Ο πιανίστας Σωτήρης Λουίζος
Ο ήχος του σύγχρονου πιάνου απέχει αρκετά από εκείνον των οργάνων που είχαν στη διάθεσή τους οι συνθέτες της λεγόμενης εποχής του ρομαντισμού. Γνωρίζουμε πολύ καλά ότι ο Franz Liszt λάτρευε τον μεγάλο ήχο των πιάνων της Γαλλικής εταιρείας Érard, ενώ ο Frédéric Chopin εκτιμούσε ιδιαίτερα τα -επίσης, γαλλικά- πιάνα Pleyel με τις ευαίσθητες ηχητικές αποχρώσεις και έλεγε ότι ήταν “η τελευταία λέξη της τελειότητας”. Τα πιάνα τα οποία χρησιμοποιούνται σήμερα έχουν έναν ήχο σαφώς πιο εντυπωσιακό σε έκταση, όμως μάλλον σκληρό, και ενώ ασφαλώς έχουν μεγαλύτερη ανθεκτικότητα από ότι τα προγενέστερα, τελικά δεν παρέχουν στον ερμηνευτή την κλίμακα των ποικίλων αποχρώσεων εκείνων των παλαιότερων. Είναι μάλλον αμφίβολο το κατά πόσο θα ήταν αρεστά τα σύγχρονα όργανα, στους μουσουργούς παλαιότερων εποχών. Η σκέψη αυτή έχει οδηγήσει αρκετούς πιανίστες να αναζητήσουν πιστές αντιγραφές παλαιών πιάνων ή ακόμα και επισκευασμένα πιάνα εποχής. Ο συντάκτης της παρούσας στήλης είχε αρκετές φορές στο παρελθόν την ευκαιρία, κατά τη διάρκεια επισκέψεων σε μεγάλες πόλεις της Ευρώπης, να έρθει σε άμεση και στενή επαφή με παλαιά πληκτροφόρα, και μάλιστα όχι μόνον με pianoforti αλλά και με fortepiani, όπως και με άλλα ακόμα πιο παλαιά όργανα, λ.χ. cembali ή virginals. Ακούγοντας τα έργα ερμηνευμένα στα όργανα για τα οποία γράφτηκαν, αποτελεί μια ιδιαίτερη εμπειρία, αφού ο ηχητικός κόσμος που οι ίδιοι οι συνθέτες άκουγαν, φθάνει περίπου ατόφιος στα αυτιά του σύγχρονου ακροατή και δίνει μια ορθή ηχητική εντύπωση.
Όμως και η τέχνη του toucher έχει αλλάξει. Συγκρίνοντας κανείς ηχογραφήσεις πιανιστών προηγούμενων γενεών, με εκείνες πολλών μουσικών της παρούσας εποχής, εύκολα παρατηρεί, ότι οι παλαιότεροι σολίστ σέβονταν περισσότερο και γνώριζαν καλύτερα, όχι μόνο το νόημα της μουσικής αλλά και το ίδιο το όργανο (μολονότι περίπου όλοι έπαιζαν σε μοντέρνα πιάνα). Η πλειοψηφία των σύγχρονων βιρτουόζων κυριολεκτικά κτυπάει με επιθετικότητα τα πλήκτρα στοχεύοντας στην παραγωγή ενός μεταλλικού και σκληρού ήχου (ενίοτε, «κοπανιστού»), ο οποίος μάλλον βλάπτει τη μουσική και δεν δικαιώνει τα έργα. Δεν τολμά να αναλογισθεί κανείς τι θα είχε σκεφθεί ένας Chopin εισπράττοντας έναν τέτοιο ήχο και ακόμα περισσότερο, αναγνώσεις ερμηνευτών που μέσα στην υπερβολή τους και στην προσπάθεια να εντυπωσιάσουν με γρήγορα tempi και επιθετικές ατάκες μουσικών φράσεων, κάθε άλλο παρά δικαιώνουν το μουσικό κείμενο.
Πραγματική ανάσα δροσιάς αποτέλεσε το ρεσιτάλ του γεννημένου στην Κέρκυρα νέου πιανίστα Σωτήρη Λουίζου, με το εκλεπτυσμένο toucher, που παρακολουθήσαμε στο Αμφιθέατρο του Ιδρύματος Β. & Μ. Θεοχαράκη (5/11/2015). Βεβαίως, είχαμε πολλές φορές στο παρελθόν την χαρά να τον εκτιμήσουμε σε εμφανίσεις του (ρεσιτάλ και συμπράξεις με ορχήστρες) και οι εντυπώσεις ήταν πάντα ιδιαίτερα θετικές, εντούτοις, σε αυτό το τελευταίο ρεσιτάλ του, δεν μπορούμε να κρύψουμε το γεγονός, ότι ο ίδιος πέτυχε να αγγίξει υψηλές κορυφές ερμηνευτικής τελειότητας, που ξεπερνούσαν ό,τι άλλο είχε προσφέρει μέχρι τώρα. Το πρόγραμμα με τίτλο «Τα όψιμα έργα του Frédéric Chopin» καλύφθηκε αποκλειστικά από έργα του κορυφαίου Πολωνού συνθέτη. Ειδικότερα, στην Berceuse Op. 57, ο Λουίζος έφερε στην επιφάνεια την τρυφερότητα με ζηλευτή αισθαντικότητα και δίχως ίχνος υπερβολής στην έκφραση. Οι τεράστιες μουσικές και τεχνικές απαιτήσεις της μεγάλης Σονάτας αρ. 3, Op. 58, τον βρήκαν πανέτοιμο και σε εκπληκτική φόρμα: στοχεύοντας σε μια ανάγνωση βαθιά, που δεν είχε σκοπό να εντυπωσιάσει με διάφορα ερμηνευτικά τεχνάσματα, ξεδίπλωσε προσεκτικά, με σκέψη και δακτυλική βεβαιότητα, τις μεγάλες φράσεις, τον ασυγκράτητο ρομαντισμό και την συναισθηματική ένταση του έργου, φροντίζοντας να υπογραμμίσει την καλοδεμένη στρουκτούρα της παρτιτούρας. Το υπόλοιπο πρόγραμμα καλύφθηκε από τα Νυχτερινά Op. 62, αρ. 1 και 2, την Βαρκαρόλα Op. 62 και την Πολωνέζα-Φαντασία (Polonaise-Fantaisie), Op. 61: ο πιανίστας χάρισε εδώ ευαίσθητες στιγμές ψυχικής ανάτασης, καλά υποστηριγμένες μουσικές φράσεις και έναν ήχο διάφανο, ποιοτικό, με προοπτική και ωραίες αποχρώσεις. Επίσης, θα αναφέρουμε, ότι ο πλούσιος και συχνά τόσο τολμηρός αρμονικός κόσμος της Polonaise-Fantaisie, ευτύχησε στα δάχτυλά του.
Το σύνολο “Trio 92”
Τρείς άλλους νέους ταλαντούχους μουσικούς, εκείνους που σχηματίζουν το “Trio 92”, (Maciej Skarbek, πιάνο, Nitzan Bartana, βιολί, και Λουκία Λουλάκη), ακούσαμε σε συναυλία μουσικής δωματίου, που πραγματοποιήθηκε στην Αίθουσα Δημήτρης Μητρόπουλος (22/1) και εντάχθηκε στον Κύκλο Schubert. Θα σημειώσουμε ότι το “Trio 92” εδρεύει στη Βιέννη και πραγματοποιεί εμφανίσεις σε διάφορες χώρες, ενώ συχνά δίνει συναυλίες στη χώρα μας. Το πρόγραμμα, που ακούσαμε κατά την πρόσφατη αθηναϊκή του εμφάνιση, καλύφθηκε από δύο πραγματικούς ογκόλιθους της υπερπολύτιμης σουμπέρτιας παραγωγής, έργα ολοκληρωμένα κατά την τελευταία δημιουργική περίοδο της τραγικά σύντομης ζωής του δημιουργού: ο λόγος για το Trio για πιάνο αρ. 1, D 898 (Op. 99) και το Τrio για πιάνο, D 929 (Op. 100). Οι μουσικοί απέδειξαν ότι ήταν σε θέση καταρχήν να κρατήσουν την μεγάλη μουσική γραμμή των δύο αυτών εκτενών σε διάρκεια τετραμερών έργων. Με σωστή αίσθηση του στυλ και των μουσικών ζητουμένων, πρόσφεραν ερμηνείες υψηλού γούστου και δυνατής αφήγησης. Η καθαρότητα της έκφρασης της Bartana, ο θερμός ήχος της Λουλάκη, σε συνδυασμό με την δεξιοτεχνική ευχέρεια, την καθαρότητα και τον ενθουσιασμό του παιξίματος του Skarbek, έδωσαν στις παρτιτούρες τις διαστάσεις που έπρεπε. Το αργό μέρος, Andante un poco mosso, του D 898 χρωματίστηκε με την απαιτούμενη λυρική έκφραση, ενώ εκείνο, Andante con moto, του D 929, με ασυγκράτητη τραγική απόγνωση. Η αμεσότητα του vibrato των εγχόρδων και το ωραίο cantabile legato τους, όπως και η γεμάτη νεανική ζέση ερμηνεία του πιανίστα, πρόσθεταν ποιότητες στις εκτελέσεις των έργων.
Τέλος, στην ίδια ακριβώς αίθουσα, και στο πλαίσιο πάντα του ίδιου Κύκλου Schubert, ακούσαμε το Liederabend, που πρόσφεραν οι Λένια Ζαφειροπούλου (σοπράνο) και Αλεξάνδρα Παπαστεφάνου (πιάνο). Οι δύο κυρίες προσέγγισαν με έμπειρη γνώση, συνέπεια και αγάπη, Lieder αποκλειστικά του τιμώμενου Αυστριακού μουσουργού: πέντε τραγούδια για το νερό (Fischerweise, D 881, Die Forelle, D 550, Der Fluss, D 693, Auf dem Wasser zu singen, D 774, και Der Fischers Liebesglück, D 933) όπως και τον ύστατο κύκλο τραγουδιών με γενικό τίτλο Schwanengesang (Κύκνειο Άσμα), D 957. Εδώ οφείλουμε να θυμίσουμε, ότι τα τραγούδια του Schwanengesang, συγκεντρώθηκαν και εκδόθηκαν μετά τον θάνατο του συνθέτη, από τον γνωστό εκδότη και υποστηρικτή του, Tobias Haslinger (φίλο και συνεργάτη επίσης του Ludwig van Beethoven), και όχι από τον ίδιο τον Schubert, ο οποίος δεν τα είχε φανταστεί ως κύκλο.
Ο σχηματισμός των φράσεων, η προσοχή στο κτίσιμο και στην απόδοση των συναισθημάτων κάθε έργου, υπήρξαν ανάμεσα στις αρετές των αναγνώσεων που προτάθηκαν. Κατά τη διάρκεια του Schwanengesang, η μουσικότητα, η ευαισθησία και η γλυκιά φωνή της Ζαφειροπούλου, σε συνδυασμό με το μεγάλης αμεσότητας και πάντα ουσιώδες παίξιμο της Παπαστεφάνου, το οποίο συχνά έφερνε σε πρώτο πλάνο (και με γούστο) την υποδειγματική πιανιστική γραφή των παρτιτούρων, προσέδιδαν την ανάλογη αξία σε κάθε ένα από τα υπέροχα έργα του Schubert και δημιουργούσαν ατμόσφαιρα. Μια ιδιαίτερα γόνιμη συνεργασία σε ένα πρόγραμμα αξιώσεων.