«Adriana Lecouvreur» του Francesco Cilea στη Βασιλική Όπερα του Λονδίνου (Covent Garden)

 

 

photo-olivero
Η αξέχαστη σοπράνο Magda Olivero, σημαντική ενσαρκώτρια της Adriana Lecouvreur.

 

 

Στις 6 Νοεμβρίου 1902, στο Teatro Lirico του Μιλάνου, πραγματοποιήθηκε η πρώτη παγκόσμια παρουσίαση της όπερας Adriana Lecouvreur του Francesco Cilea (1866-1950), με μια εξαιρετική διανομή: Angelica Pandolfini (Adriana), Enrico Caruso (Maurizio) και Giuseppe De Luca (Michonnet). Από τις πέντε συνολικά όπερες του συνθέτη είναι η μοναδική που έχει παραμείνει στο ρεπερτόριο και συνεχίζει να συναρπάζει με τους καλογραμμένους ρόλους της, τις θαυμάσιες μελωδίες της και την πραγματικά υποδειγματικής τεχνικής ενορχήστρωσή της. Τόσο τον ρόλο της Adriana, που εμπνέεται από την διάσημη Γαλλίδα ηθοποιό Adrienne Lecouvreur (1692-1730), όσο και εκείνον του Maurizio, θέλησαν να ενσαρκώσουν μεγάλοι τραγουδιστές διαφορετικών γενεών. Η Magda Olivero και η Renata Tebaldi, ανάμεσα σε άλλες, υπήρξαν σπουδαίες ερμηνεύτριες του πρωταγωνιστικού ρόλου. Ο συντάκτης του παρόντος κειμένου είχε την τύχη να γνωρίσει από κοντά την αξέχαστη Olivero και να συζητήσει μαζί της εκτενώς σχετικά με τον ρόλο και τις κρυφές του πτυχές. Η ίδια η Olivero είχε προετοιμάσει την Adriana με τον συνθέτη, τον οποίον θυμόταν με σεβασμό και δέος.

Κατά την τελευταία μας επίσκεψη στο Λονδίνο, στο ιστορικό λυρικό θέατρο Royal Opera House (Covent Garden) παρακολουθήσαμε μια όντως αξιομνημόνευτη παράσταση του εν λόγω έργου (21/2).

photo-bassenz
Η σοπράνο Hrachuhi Bassenz.

Τον ρόλο της Adriana κράτησε η Αρμένια σοπράνο Hrachuhi Bassenz, σημειώνοντας το ντεμπούτο της στο Covent Garden. Πρόκειται για λυρική καλλιτέχνις με γεμάτη και θερμή φωνή, που έπεισε από την πρώτη της άρια (Io son l’ umile ancella) και έφερε στην επιφάνεια την εύθραυστη πλευρά της ερωτευμένης με τον Maurizio ντίβας. Από την αυθόρμητα γήινη και φρέσκια προσέγγισή της, ίσως μερικές φορές να μας έλλειψε η αίσθηση αυτής της χαρακτηριστικής noblesse, που ζητά ο ρόλος (πόσο δύσκολο είναι κανείς να ξεχάσει, έστω και για λίγο, την Olivero). Εντούτοις, η ανεπιτήδευτη ερμηνεία της ήταν συγκινητική, ειδικά στην τελική σκηνή του θανάτου της (η ηρωίδα δηλητηριάζεται εισπνέοντας το δηλητήριο με το οποίο είναι εμποτισμένες οι βιολέτες που τις στέλνει η αντίζηλός της, Πριγκίπισσα de Bouillon, υποτίθεται εκ μέρους του Maurizio, με τον οποίον είναι -επίσης- ερωτευμένη.

Έναν χαρισματικό τενόρο, τον Αμερικανό Brian Jagde, που το 2012 είχε αποσπάσει το δεύτερο βραβείο στον Διαγωνισμό Operalia του Plácido Domingo, ακούσαμε στον ρόλο του Maurizio. Με ευκολίες στις υψηλές φωνητικές περιοχές, άμεμπτη τεχνική, χαρακτηριστικό φωνητικό ηχόχρωμα και εκφραστική άνεση, χάρισε έναν ήρωα ελκυστικό και νεανικό. Μουσική συνέπεια και ρυθμική ακρίβεια επέδειξε στα ντουέτα με την Adriana.

Για μας, πραγματική αποκάλυψη της βραδιάς, υπήρξε η συμμετοχή της Ρωσίδας μεσοφώνου Ksenia Dudnikova, που, όπως και η Bassenz,  σημείωνε το ντεμπούτο της στο Covent Garden με τον ρόλο της Πριγκίπισσας de Bouillon. Το εκρηκτικό ταμπεραμέντο της, η τόσο θεατρική ερμηνεία του συναισθήματος της ασυγκράτητης  ζήλειας, η μεγάλης έκτασης, βελούδινη, βαθιά φωνή της και η σκηνική της άνεση (πρόκειται για πανέμορφη νεαρή), εντυπωσίασαν από την πρώτη στιγμή.

Ο διαπρεπής Καναδός βαρύτονος Gerald Finley, ο οποίος αφήνει την σφραγίδα του σε κάθε ρόλο που ερμηνεύει, πρότεινε μια απολύτως ολοκληρωμένη ερμηνεία του ρόλου του διευθυντή σκηνής Michonnet, ενός πολύ ανθρώπινου ήρωα, που είναι ερωτευμένος (πώς θα γινόταν, εξάλλου, διαφορετικά) με την Adriana. Οι ωραίες φωνητικές και μουσικές του δυνατότητες μάς άγγιξαν με αμεσότητα, όπως και η απαράμιλλη υποκριτική του δεινότητα. Κάθε του μουσική φράση και κίνηση αποκτούσε νόημα και ουσία. Πολλές φορές κατά την διάρκεια της παράστασης αναλογισθήκαμε ότι η στενή του σχέση με το μοτσάρτιο σύμπαν και τους μοτσάρτιους ρόλους, που έχει τόσο επιτυχώς ερμηνεύσει, ασφαλώς σχετίζονται με την επιμονή του στη μουσική λεπτομέρεια, όπως και με τον αριστοτεχνικό σχηματισμό των μουσικών φράσεων.

Τους συγκριτικά μικρότερους ρόλους κράτησαν με μουσική συνέπεια και ενδιαφέρον οι ηλικιακά νέοι λυρικοί καλλιτέχνες  Krystian Adam (Αββάς de Chazeuil), Bálint Szabó (Πρίγκιπας de Bouillon), Vlada Borovko (Δεσποινίς Jouvenot), Angela Simkin (Δεσποινίς Dangeville), Thomas Atkins (Poisson) και Simon Shibambu (Quinault).

Την ορχήστρα της Βασιλικής Όπερας, αυτό το έξοχο μουσικό σύνολο που συχνά κλέβει την παράσταση μέσω των λεπτών ηχητικών ποιοτήτων και της στοχευμένης μουσικής έκφρασης, τους τραγουδιστές και την ηχητικά ομοιογενή χορωδία, διηύθυνε ο πολύπειρος Ισραηλινός αρχιμουσικός Daniel Oren, που ειδικεύεται στην ερμηνεία όπερας, προτείνοντας μια ανάγνωση αναλυτική και αξιοθαύμαστη στην εκφραστική της θέρμη και υφολογική πιστότητα.

Ο σκηνοθέτης David McVicar, σε συνεργασία με τους Charles Edwards (σκηνογραφία), Brigitte Reiffenstuel (κοστούμια) και Adam Silverman (φωτισμοί), πρόσφεραν μια άποψη αισθητικά υψηλή και κομψή, που ευχαριστούσε τα μάτια και φώτιζε τα αισθήματα του έρωτα, του πάθους και της εκδίκησης. Η ίδια παραγωγή είχε ανέβει στο Covent Garden το 2010.

 

photo-roh-adriana

 

 

 

 

Κριτικός Μουσικής, καθηγητής Ανώτερων Θεωρητικών, Σύνθεσης και Πιάνου, πρόεδρος του Σωματείου Ελλήνων Κριτικών Μουσικής, Θεάτρου και Χορού, πρόεδρος του Διεθνούς Μουσικού Σωματείου Gina Bachauer, πρόεδρος του Διεθνούς Μουσικού Σωματείου C.V. Alkan - P.J.G. Zimmerman, καλλιτεχνικός διευθυντής του Διεθνούς Διαγωνισμού Πιάνου C.V. Alkan - P.J.G. Zimmerman και καλλιτεχνικός διευθυντής του Πανελλήνιου Μουσικού Διαγωνισμού Μαρίας Χαιρογιώργου-Σιγάρα.