Τόσο ό Βέλγος René Jacobs (γ. 1946) όσο και ο Γάλλος Marc Minkowski (γ. 1962) ανήκουν στους πλέον προβεβλημένους μαέστρους που εστιάζονται κυρίως (αλλά όχι μόνον) στο ρεπερτόριο των παλαιότερων συνθετών, της μπαρόκ και κλασικής εποχής. Έχουν προσφέρει μεγάλο αριθμό ηχογραφήσεων, ενίοτε βραβευμένων, και πάντα έχουν κάτι ιδιαίτερο να καταθέσουν σχετικά με τα έργα που ερμηνεύουν. Πρόσφατα είχαμε την χαρά να εκτιμήσουμε την τέχνη τους στην Αθήνα.
Πιο συγκεκριμένα, στις 30/10, στην Αίθουσα Χρήστος Λαμπράκης (Μέγαρο Μουσικής Αθηνών), ο Jacobs παρουσίασε σε συναυλιακή μορφή την πρώτη εκδοχή της όπερας Fidelio, 1805, του Ludwig van Beethoven, που έφερε τον τίτλο, Leonore. Είναι γνωστό ότι ο μουσουργός απασχολήθηκε εκτενώς και κυριολεκτικά πάλεψε για την επιτυχία της μοναδικής του όπερας. Το 1804 άρχισε να εργάζεται πάνω στη σύνθεση της παρτιτούρας (αντλώντας και υλικό από την όπερα Vestas Feuer, την οποία ουδέποτε ολοκλήρωσε), το 1805 παρουσιάστηκε η πρώτη εκδοχή του έργου (τρεις πράξεις), χωρίς καμία επιτυχία, το 1806, η δεύτερη εκδοχή (δύο πράξεις), ενώ το 1814, η τρίτη και τελευταία εκδοχή (δύο πράξεις), που γνώρισε τον θρίαμβο. Αξίζει να αναφερθεί ότι σε όλες τις πρεμιέρες, τον ρόλο της ηρωίδας Leonore, που ντύνεται άνδρας, βρίσκει δουλειά ακριβώς στις φυλακές όπου κρατείται πολιτικός κρατούμενος ο άνδρας της, Florestan, τον οποίο τελικά σώζει από βέβαιο θάνατο, κράτησε η Αυστριακή, γεννημένη στην Κωνσταντινούπολη, νεαρή υψίφωνος Anna Milder (Pauline Anna Milder-Hauptmann, 1785-1838). Η Milder υπήρξε θρυλική φυσιογνωμία, το ταλέντο της οποίας εκτίμησαν κοινό και μεγάλοι συνθέτες τις εποχής της: θυμίζουμε ότι οι Gaspare Spontini, Franz Schubert και Felix Mendelssohn συνεργάστηκαν στενά μαζί της. Ο συντάκτης του παρόντος κειμένου είχε την τύχη στο όχι και τόσο μακρινό παρελθόν να ασχοληθεί εκτενώς με άγνωστες –και ως σήμερα αδημοσίευτες επιστολές της- μέσα από τις οποίες προκύπτει μια προσωπικότητα ιδιαίτερα θερμή, δυναμική και ευγενική. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι είχε πολλά να δώσει στον ρόλο της Leonore και σίγουρα ο Beethoven βρήκε στο πρόσωπό της μια ιδανική ερμηνεύτρια.
Κατά την πρόσφατη ερμηνεία που παρακολουθήσαμε, σε συναυλιακή μορφή, τον ρόλο της Leonore κράτησε η Marlis Petersen, διακεκριμένη υψίφωνος, που έχει πραγματοποιήσει πολλές εμφανίσεις στη χώρα μας. Η Petersen προσέγγισε τον ρόλο με αφοπλιστική ειλικρίνεια και αμεσότητα, δίνοντας μεγάλη προσοχή τόσο στον φωτισμό του μουσικού κειμένου όσο και στο να φέρει στην επιφάνεια την ηρωική διάθεση του ρόλου της, όπως λ.χ. φάνηκε κατά την μεγάλη της άρια «Komm, Hoffnung», την οποία ακούσαμε δίχως το δραματικό recitativo «Abscheulicher» της μετέπειτα εκδοχής : ομολογούμε ότι μας έλλειψε αυτή η μεταγενέστερη μορφή, σαφώς πιο πλήρης. Ασφαλώς κάθε σκέψη του Beethoven, του παμμέγιστου Beethoven, έχει το δικό της ενδιαφέρον: οι πρώτες εκδοχές ή οι πρώτες σκέψεις των έργων του, οι τελευταίες όπως προκύπτουν μέσα από τα πολλά ιδιόγραφα προσχέδια, που έχουν φθάσει σε μας, αποτελούν τροφή για σκέψη και μελέτη. Ωστόσο, σε όλες τις περιπτώσεις, οι τελικές του σκέψεις είναι αυτές που είναι οι τελειότερες (κάτι που δεν ισχύει με όλους τους συνθέτες οι οποίοι θέλησαν να επεξεργαστούν εκ νέου τα έργα τους). Και αυτό ισχύει στην περίπτωση της μοναδικής του όπερας: η τελική εκδοχή είναι τόσο αριστουργηματική στην μουσική, μορφολογική, θεατρική και ενορχηστρωτική τελειοποίησή της.
O Johannes Chum επωμίσθηκε τρεις ρόλους: εκείνους του Florestan, του Jacquino και του πρώτου φυλακισμένου (στον πρώτο και ιδιαίτερα απαιτητικό ρόλο χρειάστηκε εκτάκτως να αντικαταστήσει τον συνάδελφό του, Maximilian Schmitt, ο οποίος ήδη από την παράσταση του Amsterdam, που είχε δοθεί στις 28/10, ήταν κρυωμένος). Η απόδοση του καλλιτέχνη ήταν σαφώς πιο ολοκληρωμένη στον ρόλο του Jacquino, τον οποίο είχε καλά προετοιμάσει και στον οποίο μπόρεσε να προσφέρει μουσικότητα και υφολογική ακρίβεια. Εντούτοις, και στο μέρος του Florestan, το οποίο χρειάστηκε να αναλάβει, προκειμένου να σωθεί η βραδιά, οι ποιότητες της λυρικής φωνής κατάφεραν να διακριθούν.
Στον ρόλο της Marzeline, η Robin Johannsen, χάρισε φρεσκάδα και ακρίβεια στην απόδοση των μουσικών φράσεων.
Οι άλλοι ανδρικοί ρόλοι κρατήθηκαν με ωραίες φωνές και πεντακάθαρη άρθρωση από τους Dimitry Ivashchenko (Rocco), Johannes Weisser (Don Pizarro) και Tareq Nazmi (Don Fernando και δεύτερος φυλακισμένος). Στην εκδοχή της όπερας που ακούσαμε, ο Johannes Weisser είχε την ευκαιρία να ερμηνεύσει την μάλλον απειλητικού χαρακτήρα άρια με συνοδεία χορωδίας «Jetzt eilet auf die Zinnen”.
Η Freiburger Barockorchester και η Zürcher Sing-Akademie κρίθηκαν δύο πρώτης ποιότητας σύνολα. Η ορχήστρα έπαιξε με ρυθμική ακρίβεια (η Εισαγωγή Leonore αρ. 2, με την οποία άνοιξε η όπερα, την βρήκε σε εκπληκτική φόρμα), ενώ η χορωδία σχημάτισε προσεκτικά τις μουσικές φράσεις. Ο Jacobs επέλεξε γρήγορες –ενίοτε, υπερβολικά βιαστικές- ταχύτητες στοχεύοντας συχνά σε μια πιο δεξιοτεχνική ερμηνεία και λιγότερο συναισθηματικά φορτισμένη, όπως ξεκάθαρα ζητούσε ο συνθέτης σε αυτή του την τόσο προσωπική παρτιτούρα. Θα προσθέσουμε εδώ ότι ο αρχιμουσικός επέλεξε να ξαναγράψει την πρόζα, η οποία σε πολλά σημεία απομακρυνόταν από το αρχικό κείμενο.
Προχωρώντας, λίγες μέρες πριν από τα Χριστούγεννα, στις 20/12, στην ίδια ακριβώς αίθουσα ακούσαμε μια συντομευμένη εκδοχή του Ορατορίου των Χριστουγέννων (Weinachtsoratorium, BWV 248), του Johann Sebastian Bach. Ολοκληρωμένο το 1734, ενσωματώνει μέρη από προγενέστερες συνθέσεις του μουσουργού.
Ο Minkowski, στο τιμόνι της δικής του δεξιοτεχνικής ορχήστρας, Les Musiciens du Louvre, και με σολίστες μέσα από την ολιγομελή χορωδία (ή ορθότερα, με σολίστ που εκτός από τα μέρη τους, τραγουδούσαν και εκείνα της χορωδίας) στόχευσε σε μια ερμηνεία γεμάτη ενέργεια, αυθορμητισμό και κίνηση των Καντάτων Ι, ΙΙ, IV και VI (δηλ. τέσσερις από τις έξι Καντάτες, που συναπαρτίζουν το έργο, με την μορφή που ακούγεται στις μέρες μας). Οι χορευτικοί ρυθμοί, η διαύγεια της προσεγμένης ενορχήστρωσης και γενικότερα η αμεσότητα της μουσικής του Bach, υπήρξαν στοιχεία που επιτυχώς έφθαναν στην επιφάνεια.
Οι σολίστ Lenneke Ruiten (σοπράνο), Helene Walter (σοπράνο), Christopher Ainslie (κόντρα τενόρος), Helena Rasker (άλτο), Paul Schweinester (τενόρος), Valerio Contaldo (τενόρος) και James Platt (μπάσος), διέθεταν ωραίες φωνές, που έδεναν σωστά μεταξύ τους, και ασφαλείς τεχνικές. Δύσκολο να ξεχωρίσει κανείς κάποιον, όμως ο κόντρα τενόρος Ainslie απέδωσε με συγκινητική τρυφερότητα την άρια «Schlafe, mein Liebster, genieße die Ruh» (Καντάτα αρ. 2).
Μπορεί ο Minkowski να επέδειξε μεγαλύτερη από ότι έχουμε συνηθίσει ελευθερία στον σχηματισμό των φράσεων, τα tempi του να ήταν σταθερά προς την πιο γρήγορη πλευρά, η θρησκευτικότητα (και η πνευματικότητα) της γραφής να μην ερχόταν πάντα σε πρώτο πλάνο και συχνά να επέλεγε μια πιο, τολμούμε να την χαρακτηρίσουμε, «γαλλική» έκφραση, ειδικά στα κλεισίματα των φράσεων (πτώσεις), που υφολογικά μάλλον παρέπεμπε στα ζητούμενα της γραφής ενός Jean-Philippe Rameau, του σημαντικότερου Γάλλου συνθέτη της ώριμης εποχής μπαρόκ, ωστόσο το τελικό αποτέλεσμα ευχαρίστησε με το καλό, αν και ξεχωριστό στην ιδιαιτερότητά του, γούστο της ερμηνείας που πρότεινε.
Εκτός προγράμματος ακούσαμε το χορικό «Ehre sei Dir Gott» από την Καντάτα αρ. 5 (η οποία δεν συμπεριλήφθηκε ολόκληρη στο πρόγραμμα), ερμηνευμένο σε ιλιγγιώδη ταχύτητα. Πραγματικά μόλις που ξεχώριζαν κάποιες λέξεις του κειμένου. Θα αναγνώριζε το έργο του ο Bach έτσι ερμηνευμένο; Δύσκολα.