Ο Gaetano Donizetti, αυτός ο μέγας Ιταλός συνθέτης όπερας, μπορούσε με την ίδια επιτυχία να γράφει συγκλονιστικά δραματικά έργα, που άγγιζαν τα μύχια της τραγικής ψυχής των ηρώων του, όπως και κωμικά έργα, γεμάτα φρεσκάδα, χάρη και τρυφερότητα. Δίχως άλλο, στάθηκε δημιουργικό παράδειγμα για κάποιους ομοτέχνους του που ακολούθησαν, με πρώτον τον Giuseppe Verdi, που τόσα άντλησε από την σκέψη και τον τρόπο γραφής του. Μάλιστα, στην αρχή της σταδιοδρομίας του, πολύ δεν δίστασαν να κατηγορήσουν τον νεώτερο ως μιμητή του Donizetti, γεγονός που, βεβαίως, κάθε άλλο παρά επιβεβαιώθηκε στην πορεία.
Οι τρεις διασημότερες και πιο πολυπαιγμένες όπερες του ρεπερτορίου του belcanto είναι σίγουρα οι: «Κουρέας της Σεβίλλης» (Il barbiere di Siviglia) του Gioachino Rossini, «Το ελιξίριο του έρωτα» (L’elisir d’amore) του Donizetti και «Don Pasquale», επίσης του Donizetti.
Από αυτές, στις 27/5, στο Covent Garden, παρακολουθήσαμε το «Ελιξίριο του έρωτα» (το απολαυασιτκό ποιητικό κείμενο είναι γραμμένο από τον κορυφαίο λιμπρετίστα Felice Romani) σε μια παραγωγή του επιτυχημένου Γάλλου σκηνοθέτη όπερας και θεάτρου Laurent Pelly, που συνεργάστηκε για πρώτη φορά με το εν λόγω μεγάλο Λονδρέζικο λυρικό θέατρο το 2007, πάλι επωμιζόμενος όπερα του Donizetti (La Fille du régiment). Για την παραγωγή που παρακολουθήσαμε σχεδίασε και τα κοστούμια. Η δική του έμπνευση, όπως και τα σκηνικά της Γαλλίδας Chantal Thomas και ο φωτισμός του, επίσης Γάλλου, Joël Adam, συνέδραμαν σε μια όντως φρέσκια, χαρούμενη, γεμάτη θετική ενέργεια, χρώμα και χαρακτηριστικό χιούμορ (όπου χρειαζόταν) παραγωγή, αντάξια της αστείρευτης όσο και γεμάτης ευτυχία και αισιοδοξία έμπνευσης του μουσουργού. Η υπόθεση μεταφέρθηκε χρονικά από τα τέλη του 18ου αιώνα, στην Ιταλία της πολυτάραχης δεκαετίας του 1950 (το σαρκαστικό πνεύμα του Federico Fellini έδινε συχνά το παρών). Είδαμε μοτοσικλέτα βέσπα και καμιόνι επί σκηνής.
Τον ρόλο του Nemorino, απλού χωρικού που είναι ερωτευμένος με την εύπορη κτηματία Adina, είχε προγραμματιστεί να αναλάβει ο διάσημος Μεξικανός τενόρος Rolando Villazón, ο οποίος, δυστυχώς, όπως μας έχει συνηθίσει τα τελευταία χρόνια, ακύρωσε (πριν από δέκα χρόνια, το 2007, αντιμετώπισε προβλήματα με φωνή του, ενώ το 2009 υπεβλήθη σε επέμβαση αφαίρεσης κύστης σε μια από τις φωνητικές του χορδές). Την θέση του κατέλαβε ο νέος Αρμένιος τενόρος Liparit Avetisyan, τον οποίον το κοινό του Covent Garden είχε ακούσει κατά την τρέχουσα περίοδο στον ρόλο του Alfredo Germont (Verdi, La Traviata).
Είμαστε της άποψης ότι ο Avetisyan υπήρξε άξιος αντικαταστάτης του Villazón, αποδίδοντας τον ρόλο του με φωνητική δεινότητα και προσοχή στην μεγάλη ερμηνευτική γραμμή του belcanto, όπως και στην θεατρική κίνηση, που σε πολλά σημεία της, είναι αλήθεια, θύμιζε την ερμηνεία του Μεξικανού. Ο Αρμένιος διαθέτει φωνή με χαρακτηριστικό στίγμα και πηγαία έκφραση, γεγονός που μας κάνει να πιστεύουμε ότι η διεθνής του σταδιοδρομία θα συνεχιστεί οδηγώντας τον σε πολλές επιτυχίες. Δεν θα παραλείψουμε να αναφέρουμε ότι ερμήνευσε με την κατάλληλη συγκίνηση και με σωστή δόση μελαγχολικού λυρισμού την κοσμαγάπητη ρομάντζα της δεύτερης πράξης, Una furtiva lagrima.
Η ταχύτατα ανερχόμενη Νοτιοαφρικανή σοπράνο Pretty Yende, μόλις τριάντα δύο ετών και με σημαντικές εμφανίσεις στο ενεργητικό της (το 2016 στους απαιτητικούς ρόλους της Rosina, στον «Κουρέα της Σεβίλης» του Rossini, και σε εκείνον της «Lucia di Lammermoor» του Donizetti, κέρδισε τις εντυπώσεις στην Όπερα των Παρισίων), όπως και με ένα αποκλειστικό δισκογραφικό συμβόλαιο με την Sony, κρίθηκε γοητευτική στον ρόλο της Adina. Ταίριαξε απόλυτα με τον Avetisyan και έδωσε τον καλύτερό της εαυτό (πόσο εκφραστικά σωστοί ήταν οι δυο τους στο ντουέτο της πρώτης πράξης «Lallarallara… Esulti pur la barbara»). Η μουσικότητά της σε συνδυασμό με τις λαμπερές όσο και καθαρές κολορατούρες της (λ.χ. δεύτερη πράξη, άρια-ντουέτο «Prendi, per me sei libero»), ευχαρίστησαν κατά την διάρκεια της παράστασης.
Ο Ιταλός μπασοβαρύτονος Alex Esposito, που σημείωσε το ντεμπούτο του στο Covent Garden το 2007 (Alidoro, Rossini, La Cenerentola), δόμησε τον ρόλο του πλανόδιου ψευτογιατρού Dr Dulcamara με πολύ διαφορετικό τρόπο από τον συνηθισμένο. Ο δικός του ήρωας δεν ήταν απλά κωμικός, αλλά ερωτικός και γοητευτικά νεανικός. Τον είδαμε κατά την δεύτερη πράξη (ντουέτο, «Come sen va contento… Quanto amore»), να προσπαθεί να σαγηνεύσει την ηρωίδα, με πειστικότατο τρόπο. Τόσο η γεμάτη και επιβλητική φωνή του, όσο και το υποκριτικό του τάλαντο, θριάμβευσαν με ιδιαίτερο τρόπο.
Στον ρόλο του λοχία Belcore ακούσαμε και είδαμε τον Ιταλό Paolo Bordogna, ο οποίος μαθήτευσε κοντά στους Roberto Coviello, Katia Ricciarelli, Alberto Zedda και Bianca-Maria Casoni και έχει ήδη πολλούς ρόλους και εμφανίσεις στο ενεργητικό του. O καλλιτέχνης σημείωνε το ντεμπούτο του στο Covent Garden με αυτόν τον ρόλο. Ερμήνευσε με κύρος, φωνητική σταθερότητα και έξοχη άρθρωση του κειμένου.
Η νεαρή Ρωσίδα σοπράνο Vlada Borovko, που υπήρξε φιναλίστ του Διαγωνισμού Operalia 2017, ευχαρίστησε στον μικρότερο ρόλο της Giannetta με την φρεσκάδα της φωνής της. Σίγουρα θα έχουμε την ευκαιρία να την ξανακούσουμε σύντομα και μάλλον σε μεγαλύτερους ρόλους.
Η συνεισφορά της χορωδίας και ειδικά της ορχήστρας υπήρξε ξεχωριστή και, όπως πάντα, ποιοτική. Η ορχήστρα, από την πλευρά της, αποκάλυπτε με προσοχή λεπτομέρειες της παρτιτούρας, τα soli των πνευστών προκαλούσαν τον θαυμασμό μας, ενώ ο ήχος της, που περιττό να αναφέρουμε ότι ούτε στιγμή δεν κάλυπτε τις φωνές, πρόσφερε μια πολύτιμη συνοδεία στους τραγουδιστές. Πράγματι, το Covent Garden διαθέτει μια από τις καλύτερες ορχήστρες όπερας του κόσμου!