«Marnie», η νέα όπερα του Nico Muhly από την Met

O Christopher Maltman (Mark Rutland) και η Isabele Leonard (Marnie), ανάμεσα στους αινιγματικούς κυρίους. Φωτο: Ken Howard/ Met Opera.
Η Isabel Leonard ως Marnie. Φωτο: Ken Howard/Met Opera.
Η Isabel Leonard ως Marnie. Φωτο: Ken Howard/Met Opera.

Ο Αμερικανός Nico Muhly (γ. 1981) είναι ένας από τους πλέον προβεβλημένους και πολυπαιγμένους συνθέτες της νεότερης γενιάς. Απόφοιτος της Juilliard School και μαθητής των διαπρεπών συνθετών Christopher Rouse και John Corigliano, είχε ήδη ξεχωρίσει από τα χρόνια των σπουδών του. Η συνεργασία του με τον εμβληματικό μινιμαλιστή συνθέτη Philip Glass τον στιγμάτισε ως προσωπικότητα επηρεάζοντας σε πολλά επίπεδα τη μουσική του σκέψη. Επιπλέον, έχει κατά καιρούς συμπράξει με τραγουδιστές της pop, όπως και με συγκροτήματα rock.

Ο κατάλογος των συνθέσεών του, πολλές από τις οποίες αποτελούν παραγγελίες γνωστών μουσικών ή σημαντικών ορχηστρών (λ.χ. Philadelphia Orchestra), είναι μακρύς, εντυπωσιακός σε ποικιλία μορφών και γεμάτος από ιδιαίτερους τίτλους, ενίοτε συμβολικούς. Το 2010 συνεργαζόμενος με τη Φιλαρμονική της Νέας Υόρκης (New York Philharmonic), παρουσίασε το έργο του με τίτλο Detailed Instructions, παραγγελία της ορχήστρας.

Η ανθρώπινη φωνή αποτελεί ιδιαίτερο κεφάλαιο στη συνθετική του δημιουργία. Έχει γράψει δεκαέξι χορωδιακά έργα, εννέα έργα για σόλο φωνή (με συνοδεία οργανικών συνόλων),  και τρεις όπερες.

ΗMarnie (Isabel Leonard) συνοδεύεται από τέσσερις γυναίκες (ο εαυτός της σε προηγούμενες περιόδους). Φωτο: Ken Howard/ Met Opera.
Η Marnie (Isabel Leonard) συνοδεύεται από τέσσερις γυναίκες (ο εαυτός της σε προηγούμενες περιόδους). Φωτο: Ken Howard/ Met Opera.

Η πρώτη του όπερα φέρει τον τίτλο, Dark Sisters, και είναι μια όπερα δωματίου, σε libretto του Stephen Karam, ολοκληρωμένη το 2010. Η επόμενη, με τίτλο, Two Boys, σε libretto του Craig Lucas, ανέβηκε για πρώτη φορά από την Εθνική Όπερα της Αγγλίας (English National Opera, ENO), τον Ιούνιο του 2011, λίγο καιρό μετά την ολοκλήρωση της σύνθεσής της, και στη συνέχεια παρουσιάστηκε από τη Μητροπολιτική Όπερα της Νέας Υόρκης (Metropolitan Opera). Η πιο πρόσφατη, με τίτλο, Marnie, υπήρξε παραγγελία της Metropolitan Opera και έλαβε την πρεμιέρα της, παραδόξως όχι στο αμερικανικό λυρικό θέατρο, αλλά στη σκηνή της ENO, στις 18 Νοεμβρίου 2017.

Στο πλαίσιο των «ζωντανών» μεταδόσεων από την Metropolitan Opera (The Met: Live in HD), παρακολουθήσαμε στην Αίθουσα Νίκος Σκαλκώτας (Μέγαρο Μουσικής Αθηνών), την τελευταία από τη σειρά των παραστάσεων της Marnie, που δόθηκε στις 10 Νοεμβρίου.

Η όπερα είναι βασισμένη στην ομώνυμη νουβέλα του Winston Graham, που κυκλοφόρησε το 1961. Περιγράφει τη ζωή μιας νεαρής και όμορφης γραμματέας, η οποία έχοντας βιώσει το τραυματικό γεγονός του φόνου κατά την παιδική της ηλικία, οδηγείται σε περίεργη συμπεριφορά κατά την ενήλικη ζωή της: ληστεύει τους εργοδότες της και στη συνέχεια αλλάζοντας όνομα και προσωπικά στοιχεία, προχωράει σε άλλη πόλη, ακολουθώντας την ίδια τακτική. Ο Mark Rutland, ένας από τους εργοδότες της, τη συλλαμβάνει την ώρα της κλοπής, την ερωτεύεται και την υποχρεώνει να τον παντρευτεί. Ο γάμος αυτός την καταπιέζει, οδηγώντας την μάλιστα σε απόπειρα αυτοκτονίας. Στο τέλος έρχεται αντιμέτωπη με την έντονη ανάμνηση της δραματικής παιδικής της εμπειρίας, που ήταν μέχρι τότε συγκεχυμένη και που πλέον αποκρυσταλλώνεται πλήρως.

Η ιστορία της Marnie έγινε διάσημη χάρη στην αριστουργηματική κινηματογραφική ταινία του Alfred Hitchcock (1964). Ο Hitchcock  άλλαξε αρκετά στοιχεία του βιβλίου (λ.χ. μεταφέρει την πλοκή από την Αγγλία, στην Αμερική),  κρατώντας την ουσία του και τα στοιχεία που τον ενδιέφεραν να αναπτύξει.

Ο στενός συνεργάτης του Muhly  σε αυτή την όπερα, παραγωγός και σκηνοθέτης Michael Mayer, υπήρξε εκείνος ο οποίος είχε την αρχική ιδέα της δημιουργίας ενός έργου ειδικά για τη σκηνή της Metropolitan. Αισθάνθηκε ότι η ιστορία της μυστηριώδους ηρωίδας θα μπορούσε να γίνει όπερα.

Ευθύς εξ αρχής πρέπει να αναφέρουμε ότι πριν ακόμα αρχίσουμε την παρακολούθηση της όπερας, θεωρήσαμε σκόπιμο να αφαιρέσουμε από τη σκέψη μας την ταινία (μια από τις αγαπημένες μας), που, κατά την άποψή μας, ουσιαστικά ολοκληρώνει με βαθύ και απόλυτο τρόπο το ψυχόδραμα της βασανισμένης γυναίκας, αφήνοντας λίγο χώρο για περαιτέρω προσέγγιση από άλλους δημιουργούς. Εξάλλου, σίγουρα θα ήταν άδικο και άστοχο να συγκρίνουμε την όπερα με αυτό.

Η Isabele Leonard (Marnie) και ο Christopher Maltman (Mark Rutland) . Φωτο: Ken Howard/ Met Opera.

Η ικανότητα του Muhly στην ανάπτυξη του μουσικού του υλικού, ο σεβασμός του προς την ανθρώπινη φωνή και το ταλέντο του στην ενορχήστρωση υπήρξαν εμφανή στοιχεία κατά την παρακολούθηση της όπερας. Σε αντίθεση με άλλους σύγχρονους συνθέτες, σεβάστηκε τις δυνατότητες και τη φύση της ανθρώπινης φωνής, σπανίως οδηγώντας τους τραγουδιστές στα όρια της φωνητικής τους έκτασης. Οι τελευταίοι κλήθηκαν να ερμηνεύσουν μέρη στα οποία η εξπρεσιονιστική διάθεση ισορροπούσε καλά με έναν καλοδουλεμένο υπαινισσόμενο λυρισμό. Αποφεύγοντας κάθε αίσθηση πυκνής ενορχήστρωσης, προτιμώντας, όπως και σε άλλα έργα του, να προβάλει τα ξύλινα πνευστά, ειδικά τα φλάουτα, υιοθετώντας στοιχεία τόσο του μουσικού μινιμαλισμού, όπως επαναλαμβανόμενα ρυθμικομελωδικά μοτίβα, όσο και των ποικίλων σύγχρονων νεορομαντικών ρευμάτων, παρέδωσε μια παρτιτούρα σε πολλά επίπεδα ενδιαφέρουσα. Τα τονικά στοιχεία και οι μελωδικές γραμμές κολάκευαν το αυτί, προπάντων εκείνων που δεν αγαπούν τα συνεχή διάφωνα μουσικά διαστήματα και τις πολλές διάφωνες συγχορδίες που δεν λύνονται. Έδωσε στην ορχήστρα του ρόλο πρωταγωνιστικό, σχολιαστή των επί σκηνής δρώμενων, ενώ συνδύασε διάφορα όργανα με χαρακτήρες του έργου (λ.χ. το όμποε ακολουθούσε την Marnie).

Ωστόσο, είχε να αντιμετωπίσει ένα ιδιόμορφο όσο και υπερβολικά εκτενές libretto στο οποίο ο Βρετανός συγγραφέας του Nicholas Wright είχε συμπεριλάβει όσα περισσότερα στοιχεία του βιβλίου μπορούσε. Οι πληθώρα των λέξεων και των μάλλον μακροσκελών όσο και πολυάριθμων περιγραφών των γεγονότων, σε κάποιες στιγμές κάπως εμπόδιζαν την ομαλή ροή της δραματικής πλοκής.

Η Isabele Leonard (Marnie) και ο Iestyn Davies (Terry Rutland). Φωτο: Ken Howard/ Met Opera.

Στα μεγάλα θετικά της παράστασης, υπήρξε η συμμετοχή μιας πλειάδας ικανότατων τραγουδιστών, με πρώτη την Αμερικανίδα μέτζο Isabel Leonoard. H Leonard, που κατέχει φωνή δουλεμένη στη λεπτομέρεια, με καθαρές ψηλές και χαμηλές νότες, έδωσε στον ρόλο της Marnie τη σωστή αίσθηση μυστηρίου. Το όμορφο πρόσωπό της (με τα εκφραστικά μάτια) και το καλλίγραμμο σώμα της πρόσθεταν στο τελικό αποτέλεσμα. Καθόλου δεν μας εκπλήσσει το γεγονός ότι η ίδια η Tippi Hedren, θρυλική ενσαρκώτρια του ρόλου στην ταινία, εξέφρασε τον θαυμασμό της στην ίδια. Περιμένουμε να εκτιμήσουμε την Leonard στον ρόλο της Blanche (Francis Poulenc, Dialogues des Carmélites), σε ζωντανή μετάδοση από το ίδιο λυρικό θέατρο, που έχει προγραμματιστεί για τις 11/5/2019. Αξίζει να σημειωθεί ότι στη Met επωμίζεται, τον ερχόμενο Ιανουάριο (15-31/1),  και έναν τρίτο ρόλο, μιας γυναίκας πάλι μυστηριώδους, εκείνον της Mélisande (Claude Debussy, Pelléas et Mélisande), που έχει δηλώσει εδώ και χρόνια ότι την γοητεύει.

O φωνητικά και τεχνικά άρτιος Βρετανός βαρύτονος Christopher Maltman υποστήριξε έναν Mark Rutland, σύζυγο της Marnie, άλλοτε ανήσυχο και άλλοτε γεμάτο αυτοπεποίθηση. Ο ίδιος ο τραγουδιστής, σε συνέντευξή του, που έδωσε κατά τη διάρκεια του διαλλείματος, δήλωσε θαυμαστής του Sean Connery, ενσαρκωτή του ρόλου στην ταινία, από τον οποίον, βρήκαμε, ότι άντλησε κάποια στοιχεία που σχετίζονταν με την κίνηση και την έκφραση του βλέμματος.

Στον ρόλο του Terry Rutland, αδελφού του Mark, ο μουσικότατος Άγγλος κόντρα τενόρος Iestyn Davies, προσέδωσε μια αγωνιώδη κομψότητα.

Gabriel Gurevich (μικρό αγόρι), Isabel Leonard (Marnie) και Denyce Graves (μητέρα της Marnie). Φωτο: Ken Howard/Met Opera.

Με ιδιαίτερη χαρά παρακολουθήσαμε δύο διακεκριμένες κυρίες της όπερας στους ρόλος των μητέρων. Ο λόγος για τη Σκωτσέζα σοπράνο Janis Kelly (κυρία Rutland) και την Αμερικανίδα μέτζο σοπράνο Denyce Graves (μητέρα της Marnie), οι οποίες πέτυχαν να υπογραμμίσουν τις ψυχολογικές πτυχές των χαρακτήρων τους.

Τον ρόλο του μικρού αγοριού τραγούδησε με ξεχωριστό φωνητικό τίμπρο και τονική ακρίβεια στην ερμηνεία των μουσικών διαστημάτων, ο νεαρότατος Gabriel Gurevich.

Η ορχήστρα και η χορωδία απέδωσαν με υποδειγματικό επαγγελματισμό και προσοχή, συνεισφέροντας με ήχο γεμάτο χρώματα και τονική ακρίβεια. Ο Αμερικανός αρχιμουσικός Robert Spano, άλλοτε βοηθός του Seiji Ozawa στη Βοστόνη, έμπειρος στη διεύθυνση έργων σύγχρονης μουσικής, φρόντισε για την ανάδειξη των φωνητικών γραμμών, αλλά και για το σωστό κτίσιμο των κλιμακώσεων των ηχητικών κυμάτων (λ.χ. κατά τη χειμαρρώδη νεορομαντικής έκφρασης ορχηστρική εισαγωγή της δεύτερης πράξης) και των εναλλασσόμενων ostinati ρυθμικών σχημάτων. Η παρουσία του συνθέτη κατά την προετοιμασία της παραγωγής, όπως και ειδικότερα η άρτια συνεργασία του με τον Spano, συνέδραμαν στο καλό τελικό αποτέλεσμα.

Δεν ήταν εύκολο να ακούσουμε πολλές από τις ορχηστρικές λεπτομέρειες του έργου λόγω των περιορισμών του ήχου που έφθανε στα αυτιά μας μέσα από τα ηχεία, εντούτοις, δοθείσης ευκαιρίας, μελλοντικά, θα θέλαμε να εξετάσουμε προσεκτικότερα την ίδια την παρτιτούρα.

Ο  Muhly θα συνεχίσει τον δρόμο που έχει χαράξει εξερευνώντας το είδος της όπερας. Θα ανακαλύπτει νέα εκφραστικά και δραματικά μέσα, ενώ θα αποκαλύπτει επιπλέον πτυχές της μουσικής του προσωπικότητας. Είναι φυσικό και αναμενόμενο ότι θα εξελίσσεται και θα βελτιώνεται: η εύφορη μουσική του σκέψη γεννά συνεχώς, αποτελώντας ένα εργαστήριο ιδεών γεμάτο ενδιαφέρον.

O Christopher Maltman (Mark Rutland) και η Isabele Leonard (Marnie), ανάμεσα στους αινιγματικούς κυρίους. Φωτο: Ken Howard/ Met Opera.
O Christopher Maltman (Mark Rutland) και η Isabele Leonard (Marnie) ανάμεσα στους αινιγματικούς κυρίους. Φωτο: Ken Howard/ Met Opera.

Η εύγλωττη σκηνοθεσία του Mayer, με τις κινηματογραφικής έμπνευσης ταχύτατα εναλλασσόμενες σκηνές (η Marnie συνοδευόταν άλλοτε από τέσσερις γυναικείες μορφές του εαυτού της σε προηγούμενες φάσεις της ζωής της και άλλοτε από μια ομάδα κουστουμαρισμένων ανδρών, σκιές του υποσυνειδήτου), οι πολλές προβολές εικόνων, τα τόσο κομψά, γεμάτα φωτεινά χρώματα, εποχής αρχών του ΄60, κοστούμια της Arianne Philipps, σε συνάρτηση με την έξυπνη φωτιστική τεχνική του Kevin Adams, η οποία ανέδειξε τα διαφορετικά χρώματα, δημιούργησε ενδιαφέρουσες σκιές και υπογράμμισε τις εικαστικές ποιότητες, έστησαν μια χαρακτηριστική ατμόσφαιρα υψηλής αισθητικής, περισσότερο ψυχολογικής έντασης και λιγότερο ύφους θρίλερ.

Γενικότερα, οι εντυπώσεις και οι σχολιασμοί, που διατυπώθηκαν γραπτά και προφορικά σχετικά με την όπερα του Muhly, από ειδικούς -κυρίως σε αγγλόφωνα έντυπα- και μη, υπήρξαν ανάμεικτες και αντικρουόμενες. Ωστόσο, ο χρόνος, όπως πάντα, θα είναι ο τελικός κριτής. Το έργο διαθέτει μουσικές και δραματικές ποιότητες. Όλοι οι συντελεστές -κυρίως οι τραγουδιστές- υπήρξαν ενθουσιασμένοι και επένδυσαν τις ικανότητές τους στην εν λόγω παραγωγή. Κατά τη διάρκεια των συνεντεύξεων, που προβλήθηκαν στη μεγάλη οθόνη και στο διαδίκτυο, το χαμόγελο και τα ίδια τα λόγια της  Leonard μαρτυρούσαν την ικανοποίηση και τη χαρά της από τη συνεργασία με τον Muhly.

Την παρουσίαση της παράστασης ανέλαβε ο συμπαθής Αμερικανός κόντρα τενόρος και ηθοποιός Antony Roth Costanzo, ο οποίος στο διάλειμμα συνομίλησε με τον συνθέτη και με τους πρωταγωνιστές, εκμαιεύοντας διαφωτιστικές πληροφορίες σχετικά με την όπερα και με το ανέβασμα.

Θα πρέπει να θυμίσουμε το πόσο μουσικά, τεχνικά και δραματικά απαιτητικό, δύσκολο και χρονοβόρο είναι να συνθέσει ένας μουσουργός -πόσο μάλλον νέος- μια όπερα κατά τη σύγχρονη εποχή, όπου τα ζητούμενα και οι ανάγκες έχουν αλλάξει, ενώ ολοένα και λιγότερα λυρικά θέατρα είναι σε θέση να προβούν σε παραγγελίες έργων.  Είναι, λοιπόν, εξαιρετικά σημαντικό να ενθαρρύνονται οι ικανοί σύγχρονοι συνθέτες προκειμένου να συνεχίσουν να προσφέρουν όπερες και να κρατούν το είδος ζωντανό. Έτσι, θα μπορούμε για καιρό ακόμη να παρακολουθούμε την εξέλιξη και να αναφερόμαστε στη συνέχεια της οπερατικής ιστορίας.

Κριτικός Μουσικής, καθηγητής Ανώτερων Θεωρητικών, Σύνθεσης και Πιάνου, πρόεδρος του Σωματείου Ελλήνων Κριτικών Μουσικής, Θεάτρου και Χορού, πρόεδρος του Διεθνούς Μουσικού Σωματείου Gina Bachauer, πρόεδρος του Διεθνούς Μουσικού Σωματείου C.V. Alkan - P.J.G. Zimmerman, καλλιτεχνικός διευθυντής του Διεθνούς Διαγωνισμού Πιάνου C.V. Alkan - P.J.G. Zimmerman και καλλιτεχνικός διευθυντής του Πανελλήνιου Μουσικού Διαγωνισμού Μαρίας Χαιρογιώργου-Σιγάρα.