«Samson et Dalila» του Saint-Saëns: Nέα μουσική και εικαστική υπερπαραγωγή της Met

Mon cœur s’ouvre à ta voix, comme s’ouvrent les fleurs aux baisers de l’aurore!
Mais, ô mon bienaimé, pour mieux sécher mes pleurs, que ta voix parle encore!

 

 

 Η Pauline Viardot. Πορτραίτο φιλοτεχνημένο από τον Ary Scheffer. 1840.
Η μεσόφωνος και συνθέτις Pauline Viardot. Πορτραίτο φιλοτεχνημένο από τον Ary Scheffer. 1840.

Η θρυλική μέτζο σοπράνο Pauline Viardot (1821-1910), κόρη του Ισπανού τενόρου και συνθέτη Manuel García (1775-1832) και μικρή αδελφή της πρόωρα χαμένης, μέτζο σοπράνο και εξίσου διάσημης, Maria Malibran (1808-1836), υπήρξε μια από τις πλέον χαρισματικές φυσιογνωμίες του 19ου αιώνα, που μόνον θαυμαστές και φίλους κέρδιζε με κάθε της εμφάνιση. Οι Hector Berlioz, Frédéric Chopin, Franz Liszt, Charles Gounod, Ignaz Moscheles, Richard Wagner και Johannes Brahms, είναι μερικοί μόνο από τους σημαντικούς συνθέτες που εκτιμούσαν τα φωνητικά και υποκριτικά της προσόντα. Δεν ήταν, όμως, μόνο η φωνή της που συγκινούσε, αλλά και οι συνθέσεις της, που χαρακτηρίζονται από έμπνευση, ευαισθησία, εκλεπτυσμένο γούστο και τεχνική αρτιότητα.

Μπορούμε να διακρίνουμε πολλές από τις αρετές της φωνής της μέσα από τους ρόλους που δημιουργήθηκαν ειδικά για εκείνη, ένας εκ των οποίων υπήρξε αυτός της Δαλιδάς, στην όπερα Samson et Dalila του Camille SaintSäens. Το έργο ανέβηκε για πρώτη φορά στις 2 Δεκεμβρίου 1877, στη Βαϊμάρη, μετά από πρωτοβουλία του Liszt και μάλιστα στη γερμανική γλώσσα. Η Viardot, στην οποία είναι αφιερωμένη η παρτιτούρα, ουδέποτε ενσάρκωσε τον ρόλο επί σκηνής λόγω του ότι είχε αποσυρθεί από τον χώρο της όπερας το 1863 και σε κάθε περίπτωση, θεωρούσε ότι είχε μεγαλώσει ηλικιακά μη μπορώντας να ενσαρκώσει πειστικά τη νεαρή ηρωίδα. Εντούτοις, η ίδια, σε φιλικό σαλόνι και με τον ίδιο τον συνθέτη στο πιάνο, τραγούδησε τη δεύτερη πράξη. Ο ρόλος της Δαλιδά είναι δομημένος ακριβώς πάνω στις ιδιαίτερες φωνητικές ικανότητες της καλλιτέχνιδος, με βαθιές, όσο και υψηλές νότες, που προβάλουν πλήρη την φωνητική της έκταση, μεγάλες λυρικές φράσεις, που απαιτούν εξαιρετικό έλεγχο αναπνοής, και σκηνές υποκριτικής έντασης, που θα έδιναν στο κοινό την δυνατότητα να εκτιμήσει τα δραματικά προσόντα της.

Όπως συμβαίνει και με άλλους μεγάλους ρόλους, που είναι γραμμένοι για συγκεκριμένες φωνές επιφανών λυρικών τραγουδιστών του παρελθόντος, οι σύγχρονοι τραγουδιστές που επιλέγουν να τους αντιμετωπίσουν, θα πρέπει ευθύς εξαρχής να γνωρίζουν, από σωζόμενες γραπτές μαρτυρίες, τα φωνητικά χαρακτηριστικά των ιστορικών ομοτέχνων τους. Βεβαίως, δεν υπήρχαν ηχογραφήσεις την εποχή της Viardot. Ωστόσο, είμαστε της άποψης, ότι πέραν της προσεκτικής μελέτης των κριτικών της περιόδου, μπορεί κανείς να αντιληφθεί αρκετά στοιχεία τόσο της δικής της τέχνης, όσο και εκείνης των άλλων λυρικών αστέρων του 19ου αιώνα, μελετώντας τους ίδιους τους ρόλους. Έτσι, λ.χ. εμβαθύνοντας στον ρόλο της Elvira (Vincenzo Bellini, I Puritani), αντιλαμβάνεται κανείς τις φωνητικές αρετές της Giulia Grisi, τη μεγάλη φωνητική γραμμή και τη δραματική της έκφραση, ή σε εκείνον της Lucia (Gaetano Donizetti, Lucia di Lammermoor), ξεχωρίζει γνωρίσματα της φωνή της Fanny Tachinardi Persiani, με τις ασύλληπτες ευκολίες στις δεξιοτεχνικές κολορατούρες, ή σε αυτόν του Edgardo, πάλι από την τελευταία όπερα, θαυμάζει τον συγκινητικό λυρισμό της τέχνης ενός Gilbert Duprez, λατρεμένου συνεργάτη του Donizetti. Θα μπορούσε κανείς να παραθέσει ανάλογα παραδείγματα σχετικά με τις φωνές των Angelica Catalani, Giuditta Pasta, FrançoisLouis Henry, Giovanni Battista Rubini, Adolphe NourritLaure CintiDamereau, Antonio Tamburini, Luigi Lablache και τόσων άλλων.

Επιστρέφουμε στον ρόλο της Dalila, τον οποίον πρόσφατα ακούσαμε ερμηνευμένο από τη διάσημη  Λετονή μεσόφωνο Elīna Garănca, σε  μαγνητοσκοπημένη μετάδοση από την Μητροπολιτική Όπερα της Νέας Υόρκης (η παράσταση δόθηκε στις 20/10, όμως λόγω του ρεσιτάλ της Elisabeth Leonskaja, η αθηναϊκή προβολή πραγματοποιήθηκε την επόμενη μέρα, 21/10, στην Αίθουσα Αλεξάνδρας Τριάντη του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών).

Η Elīna Garanča στον Ρόλο της Δαλιδκά. Φωτο: Ken Howard / Met Opera.
Η Elīna Garanča στον ρόλο της Dalila. Φωτο: Ken Howard/Met Opera.

Ειδικότερα, επρόκειτο για μια, από κάθε άποψη, εξαιρετικά πλούσια νέα παραγωγή, με την οποία εγκαινιάστηκε η φετινή καλλιτεχνική περίοδο της Met: Drasko Tresnjak, σκηνοθεσία, Alexander Dodge, σκηνικά, Linda J. Cho, κοστούμια, και Donald Holder, φωτισμοί. Το εικαστικό μέρος εντυπωσίασε με το μέγεθος και τον παραμυθένιο χαρακτήρα των σκηνικών, τα χρυσά αντικείμενα και τα καλοσχεδιασμένα κοστούμια, που έδιναν ζωή με ανάγλυφο τρόπο στη βιβλική αφήγηση (Γάζα, 1150 π.Χ.). Μέσα σε αυτό το κατάλληλο πλαίσιο, η Garănca πέτυχε να φωτίσει έναν ρόλο που φάνηκε να τη γοητεύει από την αρχή μέχρι το τέλος. Τα βελούδινα κέντρα, το καλοστημένο legato, η ευκολία με την οποία απέδωσε τις νότες της υψηλότερης φωνητικής έκτασης, η βεβαιότητα του τραγουδιού της (άρια πρώτης πράξης, printemps qui commence, και άρια δεύτερης πράξης, mon cœur souvre à ta voix) και, φυσικά, last but not least, η πανέμορφη όσο και ευγενική της παρουσία, είχαν πολλά να προσφέρουν. Εντούτοις, και εδώ ήταν που θυμηθήκαμε την Viardot (ο εκτενής πρόλογός μας, δεν προέκυψε τυχαία), ειδικά στην πρώτη πράξη, όπου βρήκαμε ότι οι πολύ χαμηλές νότες της κοσμαγάπητης σύγχρονης καλλιτέχνιδος δεν υπήρξαν πάντα γεμάτες και σε στιγμές -ευτυχώς λίγες- όχι ιδιαίτερα ηχηρές. Η Γεωργιανή Anita Rachvelishvili, που πρόκειται να ενσαρκώνει την ηρωίδα στη δεύτερη διανομή της Met, κατά τις παραστάσεις του Μαρτίου, ασφαλώς διαθέτει την απαιτούμενη δραματική φωνή και τις χαμηλές νότες, θα κληθεί, εντούτοις, να ανταγωνιστεί τη χαρισματική Garănca στο υποκριτικό μέρος, αλλά και στη γοητεία της ίδιας της φωνής της.

Η Elīna Garanča (Dalila) και ο Roberto Alagna (Samson). Φωτο: Ken Howard/Met Opera.

Ο Γάλλος τενόρος Roberto Alagna στον ρόλο του Samson, ευχαρίστησε από κάθε άποψη, με  φωνητική και εκφραστική ωριμότητα, θέρμη τραγουδιού και αίσθηση του ύφους του ύστερου οπερατικού γαλλικού ρομαντισμού. Έκανε μια εκπληκτική είσοδο κατά την πρώτη πράξη (Arrêtez, ô mes frère) αντιμετωπίζοντας με άνεση τους μουσικούς φθόγγους της υψηλής περιοχής. Επιπλέον, η  ανάδειξη της γαλλικής γλώσσας και ο κατάλληλος φωτισμός των λέξεων του λαμπρού κειμένου του Ferdinand Lemaire, υπήρξαν στοιχεία αξιοπρόσεκτα όσο και αξιέπαινα. Υπήρξε σπαρακτικός στην άρια της τρίτης πράξης, Vois ma misère, hélas! Vois ma détresse! Pitié Seigneur, όπου ο άλλοτε πανίσχυρος ήρωας, πλέον αποδυναμωμένος, βασανισμένος και τυφλός, ζητά συγχώρεση από τον Θεό. Οι αναπνοές μεγάλης διάρκειας, οι όλο νόημα αλλαγές δυναμικής και η προσοχή στην ερμηνεία των καταλήξεων των μουσικών φράσεων, αποτελούν πραγματικό μάθημα για τον μελετητή του γαλλικού φωνητικού ρεπερτορίου.

Ο Γάλλος μπασοβαρύτονος Laurent Naouri, ειδικός στο γαλλικό ρεπερτόριο, τραγούδησε με ιδιάζουσα μουσικότητα το μέρος του μοχθηρού αρχιερέα, εντυπωσιάζοντας με τη σατανική του έκφραση, ειδικά κατά τη διάρκεια της μεγάλης σκηνής με την Dalila στη δεύτερη πράξη. Κάποιες φευγαλέες τονικές παρεκκλίσεις κατά την πρώτη πράξη, δεν ενόχλησαν ιδιαίτερα.

Τους υπόλοιπους, συγκριτικά πιο σύντομους ρόλους, κράτησαν με μουσική και δραματική αρτιότητα οι Elchin Azizov (Abimélech) και Dimitri Belosselskiy (Ο Γέροντας Εβραίος).

Η Χορωδία της Met, όπως πάντα στη λεπτομέρεια προετοιμασμένη από τον βετεράνο Donald Palumbo, στα εκτενή μέρη της (στην εν λόγω όπερα κατέχει πρωταγωνιστικό ρόλο), ερμήνευσε με ακρίβεια, ειδικά στα ρυθμικά πολύπλοκα πολυφωνικά μέρη, ζεστό και ομοιογενή ήχο, συναίσθημα και πεντακάθαρη άρθρωση της γαλλικής γλώσσας.

Ο έμπειρος Βρετανός αρχιμουσικός Sir Mark Elder, γνωστός μέσα από τις βραβευμένες του ηχογραφήσεις σπάνιων και αδικοξεχασμένων μελοδραμάτων, στο τιμόνι της αριστουργηματικής ορχήστρας, έδωσε πνοή στην παρτιτούρα και στήριξε με γνώση τους τραγουδιστές.

Σκηνή από την όπερα “Samson et Dalila”. Φωτο: Ken Howard/Met Opera.

Η ορχήστρα πρόσφερε έναν μεγάλο ήχο, γλυκό, όπου έπρεπε, γεμάτο ποικίλα γαλλικά ηχοχρώματα και έξοχο αισθησιασμό. Θαυμάσια υπήρξε κατά την εκτέλεση του περίφημου μπαλέτου, bacchanale, της τρίτης και τελευταίας πράξης, ενώ η άγρια ερωτικής έκφρασης χορογραφία του Austin McCormick έδεσε άψογα με την όλη εκθαμβωτική πολυτέλεια της παραγωγής.

Ναι, θα το ξαναγράψουμε, η Met παραμένει μια από τις ελάχιστες σύγχρονες διεθνείς λυρικές σκηνές που είναι όντως σε θέση να βρίσκει τον τρόπο και να παρουσιάζει παραγωγές τέτοιων αρετών και μεγεθών.

 

Κριτικός Μουσικής, καθηγητής Ανώτερων Θεωρητικών, Σύνθεσης και Πιάνου, πρόεδρος του Σωματείου Ελλήνων Κριτικών Μουσικής, Θεάτρου και Χορού, πρόεδρος του Διεθνούς Μουσικού Σωματείου Gina Bachauer, πρόεδρος του Διεθνούς Μουσικού Σωματείου C.V. Alkan - P.J.G. Zimmerman, καλλιτεχνικός διευθυντής του Διεθνούς Διαγωνισμού Πιάνου C.V. Alkan - P.J.G. Zimmerman και καλλιτεχνικός διευθυντής του Πανελλήνιου Μουσικού Διαγωνισμού Μαρίας Χαιρογιώργου-Σιγάρα.