαρο". Γιάννης Σελητσανιώτης, Χρύσα Μαλιαμάνη. Φωτο: Αντρέας Σιμόπουλος.
Σκηνή από την παραγωγή της όπερας “Οι Γάμοι του Φίγκαρο”. Γιάννης Σελητσανιώτης, Χρύσα Μαλιαμάνη. Φωτο: Αντρέας Σιμόπουλος.

 

Την πρωτομαγιά του 1786, στη σκηνή του Burgtheater της Βιέννης, παρουσιάστηκε για πρώτη φορά μία από τις πλέον ιδιοφυείς δημιουργίες του πάντα θεϊκού Wolfgang Amadeus Mozart. Ο λόγος για την τετράπρακτη κωμική όπερα (ιταλ. opera buffa), Le Nozze di Figaro (Οι Γάμοι του Figaro, KV 492), σε λιμπρέτο του ποιητή και ιερέα Lorenzo Da Ponte, ο οποίος βασίστηκε στο θεατρικό έργο του Pierre Beaumarchais με τίτλο La folle journée, ou le Marriage de Figaro (H τρελή μέρα, ή Ο Γάμος του Figaro). Τόσο το έργο του Beaumarchais (1784) όσο και εκείνο του Mozart, δεν άργησαν να γίνουν διάσημα μαγνητίζοντας το κοινό που τα παρακολουθούσε. Το γεγονός ότι τα μέλη της αριστοκρατίας σκιαγραφούνται με μάλλον σαρκαστικό (και επικριτικό) τρόπο, με έναν άτακτο Κόμη (Conte Almaviva) να ερωτοτροπεί προσπαθώντας να σαγηνεύσει την Susanna, υπηρέτρια της γυναίκας του, που πρόκειται να παντρευτεί τον ακόλουθό του, Figaro, προοιωνίζει τη γαλλική επανάσταση με τις κοινωνικές ανακατατάξεις, που κάθε άλλο παρά θα αργούσε να ακολουθήσει.

Το γεμάτο ενέργεια και δράση libretto, ασφαλώς δίνει την ευκαιρία σε κάθε σκηνοθέτη να αποδείξει τις δυνατότητές του, αλλά είναι κυρίως η παρτιτούρα, γεμάτη από καλολαξευμένες άριες και άφθονα ensembles υψηλών τεχνικών απαιτήσεων, που δοκιμάζουν τις δυνάμεις των τραγουδιστών. Ναι, πρόκειται για μία πολυπρόσωπη όπερα, με έντεκα ρόλους, που απαιτεί τόσο μουσική όσο και υποκριτική δεινότητα.

Η Εθνική Λυρική Σκηνή (ΕΛΣ) επέλεξε προς το κλείσιμο της τρέχουσας καλλιτεχνικής περιόδου να ανεβάσει αυτό το λαμπρό μοτσάρτιο δημιούργημα.

Ο σκηνοθέτης Αλέξανδρος Ευκλείδης και οι συνεργάτες του, Αγγέλα-Κλεοπάτρα Σαρόγλου (δραματουργία, συνεργάτιδα σκηνοθέτρια), Γιάννης Κατρανίτσας (σκηνικά), Ιωάννα Τσάμη (κοστούμια) και Μελίνα Μάσχα (φωτισμοί), πρόσφεραν ένα εικαστικό αποτέλεσμα πραγματικά απολαυστικό. Η υπόθεση μεταφέρθηκε στην εποχή περίπου των sixties (ή σε μια εποχή vintage, όπως εύστοχα την ονομάζει ο ίδιος ο σκηνοθέτης στο συνοδευτικό σημείωμά του).

Είδαμε μια παράσταση γεμάτη κίνηση. Χαρήκαμε τα κομψά βραδινά κοστούμια όπως και τα ρούχα με έντονα χρώματα. Το ιδιαίτερο όσο και έξυπνα διαμορφωμένο σκηνικό, επίμηκες 35 μέτρων, έδειχνε οκτώ διαφορετικά δωμάτιο του αρχοντικού του Conte, τα δωμάτια του ζευγαριού, το γραφείο του Conte, το μπάνιο και τον χώρο υποδοχής. Ειδικά όσον αφορά στην πλοκή αυτού του έργου, που είναι τόσο άρρηκτα δεμένη με την εποχή του, ποτέ δεν πιστεύαμε ότι θα μπορούσε τόσο πειστικά να μεταφερθεί χρονικά (στο εξωτερικό, έχουμε παρακολουθήσει κάποιες σκηνοθετικά και σκηνογραφικά μάλλον άστοχες όσο και κακόγουστες παραγωγές του έργου, που εκμοντερνίζουν την πλοκή). Κι όμως, ο Ευκλείδης με γούστο πραγματοποίησε τη χρονική μετάθεση, φωτίζοντας το λαμπερό πνεύμα του συνθέτη που προσφέρεται τόσο γενναιόδωρα. Μοναδική ίσως στιγμή αμηχανίας (η οποία ήταν κάπως δύσκολο να «σωθεί» μέσα στο συγκεκριμένο πλαίσιο της σκηνοθετική επιλογής του χρόνου μετάθεσης) υπήρξε η περίφημη σκηνή του Fandango, που ακούγεται στο φινάλε της τρίτης πράξης: εδώ ο Mozart συνθέτει με τον δικό του υπέροχο τρόπο αποδίδοντας με εκλέπτυνση τον χαρακτηριστικό Ισπανικό χορό, την ώρα που ο Κόμης εμφανίζει την ερωτική επιστολή που του έχει δώσει η Susanna επιβεβαιώνοντας τη βραδινή τους συνάντηση και ρίχνει στο έδαφος την καρφίτσα που τη σφραγίζει και που του έχει μόλις τρυπήσει το δάχτυλο (Eh, già si sa, solita usanza). Στην αθηναϊκή παραγωγή το όλο κομψότητα και ερωτικό υπαινιγμό Fandango πέρασε μάλλον απαρατήρητο, την ώρα που οι ήρωες χόρευαν a piacere.

Βεβαίως, ο σκηνοθέτης είχε στη διάθεσή του και μια ομάδα εξαίρετων τραγουδιστών. Ειδικότερα, παρακολουθώντας την παράσταση της 31ης  Μαρτίου, κατ΄ αρχάς απολαύσαμε την άξια επαίνων συνεργασία μεταξύ των τραγουδιστών. Μια όπερα όπως αυτή, κυριολεκτικά «ζει» από τα ensembles, τα οποία εδώ ερμηνεύτηκαν με την απαιτούμενη εκφραστική άνεση και ρυθμική προσοχή.

Σκηνή από την παραγωγή της όπερας “Οι Γάμοι του Φίγκαρο”. Διονύσης Σούρμπης, Χρήστος Κεχρής. Φωτο: Αντρέας Σιμόπουλος.

Τον ρόλο του Conte κράτησε ο Διονύσης Σούρμπης τραγουδώντας με ωραία γεμάτη φωνή, αίσθηση του στυλ της εποχής και υποκριτική ευστοχία. Η αθλητική του εμφάνιση, ως τενίστα, bon vivant και playboy, ταίριαξε γάντι με το όλο concept της παραγωγής.

Δίπλα του, η Μυρσίνη Μαργαρίτη πρόσφερε μια αρκούντως κομψή, αλλά και γεμάτη προβληματισμούς και απογοήτευση βλέποντας τον άνδρα της να μην της δίνει τη σημασία που όφειλε και που η ίδια χρειάζεται, Contessa ερμηνεύοντας με ευαισθησία και σωστό σχηματισμό φράσεων τις μεγάλες της άριες  (Porgi, amor, δεύτερη πράξη, και Dove sono, τρίτη πράξη).

Η Suzanna της Χρύσας Μαλιαμάνη, φρέσκια και νεανική, υπήρξε επιπλέον απολαυστική στην μουσική και τεχνική της ευστροφία. Το ίδιο και ο Cherubino της Μιράντας Μακρυνιώτη: με πόση αυθόρμητη αθωότητα ερμήνευσε τις άριες Non so più cosa son, cosa faccio, πρώτη πράξη, και Voi, che sapete, δεύτερη πράξη.

Ο Figaro του Γιάννη Σελητσανιώτη ήταν άμεσος και γεμάτος αισθήματα.

O Χριστόφορος Σταμπόγλης υποστήριξε έναν από κάθε άποψη πληθωρικό Doctor Bartolo προτείνοντας μια μεγαλοπρεπή ερμηνεία των αριών του και ειδικά εκείνης της πρώτης πράξης, La vendetta. Η φωνητική και σκηνική άνεση του καλλιτέχνη είναι πάντα αξιοθαύμαστη.

Τους συγκριτικά μικρότερους ρόλους κράτησαν με ιδιαίτερη μουσικότητα, οίστρο και, όπου χρειαζόταν, με τη σωστή δόση χιουμοριστικής διάθεσης, οι Δέσποινα Σκαρλάτου (Marcellina), Χρήστος Κεχρής (Don Basilio), Διονύσης Μελογιαννίδης (Don Curcio), Άννυ Φασσέα (Barbarina) και Μιχάλης Κατσούλης (Antonio).

Ο ανερχόμενος αρχιμουσικός Γιώργος Μπαλατσινός, που σε αυτή την παράσταση χρειάστηκε να αντικαταστήσει τον ασθενήσαντα Μάριο Παπαδόπουλο, στόχευσε σε μια ερμηνεία σπινθηροβόλα και εύστροφη από κάθε άποψη. Ωστόσο, θα μπορούσε να είχε υπογραμμίσει με περισσότερο νόημα τις πιο δραματικές και συναισθηματικά ανήσυχες σελίδες του έργου. Υπό τη διεύθυνσή του, η ορχήστρα της ΕΛΣ απέδωσε την παρτιτούρα με πιστότητα, δείχνοντας διάθεση να ακολουθήσει τις τακτικές των λεγόμενων ιστορικά ενημερωμένων ερμηνειών: ελάφρυνε κατά πολύ τον ήχο της, το vibrato των εγχόρδων ήταν ορθά πιο περιορισμένο και ο σχηματισμός των φράσεων διέθετε πλαστικότητα. Ευχάριστη έκπληξη από μια ορχήστρα που έχει συνηθίσει να παίζει κυρίως ρεπερτόριο ύστερων εποχών.

Η χορωδία απέδωσε σωστά τα μέρη της προσθέτοντας στη γενικότερη ποιότητα.

Last but not least, συγχαρητήρια αξίζουν και στον Παναγιώτη Ηλιόπουλο, που ερμήνευσε τα recitativi με θαυμαστή ενέργεια, σε όρθιο πιάνο, αντί για cembalo ή fortepiano, βρίσκοντας και στιγμές να αυτοσχεδιάσει, χωρίς να ξεφεύγει από τα μοτσάρτια ζητούμενα.

Κλείνοντας, μετά την ευτυχή αυτή παραγωγή, θέλουμε να ελπίζουμε ότι η ΕΛΣ θα προσθέσει στο ρεπερτόριό της επιπλέον έργα γραμμένα κατά το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα: υπάρχουν κι άλλες εκπληκτικές όπερες του Mozart (πέραν εκείνων που παρουσιάζονται συχνότερα), αλλά και των Christoph Willibald Gluck (λ.χ. μία Armide), Niccolò  Piccini (ένας Roland ή ένας Atys!), Joseph Haydn (όλες του οι όπερες είναι πραγματικά διαμάντια), Giovanni Paisiello, Domenico Cimarosa ή Antonio Salieri, κορυφαίων συνθετών που για διαφορετικούς λόγους ο καθένας, έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη της όπερας και που επιπλέον άσκησαν επιρροή στη σκέψη του Mozart. Η τόλμη και η φαντασία, πάντα φέρνουν καρπούς, όπως εξάλλου έχει αποδείξει τα τελευταία χρόνια η ΕΛΣ με τις ενδιαφέρουσες επιλογές ρεπερτορίου, οι οποίες όμως  στρέφονται κυρίως γύρω από έργα του ύστερου ρομαντισμού, του εικοστού και εικοστού πρώτου αιώνα, με εμβόλιμα κάποια της εποχής μπαρόκ όπως και εκείνης του belcanto (πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα), αλλά σχεδόν καθόλου της λεγόμενης κλασικής περιόδου των συνθετών που προαναφέρθηκαν. Αναμένουμε, λοιπόν, τη συνέχεια.

 

 

Κριτικός Μουσικής, καθηγητής Ανώτερων Θεωρητικών, Σύνθεσης και Πιάνου, πρόεδρος του Σωματείου Ελλήνων Κριτικών Μουσικής, Θεάτρου και Χορού, πρόεδρος του Διεθνούς Μουσικού Σωματείου Gina Bachauer, πρόεδρος του Διεθνούς Μουσικού Σωματείου C.V. Alkan - P.J.G. Zimmerman, καλλιτεχνικός διευθυντής του Διεθνούς Διαγωνισμού Πιάνου C.V. Alkan - P.J.G. Zimmerman και καλλιτεχνικός διευθυντής του Πανελλήνιου Μουσικού Διαγωνισμού Μαρίας Χαιρογιώργου-Σιγάρα.