Πολύτιμα δώρα από την Met

"Η Αγάπη από μακριά" (φωτο: Metropolitan Opera)
"Τριστάνος και Ιζόλδη" (φωτο: Metropolitan Opera/ Ken Howard)
“Τριστάνος και Ιζόλδη” (φωτο: The Metropolitan Opera/ Ken Howard)

 

 

 

 

 

 

 

Οι  δέκα παραστάσεις της Μητροπολιτικής Όπερας της Νέας Υόρκης (The Metropolitan Opera), που παρακολουθούμε σε αίθουσες του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών,  σε ζωντανή (συνήθως) μετάδοση κατά τη διάρκεια της καλλιτεχνικής περιόδου, στο πλαίσιο του κύκλου  The Metropolitan OperaLive in HD, αποτελούν πραγματικό δώρο για τον Έλληνα φιλόμουσο. Και είναι ευτύχημα, ότι οι παραστάσεις αυτές προβάλλονται ταυτόχρονα  και σε αίθουσες πολλών περιοχών της Ελληνικής περιφέρειας, από την Θεσσαλονίκη, μέχρι την Σύρο, την Χίο και την Κρήτη, για να αναφέρουμε μονάχα μερικές. Τι μεγάλο σχολείο για το κοινό και τους μελετητές της όπερας (70 χώρες παρακολουθούν τις εν λόγω μεταδόσεις)!

Η τρέχουσα καλλιτεχνική περίοδος των μεταδόσεων άνοιξε με την  όπερα «Τριστάνος και Ιζόλδη» (Tristan und Isolde),  του Richard Wagner, εμβληματικό αριστούργημα που παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο Μόναχο, στις 10 Ιουνίου 1865. Βεβαίως, με την παρτιτούρα του αυτή ο συνθέτης άνοιξε νέους δρόμους χρησιμοποιώντας μια ιδιαίτερα τολμηρή αρμονική γλώσσα και δραματικά στοιχεία τα οποία σηματοδοτούσαν μια νέα εποχή για το μελόδραμα (η ορθότερα, το μουσικό δράμα, Musikdrama, όπως ονομάζει τα ύστερα έργα του ο συνθέτης).

Στις 8/10 παρακολουθήσαμε την νέα παραγωγή του έργου, σε σκηνοθεσία του Mariusz Treliński, ο οποίος έχοντας στο πλάι του τους Boris Kudlička (σκηνικά), Marek Adamski (κοστούμια),  Marc Heinz (φωτισμοί) και Boris Kudlicka (υπεύθυνου σχεδιασμού προβολών βίντεο), πέτυχε να στήσει μια παράσταση ατμοσφαιρική και, ενίοτε, αφαιρετική, επιλέγοντας σκούρα χρώματα, σκοτεινό φωτισμό (με εξαίρεση κάποιες στιγμές απότομου εκτυφλωτικού φωτισμού που ξάφνιαζε τα μάτια του κοινού) και αποχρώσεις του βαθύ γαλάζιου.Τοποθέτησε την πλοκή σε μια εποχή που θα μπορούσε να είναι κοντά στην δική μας. Οι ιδέες του βοηθήθηκαν από την χρήση βιντεοπροβολών (κατά το πρελούδιο της πρώτη πράξης, βλέπουμε μια τεράστια πυξίδα και άγρια κύματα να κινούνται με απειλητικούς ρυθμούς). Θα προσθέσουμε ότι μας άγγιξε η επιλογή του, στην τρίτη πράξη, κατά την οποία βλέπουμε τον πληγωμένο Τριστάνο σε κρεβάτι νοσοκομείου, να εισάγει ένα παιδί που με νόημα περιφέρεται γύρω από τον ήρωα σαν ανάμνηση της παιδικής του ηλικίας.

Η σκηνοθετική άποψη του Treliński βρήκε θαυμαστές και επικριτές, εντούτοις, κατά κοινή ομολογία, το μουσικό μέρος της παραγωγής κινήθηκε σε υψηλά επίπεδα. Το podium κατέλαβε ο Βρετανός αρχιμουσικός Sir Simon Rattle, τον οποίον έχουμε επανειλημμένως θαυμάσει σε έργα του Wagner. Με την πάροδο των ετών ολοένα και περισσότερο πείθει για το γεγονός ότι το ταλέντο του, που αποκαλύφθηκε όταν ακόμα ήταν πολύ νέος, εξελίσσεται και γίνεται ολοένα και πιο ενδιαφέρον. Θα θυμίσουμε ότι είχε να εμφανιστεί στην Met από το 2010, όταν είχε σημειώσει το ντεμπούτο του προσφέροντας μια αξιομνημόνευτη ανάγνωση της όπερας «Πελλέας και Μελισάνθη» (Pelléas and Mélisande) του Claude Debussy. Όπως τότε, έτσι και τώρα, η συνεργασία του με την ορχήστρα της Met, κρίθηκε ιδιαίτερα καρποφόρα. Ξεδίπλωσε την βαγκνερική παρτιτούρα φωτίζοντας άπειρες ενορχηστρωτικές λεπτομέρειες (κυρίως στα ξύλινα πνευστά), που συνήθως δεν έρχονται στην επιφάνεια. Με πόση ηχητική γενναιοδωρία ακούγονταν τα έγχορδα και πόσο συναισθηματικά φορτισμένος υπήρξε ο σχηματισμός των φράσεων του αγγλικού κόρνου στην αρχή της τρίτης πράξης. Επιπλέον, ο Rattle εξερεύνησε σε βάθος τον πολύπλοκο συναισθηματικό κόσμο των ηρώων και φρόντισε να ακουστούν όλες οι διαβαθμίσεις των δυναμικών ορχήστρας και φωνών.

Οι μονωδοί που είχε στη διάθεσή του ήταν πραγματικά μεγάλης κλάσης. Αναλυτικότερα, η Nina Stemme πρότεινε μια Ιζόλδη άμεση και ηρωική. Η φωνή της είναι στις καλύτερές της στιγμές, με γεμάτα κέντρα και καθαρές υψηλές περιοχές. Δίπλα της, ο Stuart Skelton, με φωνή μεγάλης αντοχής (που σπάνια έδειχνε να λυγίζει μπροστά στον απαιτητικότατο ρόλο) απέδωσε ένα Τριστάνο τραγικό και δυναμικό. Η Ekaterina Gubanova  τραγούδησε με κύρος το μέρος της  Brangäne και με φωνή βαθιά και γεμάτη: εύκολα ξεχώρισε στον μονόλογο της πρώτης πράξης (Blaue Streifen) και σε εκείνον της δεύτερης πράξης (Einsam wachend in der Nacht).

Ο μπάσος René Pape χάρισε έναν Βασιλέα Μάρκο μεγαλοπρεπή, ερμηνεύοντας με το γνωστό του μουσικό κύρος και με προσοχή στην άρθρωση των λέξεων. Ο Evgeny Nikitin για το μέρος του Kurwenal επιστράτευσε συναισθηματική ένταση και στάθηκε στο ύψος των απαιτήσεων της παραγωγής. Θα αναφέρουμε και την συμμετοχή, σε μικρότερους ρόλους, των δύο καλλίφωνων νεαρών Αμερικανών τενόρων: Neal Cooper (Melot) και Alex Richardson (βοσκός).

"Don Giovanni" (φωτο: Metropolitan Opera)
“Don Giovanni” (φωτο: The Metropolitan Opera)

Ακριβώς δύο εβδομάδες αργότερα (22/10) παρακολουθήσαμε την μετάδοση της όπερας «Don Giovanni» του Wolfgang Amadeus Mozart, σε σκηνοθεσία του Michael Grandage, ο οποίος ακολουθεί παραδοσιακούς και ασφαλείς δρόμους.  Η παράσταση υπήρξε ικανοποιητική, σίγουρα όχι ιδιαίτερα πρωτότυπη και ευφάνταστη, καλύπτοντας ωστόσο τις απαιτήσεις του μεγάλου λυρικού θεάτρου.  Ο Ιταλός αρχιμουσικός Fabio Luisi διηύθυνε με γούστο και προσοχή στο μοτσάρτιο ύφος, όμως κάποιες φορές, οι εξαιρετικά  γρήγορες ταχύτητες που επέλεγε, είχαν σαν  αποτέλεσμα να χαθούν λεπτομέρειες της παρτιτούρας. Ακόμη, σε στιγμές, παρατηρήσαμε τους τραγουδιστές να πιέζονται στους σχηματισμούς των φράσεων και κυρίως στον χρόνο που χρειάζονταν για τις αναπνοές τους.

O Simon Keenlyside, που πριν από μερικά χρόνια αντιμετώπισε προβλήματα με τις φωνητικές του χορδές, απέδωσε έναν Don Giovanni, μουσικά και υποκριτικά πλήρη, όσο έπρεπε γοητευτικό και σατανικό. Πρόκειται για έναν ρόλο που ερμηνεύει εδώ και πολλά χρόνια, με αποτέλεσμα η έμπειρη γνώση του να έχει πολλά να προσφέρει στον ρόλο.

Οι τρεις κυρίες, Hibla Gerzmava  (Donna Anna), Malin Byström  (Donna Elvira) και Serena Malfi (Zerlina), με ωραίες φωνές και καλή τεχνική, ευχαρίστησαν. Ωστόσο, θα αναφέρουμε ότι η δραματική φωνή της Byström, θα ταίριαζε καλύτερα στον ρόλο της Donna Anna, τον οποίο η καλλιτέχνις έχει στο παρελθόν ερμηνεύσει με επιτυχία (κατά την διάρκεια σύντομης συνέντευξής της, που παρακολουθήσαμε στο διάλειμμα της μετάδοσης, η ίδια υπογράμμισε την ιδιαίτερη σχέση της με τον ρόλο της Donna Anna). Ο Leporello του  Adam Plachetka διέθετε χιούμορ και μπρίο. Ο Matthew Rose πρόσφερε έναν προσεγμένο μουσικά Masetto.  O Paul Appleby, με υπέροχη φωνητική άνεση, ειδικά στις νότες της υψηλής περιοχής (άρια πρώτης πράξης, τέταρτης σκηνής, Dalla sua pace), υπήρξε, δίχως άλλο, ένας αισθαντικός και ελκυστικός Don Ottavio. Τέλος, ο Kwangchul Youn απέδωσε τον ρόλο του Διοικητή  (Commendatre) με βαθιά φωνή και στιβαρή θεατρικότητα.

"Η Αγάπη από μακριά" (φωτο: Metropolitan Opera)
“Η Αγάπη από Μακριά” (φωτο: The Metropolitan Opera)

Προχωρώντας, στις 10/12, παρακολουθήσαμε την όπερα της σημαντικής σύγχρονης Φινλανδής συνθέτριας Kaija Saariaho (γ. 1952), με τίτλο «LAmour de Loin» (Η Αγάπη από Μακριά). Το έργο,  που  πρωτοπαρουσιάστηκε στις 15/8/2000, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ του Salzburg, εμπνέεται από τον  τροβαδούρο του 12ου αιώνα, Jaufré Rudel, ο οποίος έγραφε ερωτικά τραγούδια για γυναίκες που ζούσαν μακριά (του). Έχοντας στη διάθεσή της το ιδιαίτερα καλογραμμένο ποιητικό κείμενο του Λιβανέζου Amin Maalouf (γ. 1949), η Saariaho  προχώρησε στη σύνθεση μιας παρτιτούρας που περιέχει αισθησιακές συγχορδίες (ο Claude Debussy, συχνά μοιάζει να έχει επηρεάσει την δημιουργό αν και η ίδια σε συνεντεύξεις της δείχνει να μην παραδέχεται το γεγονός), μυστηριακές διαφωνίες και μια υπέροχη ενορχήστρωση. Είναι πραγματικά άξιος θαυμασμού ο τρόπος με τον οποίον εκείνη χειρίζεται και πλάθει το μουσικό της υλικό. Το έργο της ξεδιπλώνεται μέσα σε μια ονειρική και άκρως ποιητική ατμόσφαιρα. Σύμφωνα με την πλοκή, ο  Jaufré ερωτεύεται την Clemence, για την οποία τραγουδά πριν καν την γνωρίσει και την συναντήσει διαισθανόμενος ότι πρόκειται για την ιδανική γυναίκα των επιθυμιών του. Ο προσκυνητής είναι εκείνος που τους φέρνει κοντά για να δηλώσουν την αγάπη τους, προτού ο τροβαδούρος φύγει για πάντα από την ζωή.

"Η Αγάπη από μακριά" (φωτο: The Metropolitan Opera)
“Η Αγάπη από Μακριά” (φωτο: The Metropolitan Opera)

Ο σκηνοθέτης Robert Lepage, συνεργαζόμενος με τους Michael Curry (σκηνικά-κοστούμια) και Kevin Adams (φωτισμοί) έστησε με μεγάλη φαντασία εικόνες φωτός και νερού, που έδιναν διαστάσεις ακριβώς στην απαιτούμενο ονειρικό ύφος της παρτιτούρας και στην γεφύρωση της ζωής με τον έρωτα και με τον θάνατο. Η δουλειά του ήταν πραγματικά απολαυστική για τα μάτια.

Το μουσικό μέρος της παράστασης ήταν εξίσου ιδιαίτερο.  Η Φινλανδή αρχιμουσικός Susanna Mälkki εκμαίευσε εξαίσια ηχοχρώματα από τους μουσικούς της ορχήστρας της Met και καθοδήγησε τους τρεις  μονωδούς με προσοχή. Οι Susanna Phillips (Clémence), Eric Owens (Jaufré) και Tamara Mumford (προσκυνητής) βούτηξαν με μεγάλη προθυμία στα βαθιά νερά των ρόλων τους και με φωνές καλοδουλεμένες και εύηχες, έδωσαν σωστές και απολύτως ελκυστικές μουσικές ερμηνείες. Άριστες εντυπώσεις άφησε και η τονικά και εκφραστικά άψογη χορωδία. Ασφαλώς, οι υποδείξεις της ίδιας της Saariaho, που ήταν παρούσα στις πρόβες και στις παραστάσεις, συνέδραμαν στο σφαιρικά ολοκληρωμένο τελικό αποτέλεσμα.

"Nabucco" (φωτο: Metropolitan Opera)
“Nabucco” (φωτο: The Metropolitan Opera)

Συνεχίζοντας, στις 7/1, ο Placido Domingo, που τα τελευταία χρόνια  ερμηνεύει αποκλειστικά ρόλους βαρύτονου, έχοντας αφήσει πίσω του το ρεπερτόριο του τενόρου, επωμίσθηκε τον ρόλο του Nabucco στην ομώνυμη όπερα του Giuseppe Verdi. Προφανώς υπήρξε μια παραγωγή που δομήθηκε γύρω από τον διάσημο καλλιτέχνη, ο οποίος λίγο καιρό μετά την εν λόγω παράσταση γιόρτασε τα εβδομηκοστά πέμπτα του γενέθλια (ακριβώς στις 21/1). Η φωνή του είναι σε πολύ καλή κατάσταση,  η υποκριτική του δεινότητα είναι πραγματικά μοναδική και η θέρμη της προσωπικότητάς πείθει από την πρώτη στιγμή. Ένας πραγματικά χαρισματικός καλλιτέχνης που έχει ακόμα πολλά να δώσει. Κατέχοντας σε βάθος το σύμπαν του Verdi και έχοντας ερμηνεύσει μεγάλο αριθμό πρωταγωνιστικών ρόλων σε όπερές του, προέβη σε μια συναρπαστική ενσάρκωση του ήρωα. Βεβαίως, το ηχόχρωμα και η ποιότητα της φωνής του παραμένουν στο σύμπαν του τενόρου (αυτά δεν αλλάζουν εύκολα), αλλά η αμεσότητα και η πηγαία έκφρασή του σε έκαναν να θέλεις να τον ακούς ακόμα και σε ένα ρεπερτόριο που (κατά την γνώμη μας) δεν «κάθεται» πάντα άνετα στη φωνή του.

Γύρω του, στην παράσταση αυτή, είχαμε την ευκαιρία να θαυμάσουμε τις ωραίες φωνές της Liudmyla Monastyrska, η οποία αντιμετώπισε ιδιαίτερα πειστικά την υψηλή έκταση και τις δραματικές απαιτήσεις του ρόλου της  σκλάβας της Βαβυλώνας, Abigaille, και της φωνητικά και τεχνικά εντυπωσιακής Jamie Barton,  στον ρόλο της κόρης του Nabucco, Fenena. Στους ανδρικούς ρόλους, οι Russell Thomas (Ismaele) και Dmitry Belosselskiy (Zaccaria), στάθηκαν και τραγούδησαν με εντυπωσιακή μουσική και εκφραστική πληρότητα.

Η χορωδία ξεχώρισε για την ηχητική της ομοιογένεια και την μουσική της εκφραστικότητα. Ο  πολύπειρος James Levine, που διηύθυνε την παράσταση και υπήρξε σημαντικός μοχλός του επιτυχημένου αποτελέσματος, στην τρίτη πράξη, την προέτρεψε να επαναλάβει το δημοφιλές χορωδιακό «Va, pensiero, sull’ali dorate», δίχως άλλο ευχαριστώντας το κοινό, που χειροκρότησε με θέρμη την ερμηνεία. Ο ίδιος, ένας από τους μεγάλους μαέστρους όπερας της εποχής μας, με πολλά και σοβαρά προβλήματα υγείας τα οποία ευτυχώς δεν τον εμποδίζουν από το να παραμένει ενεργός στο podium (αν και υποχρεώνεται να κάθεται σε αναπηρική καρέκλα), καθοδήγησε τους τραγουδιστές με εφηβικό ενθουσιασμό και πατρικό ενδιαφέρον. Η μεγαλοπρέπεια, η δραματική ένταση, αλλά και ο στοχασμός της νεανικής παρτιτούρας του Verdi (η όπερα παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το 1842, στο Teatro alla Scala του Μιλάνου) βρήκε στο πρόσωπό του έναν ικανότατο ερμηνευτή.

Ο γνωστός από πολλές οπερατικές παραγωγές Αυστραλός σκηνοθέτης Elijah Moshinsky και η ομάδα του (John Napier, σκηνικά, Andreane Neofitou, κοστούμια, Howard Harrison, φωτισμοί) είχαν σχεδιάσει την εν λόγω παραγωγή πριν από δεκαπέντε χρόνια, αποσπώντας θετικές κριτικές. Η εικαστική άποψη μένει κοντά στα ζητούμενα της βιβλικής ιστορίας, με ογκώδη σκηνικά εποχής, καλά σχεδιασμένα κοστούμια και καλά εστιασμένους φωτισμούς. Υπεύθυνος για την   αναβίωση ήταν ο προσεκτικός J. Knighten Smit, που έμεινε πιστός στην αρχική άποψη του Moshinsky, την οποία έχουμε εκτιμήσει σε DVD (Deutsche Grammophon, DVD-VIDEO NTSC 0440 073 0779 3 GH).

 

 

Κριτικός Μουσικής, καθηγητής Ανώτερων Θεωρητικών, Σύνθεσης και Πιάνου, πρόεδρος του Σωματείου Ελλήνων Κριτικών Μουσικής, Θεάτρου και Χορού, πρόεδρος του Διεθνούς Μουσικού Σωματείου Gina Bachauer, πρόεδρος του Διεθνούς Μουσικού Σωματείου C.V. Alkan - P.J.G. Zimmerman, καλλιτεχνικός διευθυντής του Διεθνούς Διαγωνισμού Πιάνου C.V. Alkan - P.J.G. Zimmerman και καλλιτεχνικός διευθυντής του Πανελλήνιου Μουσικού Διαγωνισμού Μαρίας Χαιρογιώργου-Σιγάρα.