Ο Ruggero Leoncavallo (1857-1919) είναι γνωστός στους περισσότερους λάτρεις του μελοδράματος από ένα και μοναδικό του έργο: τη διάσημη όπερα με τίτλο «Pagliacci».
Γεννημένος στη Νάπολη, μια πόλη με ιδιαίτερη παράδοση στη μουσική, από πατέρα δικαστή, δεν άργησε να δείξει τα μουσικά του χαρίσματα. Για ένα διάστημα, ως παιδί, ακολούθησε τον πατέρα του στην πόλη Montalto Uffugo, της Νότιας Ιταλίας, ωστόσο επέστρεψε στην Νάπολη για τις μουσικές του σπουδές τις οποίες πραγματοποίησε στο περίφημο Ωδείο San Pietro a Majella (Conservatorio di San Pietro a Majella, του οποίου η ιστορία ξεκινά κατά τα πρώτα χρόνια του 16ου αιώνα. Σήμερα φιλοξενεί μια από τις μεγαλύτερες συλλογές σπάνιων μουσικών χειρογράφων της Ιταλίας). Για άλλη μια φορά εγκαταλείπει τη γενέτειρα πόλη του το 1879 για να μεταβεί στο Κάιρο, όπου ο θείος του, Giuseppe, ήταν διευθυντής του Υπουργείου Εξωτερικών της Αιγύπτου. Εκεί εργάζεται ως δάσκαλος πιάνου, εγκαταλείποντας την Αίγυπτο μερικά χρόνια αργότερα (1882) για το Παρίσι, όπου βρίσκει δουλειά παίζοντας σε διάφορα cafès, ενώ συνθέτει το πρώτο του σημαντικό έργο, ένα συμφωνικό ποίημα με τίτλο «La Nuit De Mai» (Η Νύχτα του Μαΐου) εμπνευσμένο από την ποίηση του Alfred de Musset. Το έργο γνώρισε επιτυχία και σύντομα, έχοντας αρχίσει να αναγνωρίζεται ως συνθέτης, επιστρέφει στην Ιταλία. Την περίοδο που η όπερα «Cavalleria rusticana» (1890) του ομότεχνού του Pietro Mascagni (1863-1945) χειροκροτείται με ενθουσιασμό από κοινό και κριτικούς, εκείνος αποφασίζει να δώσει τη δική του όπερα, μέσα στο πνεύμα του ιταλικού βερισμού (verismo). Έτσι, με μεγάλη διάθεση και ενθουσιασμό, συνθέτει τη μουσική και επιπλέον γράφει το ποιητικό κείμενο (libretto) της όπερας «Pagliacci». Το τραγικό θέμα του έργου, σύμφωνα με τη μαρτυρία του ίδιου του δημιουργού του, είναι εμπνευσμένο από μια υπόθεση δολοφονίας την οποία είχε κάποτε δικάσει ο πατέρας του.
Η υπόθεση της δίπρακτης όπερας, που παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο Teatro Dal Verme του Μιλάνου (21 Μαΐου 1892), διαδραματίζεται στην Καλαβρία και τοποθετείται ανάμεσα στα έτη 1865 και 1870, κατά την ημέρα της εορτής της Κοίμησης της Θεοτόκου. Στρέφεται γύρω από μια ομάδα ηρώων της commedia dell’arte. Ο ακροατής-θεατής γίνεται μάρτυρας της ζωής και των χαρακτήρων τους. Η πρώτη πράξη παρουσιάζει τις δράσεις τους πριν από την παράσταση, ενώ η δεύτερη πράξη αποτελεί την ίδια την παράστασή τους. Οι έρωτες και οι ζήλιες τους, τελικά οδηγούν σε φόνους και θανάτους.
Η Εθνική Λυρική Σκηνή, παρουσίασε το εν λόγω έργο, στο πλαίσιο του επιτυχημένου κύκλου παραστάσεων του προγράμματος «Όπερα της Βαλίτσας», το οποίο εγκαινιάστηκε το 2011, πραγματοποιείται με αποκλειστική δωρεά του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος και σκοπό έχει να φέρει την όπερα πιο κοντά σε κατοίκους διαφορετικών πόλεων της Ελλάδας, που δύσκολα θα είχαν πρόσβαση σε “ζωντανές” παραστάσεις.
Παρακολουθήσαμε την παράσταση που δόθηκε στις 19/5 στην Τεχνόπολη (Γκάζι). Οι τραγουδιστές ήταν ντυμένοι με κοστούμια που εμπνέονταν από εκείνα του τσίρκου και λιγότερο της commedia dell’ arte, τα σκηνικά ήταν απλά, αλλά εύγλωττα (ο σχεδιασμός των σκηνικών και των κοστουμιών ανήκε στον Γιάννη Κατρανίτσα), ενώ η ατμόσφαιρα του περιπλανώμενου θιάσου έφθανε με τα κατάλληλα μέσα στο κοινό. Ο ικανότατος σκηνοθέτης Ισίδωρος Σιδέρης προέτρεψε τους τραγουδιστές να αποδώσουν με ανάγλυφο τρόπο τα συναισθήματα των ρόλων τους, ενίοτε κινώντας τους με κοφτές-μηχανικές κινήσεις, σαν κουρδιστές κούκλες.
Τον ρόλο του Canio, αρχηγού της ομάδας των ηθοποιών του έργου, κράτησε ο νεαρός τενόρος Γιώργος Ζωγράφος, που πριν από μερικά χρόνια είχε αποσπάσει την Υποτροφία Μαρία Κάλλας. Τον είχαμε ακούσει για πρώτη φορά κατά τη διάρκεια σεμιναρίων της σημαντικής υψιφώνου Ζανέτ Πηλού (Αίθουσα Διδασκαλίας της Βιβλιοθήκης Λίλιαν Βουδούρη, 5-9/3/2012). Από την αρχή μάς εντυπωσίασαν οι δυνατότητές του, το μέγεθος της φωνής και η πηγαία έκφρασή του. Επί σκηνής, τον εκτιμήσαμε για πρώτη φορά στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών (Αίθουσα Αλ.Τριάντη, 18/1/2014), στον ρόλο του Macduff (Giuseppe Verdi, Macbeth), σε παραγωγή, πάλι της ΕΛΣ. Παρακολουθώντας τον στην τελευταία παραγωγή της όπερας του Leoncavallo, είχαμε την ευκαιρία να ανανεώσουμε τις θετικές μας εντυπώσεις. Πιο συγκεκριμένα, κατά τα τελευταία αυτά χρόνια έχει σαφώς ωριμάσει τόσο από δραματικής όσο και από μουσικής άποψης. Πρόσφερε έναν Canio άμεσο και τραγικό. Στο τέλος της πρώτης πράξης, έφερε στην επιφάνεια τη μοναξιά και τη μελαγχολία του ήρωα προτείνοντας μια ψυχικά φορτισμένη άρια Vesti la giubba. Περιμένουμε να τον ακούσουμε και πάλι, ενώ είμαστε πεπεισμένοι ότι θα συνεχίσει (όπως, εξάλλου, οφείλει) να δουλεύει την τεχνική του, που ασφαλώς θα τον οδηγήσει στη σωστή εξερεύνηση-μελέτη και άλλων μεγάλων δραματικών ρόλων.
Το μέρος της Nedda, γυναίκας του Canio, κράτησε η υψίφωνος Μαρία Κόκκα. Υπήρξε πειστική στην ανάδειξη της θεατρικής ενεργητικότητας της τσαχπίνας ηρωίδας, εντούτοις, βρήκαμε ότι οδηγήθηκε στα όρια των φωνητικών δυνατοτήτων της, αντιμετωπίζοντας έναν ρόλο, που απαιτεί φωνή πιο γεμάτη, δραματικά μεστή και με μεγαλύτερη άνεση στην αντιμετώπιση των μουσικών φθόγγων της υψηλότερης φωνητικής έκτασης.
Εντυπωσιακός υπήρξε ο βαρύτονος Πέτρος Σαλάτας στον ρόλο του μοχθηρού Tonio. Ο Σαλάτας είναι ένας ακόμα από τους Έλληνες τραγουδιστές της νεότερης γενιάς που διαθέτει φωνή πολλών δυνατοτήτων, γεμάτη, σωστά τοποθετημένη και ιδιαίτερη σε ηχόχρωμα. Τον ακούμε κάθε φορά με ευχαρίστηση.
Ο τενόρος Νίκος Στεφάνου πρόσφερε έναν Beppe χαρισματικό σε τραγούδι και κίνηση. Ικανοποίησε με την τονικά ακριβή και ευαίσθητων αποχρώσεων φωνή του, όπως επίσης και με την πάντα σωστά εστιασμένη μουσική του έκφραση και τη γενικότερη ευγένεια της απόδοσής του.
Ο βαρύτονος Χάρης Ανδριανός επιστράτευσε την εμπειρία του προσφέροντας έναν γοητευτικό Silvio.
Ο χορευτής-χορογράφος Διονύσης Τσαφταρίδης στον ρόλο του προαιώνιου παλιάτσου, που προστέθηκε από τον σκηνοθέτη, κινήθηκε με ευελιξία και έκφραση συνοδεύοντας τους τραγουδιστές και σχολιάζοντας με το σώμα του την πλοκή και τα συναισθήματα που προέκυπταν.
Το μέρος της ορχήστρας στην πιανιστική του αναγωγή ερμήνευσε ο Φρίξος Μόρτζος, ντυμένος και αυτός σαν παλιάτσος: με υφολογική ευστοχία, κατάλληλα χρωματισμένη οπερατική ένταση, δακτυλική ευελιξία και μεγάλο ήχο (που έβγαινε μέσα από ένα όρθιο πιάνο), κινήθηκε άνετα απέναντι σε μια παρτιτούρα απαιτήσεων, με άπειρες νότες και τεχνικές προκλήσεις.