Φεστιβαλικές ημέρες στο Λονδίνο

 

Η Συμφωνική Ορχήστρα του BBC, υπό τον Sir Andrew Davis, στο Φεστιβάλ Proms του Λονδίνου.

 

Η δραματική μείωση του αριθμού των διεθνών προδιαγραφών θερινών εκδηλώσεων κλασικής μουσικής στην χώρα μας, μας υποχρεώνει ολοένα και περισσότερο να ταξιδεύουμε προκειμένου να βρίσκουμε μουσικό καταφύγιο στους κόλπους των μεγάλων ευρωπαϊκών φεστιβάλ, που συνεχίζουν εδώ και πολλές δεκαετίες (κάποια έχουν ξεπεράσει τον αιώνα) την προσφορά τους με μεγάλη συνέπεια. Θυμόμαστε πόσο σημαντικό υπήρξε κάποτε για την λόγια μουσική και το δικό μας Φεστιβάλ Αθηνών (έτος ίδρυσης 1955), το οποίο σήμερα μόλις και μετά βίας έχει να προτείνει συναυλίες κλασικής μουσικής (ελάχιστες σημαντικές μετακλήσεις σολίστ και συνόλων από το εξωτερικό) που μετρώνται στα δάχτυλα του ενός χεριού (οι παραστάσεις όπερας, συνήθως δύο παραγωγές, ανήκουν στην Εθνική Λυρική Σκηνή).

Το Λονδίνο εδώ και αιώνες υπήρξε μια ιδιαίτερα φιλόμουση πρωτεύουσα, που κέντριζε και συνεχώς κεντρίζει το ενδιαφέρον σημαντικών μουσικών προσωπικοτήτων. Θυμίζουμε ότι κατά τον 18ο αιώνα ένας από τους κορυφαίους συνθέτες της εποχής του, ο Γερμανός Georg Friedrich Händel (αργότερα, George Frideric Handel, 1685-1759, από το 1712 επέλεξε το Λονδίνο ως μόνιμη έδρα δημιουργώντας εκεί τα σημαντικότερα αριστουργήματά του. Επίσης, τον Δεκέμβριο του 1790, όταν ήδη ήταν γνωστός ως ο παμμέγιστος συνθέτης της εποχής του, ο Franz Joseph Haydn (1732-1809) πραγματοποιούσε την πρώτη του επίσκεψη (από τις συνολικά δύο) στην βρετανική πρωτεύουσα. Η υποδοχή που του επιφυλάχθηκε υπήρξε όντως λαμπρή. Και τόσοι άλλοι επιφανείς ομότεχνοι των παραπάνω διατηρούσαν στενές σχέσεις με το Λονδίνο (αναφέρουμε, τον πολύτιμο Ρομαντικό μουσουργό, πιανίστα και συνθέτη, Felix Mendelssohn Bartholdy, 1809-1847). Σήμερα παραμένει πυρήνας και κέντρο πολιτισμού της Ευρώπης και του κόσμου.

Κατά κοινή ομολογία ένα από τα μεγαλύτερα ευρωπαϊκά Φεστιβάλ (οι Άγγλοι κηρύττουν ότι πρόκειται για το μεγαλύτερο γενικά!) είναι το Proms Festival του Λονδίνου (ορθότερα, BBC Proms), που προσφέρει πάνω από εβδομήντα έξοχες συναυλίες κάθε χρόνο. Ιδρύθηκε το 1895 από τον επιχειρηματία και φιλόμουσο Robert Newman, ο οποίος ήρθε σε επαφή με τον αρχιμουσικό Sir Henry Wood, προκειμένου να δημιουργήσει μια σειρά συναυλιών, που θα εκπαίδευαν και θα ψυχαγωγούσαν το ευρύτερο φιλόμουσο κοινό.  Ο Sir Henry διηύθυνε αυτές τις συναυλίες για πάνω από μισόν αιώνα, αξιοποιώντας το εγχώριο δυναμικό αλλά και μετακαλώντας σολίστ και συνθέτες από διάφορα μέρη του κόσμου. Οι συναυλίες αυτές δίνονταν στο Queen’s Hall, μέχρι που αυτό καταστράφηκε από βομβαρδισμό το 1941. Έκτοτε οι συναυλίες πραγματοποιούνται στο λαμπρό Royal Albert Hall, που εγκαινιάστηκε από την Βασίλισσα Βικτωρία το 1871 και μπορεί να φιλοξενήσει πάνω από πέντε χιλιάδες άτομα. Αξίζει να σημειωθεί ότι κατά τις συναυλίες των Proms, στο μέρος της αρένας του Albert Hall στέκονται πολλοί ακροατές παρακολουθώντας όρθιοι τις συναυλίες, με αποτέλεσμα ο συνολικός αριθμός ακροατών να φθάνει τους έξι χιλιάδες!

Τα Proms ποτέ δεν έχασαν την δημοτικότητά τους και καθημερινά βλέπει κανείς ακροατές να σχηματίζουν ουρές τεράστιες αναμένοντας την αγορά ενός εισιτηρίου. Το Φεστιβάλ ετησίως προσφέρουν πάνω από εβδομήντα συναυλίες (οι συναυλίες μουσικής δωματίου δίνονται στο Cadogan Hall) με εκλεκτούς συντελεστές. Ο συντάκτης του παρόντος άρθρου, από την παιδική του ηλικία, είχε την τύχη να παρακολουθήσει σπουδαίες συναυλίες στο πλαίσιο αυτού του θεσμού. Με συγκίνηση και νοσταλγία θυμάται να ανακαλύπτει πολλά από τα κεφαλαιώδους έργα της μουσικής φιλολογίας στον χώρο αυτόν (πάντα κρατώντας μια παρτιτούρα μελέτης στα χέρια) εισπράττοντας πολύτιμες ερμηνείες από τα από διάσημα σύνολα. Θυμάται αρχιμουσικούς του μεγέθους ενός Carlo Maria Giulini, ενός Kurt Sanderling, ενός Sir Charles Groves και ενός Mstislav Rostropovich, που δυστυχώς δεν βρίσκονται πλέον ανάμεσά μας, να παραδίδουν αξιομνημόνευτες αναγνώσεις.

Κατά την φετινή μας θερινή επίσκεψη στην Βρετανική πρωτεύουσα (20-30/7), παρακολουθήσαμε τέσσερις συναυλίες των Proms.

Ο αρχιμουσικός Thomas Søndergård.

Ειδικότερα, στις 21/7, ο Δανός αρχιμουσικός Thomas Søndergård διηύθυνε την Εθνική Ορχήστρα του ΒBC της Ουαλίας (BBC National Orchestra of Wales), της οποίας διατηρεί την θέση του κύριου αρχιμουσικού. Η βραδιά εγκαινιάστηκε με το Κοντσέρτο για εκκλησιαστικό όργανο, τύμπανα και έγχορδα, που ολοκληρώθηκε το 1938 από τον Francis Poulenc. O συνθέτης, φανερά επηρεασμένος από την μπαρόκ μουσική και κυρίως από εκείνη του Johann Sebastian Bach, προχώρησε στη σύνθεση ενός μεγαλειώδους κοντσέρτου. Ο σολίστ James ODonnell, από το έτος 2000 οργανίστας του Westminster Abbey, απέδωσε το έργο με ιδιαίτερη μεγαλοπρέπεια. Ο τεράστιος ήχος του εκκλησιαστικού οργάνου κυριολεκτικά δέσποζε από την αρχή μέχρι το τέλος του έργου. Η συνοδεία που του πρόσφεραν μαέστρος και ορχήστρα, ήταν υψηλής κλάσης και ιδιαίτερα φροντισμένη στην λεπτομέρεια του σχηματισμού των φράσεων.

Ακολούθησε μια ακόμα γνωστή παρτιτούρα του 20ου αιώνα, εκείνη της Συμφωνίας των Ψαλμών του Igor Stravinsky. Το έργο αυτό, γραμμένο το 1930 ως παραγγελία για την συμπλήρωση 50 ετών της Συμφωνικής Ορχήστρας της Βοστόνης, έτυχε μιας προσεγμένης ερμηνείας. Ο Søndergård ενθάρρυνε την ορχήστρα και την εξαιρετική BBC National Chorus of Wales να φέρουν στην επιφάνεια τα νεοκλασικά στοιχεία, την καλοδουλεμένη αντίστιξη και την θρησκευτική πνοή της σύνθεσης. Η τονική ακρίβεια της χορωδίας και της ορχήστρας, σε συνδυασμό με την κρυστάλλινη ηχητική καθαρότητα, είχαν πολλά να προσφέρουν.

Το δεύτερο μέρος της συναυλίας άνοιξε με το Te Deum αρ. 2, Hob. XXIIIc: 2, του Franz Joseph Haydn, που ανήκει στην απολύτως τελευταία δημιουργική περίοδο του μουσουργού, γραμμένο το 1800 μετά από παραγγελία της Αυτοκράτειρας Μαρίας Θηρεσίας. Το σπάνιας λαμπρότητας αυτό έργο, περίπου δεκάλεπτης διάρκειας, βρήκε την χορωδία και την ορχήστρα σε έξοχη φόρμα. Οι γεμάτοι ενέργεια ρυθμοί (πόση αισιοδοξία μοιράζει πάντα ο Haydn, και με τι γενναιοδωρία!)  αλλά και οι πιο δραματικές στιγμές της παρτιτούρας ερμηνεύτηκαν με άψογη ακρίβεια και κέφι.

Την συναυλία σφράγισε η Συμφωνία αρ. 41, KV 551, γνωστή με την επωνυμία, του Διός, ύστατη συμφωνία του Wolfgang Amadeus Mozart. Τόσο οι ερμηνευτικές όσο και οι ηχητικές ποιότητες της ορχήστρας, σίγουρα εκλεκτές, συνέδραμαν στην επιτυχή ανάγνωση που λάβαμε. Υιοθετώντας καλά ζυγισμένα tempi και με προσοχή στο κτίσιμο των φράσεων, ο Søndergård ικανοποίησε απολύτως.

Ο αρχιμουσικός Sir Andrew Davis.

Προχωρώντας, στις 22/7, από την Συμφωνική Ορχήστρα και Χορωδία του BBC, υπό την διεύθυνση του μόνιμου αρχιμουσικού της ορχήστρας, Sir Andrew Davis, ακούσαμε μια σειρά τεσσάρων έργων του 20ού αιώνα. Η βραδιά άρχισε με την φαντασία για ορχήστρα, Σε έναν καλοκαιρινή κήπο (In a Summer Garden), του Frederick Delius, έργο του 1908. Η γεμάτη ηρεμία, σωστότερα γαλήνη, αρχή της παρτιτούρας προέκυψε με μαγευτικό όσο και ατμοσφαιρικό τρόπο από την ορχήστρα. Η ακουστική του χώρου (πριν από πολλά χρόνια είχε κριθεί προβληματική και μετά από επεμβάσεις σήμερα μπορεί εύκολα να κριθεί υπέροχη) βοήθησε στην ανάδειξη της αναλυτικής ενορχήστρωσης του έργου. Δεν ήταν μόνον η ποιότητα της θαυμάσιας αυτής ιμπρεσιονιστικής μουσικής, που μας συγκίνησε, αλλά και η τόσο ντελικάτη απόδοσή της από τον Davis και τους μουσικούς του, που δεν παρέλειψαν να υπογραμμίσουν και την δομική ανάπτυξη των διαφόρων μουσικών θεμάτων που αναπτύσσονται σε όλη τη διάρκεια του έργου. Το σταδιακό «σβήσιμο» του ήχου των τελευταίων μέτρων της παρτιτούρας εφαρμόστηκε με τόσο νόημα και κρίθηκε όντως ονειρώδες. Υπέροχο. Δίχως άλλο, μια ιδανική ερμηνεία του έργου, που υπήρξε ακόμα πιο αποκαλυπτική συγκρινόμενη και με εκείνη την διάσημη ηχογραφημένη από τον Sir John Barbirolli (EMI Classics).

Στη συνέχεια ακούσαμε σε πρώτη παγκόσμια εκτέλεση την Καντάτα για χορωδία και ορχήστρα, με τίτλο, Epithalamion, του σύγχρονου Βρετανού Hugh Wood (γ. 1932), που υπήρξε παραγγελία του BBC. To έργο έλαβε το όνομά του από το ποίημα με τον ίδιο τίτλο που είχε γράψει ο μεταφυσικός ποιητής John Donne (1572-1631) για τον γάμο της Πριγκίπισσας Ελισάβετ, το 1613. Η ορχήστρα πέτυχε να υπογραμμίσει την συναισθηματική φόρτιση της παρτιτούρας και να αντιπαραθέσει καλά τους ηχητικούς όγκους. Η γλώσσα του συνθέτη περιέχει πολλά τονικά στοιχεία και η γραφή για την χορωδία βαδίζει πάνω σε κλασικούς δρόμους. Η χορωδία του BBC ερμήνευσε με ενδιαφέρον και υπογραμμίζοντας τις λέξεις του αισθησιακού κειμένου του Donne. Τα σύντομα soli τραγουδήθηκαν με προσοχή από τους Rebecca Bottone (σοπράνο) και Nicholas Epton (βαρύτονος).

Ο κλαρινετίστας Marc Simpson.

Στο δεύτερο μέρος της συναυλίας, ακούσαμε τον νεαρό, είκοσι έξι ετών, βιρτουόζο του κλαρινέτου Mark Simpson (νικητή του Young Musician of the Year, 2006), στο σολιστικό μέρος του από κάθε άποψη απαιτητικότατου Κοντσέρτου για κλαρινέτο και ορχήστρα, Op. 57, του Carl Nielsen (φέτος εορτάζεται η επέτειος των εκατόν πενήντα χρόνων από την γέννησή του). Η τεχνική δεινότητα, η ευελιξία της έκφρασης και η ιδιαίτερη μουσικότητα του Simpson, έλαμψαν. Η ορχήστρα, υπό την καλόγουστη καθοδήγηση του Davis, τόσο εδώ, όσο και κατά την Σουίτα αρ. 2 από το μπαλέτο, Δάφνις και Χλόη, του Μaurice Ravel διακρίθηκε για τα ηχοχρώματα και την αμεσότητα της ερμηνείας της. Η φαντασία και η υποδειγματική ενορχήστρωση της μπαλετικής παρτιτούρας του Ravel ευτύχησαν στα χέρια της. Η συνεισφορά της χορωδίας του BBC για άλλη μια φορά κρίθηκε άμεμπτη, και στο τελευταίο αυτό έργο.

Ο πιανίστας Leif Ove Andsnes.

Στις 26/7, ακούσαμε την συναυλία της Mahler Chamber Orchestra (MCO), με σολίστ και μαέστρο τον Leif Ove Andsnes. Ήταν η τελευταία συναυλία μιας μακράς περιοδείας που τους έφερε σε πενήντα πέντε πόλεις για είκοσι δύο συναυλίες. Το πρόγραμμα περιέλαβε το Οκτέτο του Igor Stravinsky και στη συνέχεια, τα Κοντσέρτα για πιάνο και ορχήστρα αρ. 2, Op. 19, και αρ. 5, Op. 73, το επονομαζόμενο, Αυτοκρατορικό, του Ludwig van Beethoven. Η βραδιά εντάχθηκε στον κύκλο που παρουσίαζε όλα τα πιανιστικά κοντσέρτα, όπως και την Χορωδιακή Φαντασία για πιάνο, ορχήστρα και χορωδία, Op. 80, του ίδιου συνθέτη. Τα μέλη της MCO απέδωσαν με λάμψη και χάρη τους πικάντικους ρυθμούς του καλογραμμένου στραβινσκιανού οκτέτου. Το παίξιμο του Andsnes στα κοντσέρτα διέθετε πνοή και καθαρότητα, ενώ ταυτόχρονα προέκυπτε  πάντα ιδιωματικό και ουσιώδες. Αντιμετώπισε το Κοντσέρτο αρ. 2 με την απαιτούμενη φρεσκάδα, ενώ το αρ. 5 κέρδιζε σε μεγαλοπρέπεια και εκφραστική δύναμη. Η απέριττη διεύθυνσή του υπηρετούσε καλά τα ζητούμενα, ενώ η ορχήστρα πρόσφερε έναν ήχο γεμάτο, ακριβή και ολοκάθαρο. Εκτός προγράμματος ο πιανίστας πρόσφερε μια γεμάτη ευγένεια ερμηνεία του Menuetto από την Σονάτα για πιάνο αρ. 18, Op. 31/3, και στη συνέχεια, διευθύνοντας την ορχήστρα, χάρισε δύο κεφάτους χορούς (αρ. 10 και 11, από τους 12 Γερμανικούς Χορούς, WoO 8), βεβαίως του Beethoven.

O πιανίστας Daniil Trifonov (φωτο: Dario Acosta/ Deutsche Grammophon).

 

Η τελευταία βραδιά, που παρακολουθήσαμε φέτος στα Proms, στις 28/7, υπήρξε ίσως και η πιο εντυπωσιακή. Τα πέντε κοντσέρτα για πιάνο και ορχήστρα του Sergei Prokofiev, ερμηνευμένα, κατά την σειρά σύνθεσής του, από τρεις διάσημους πιανίστες, οι οποίοι συνοδεύτηκαν από την Συμφωνική Ορχήστρα του Λονδίνου (London Symphony Orchestra), υπό την διεύθυνση του κύριου αρχιμουσικού της, Ρώσου Valery Gergiev. Τα Κοντσέρτα αρ. 1, Op. 10, και αρ. 3, Op. 26, βρήκαν στα πλήκτρα τον νεαρό Ρώσο δεξιοτέχνη Daniil Trifonov (γ. 1991), νικητή πολλών διαγωνισμών, που έχει αποκλειστικό συμβόλαιο με την κορυφαία δισκογραφική εταιρία κλασικής μουσικής, Deutsche Grammophon. Ο Trifonov ανήκει στην ελίτ των πιανιστών της γενιάς του, συνθέτει παράλληλα, ενώ πάντα κερδίζει τις εντυπώσεις σε κάθε του εμφάνιση. Ακούγοντάς τον πρόσφατα στα προαναφερθέντα δύο κοντσέρτα του Prokofiev διαπιστώσαμε τα όντως δυσεύρετα προσόντα του: παίξιμο εκρηκτικής ενέργειας (που στα υψηλά του volts, μας θύμισε εκείνο της Martha Argerich, η οποία έχει εκφράσει τον θαυμασμό της για τις ικανότητές του), γρήγορη μουσική αντίληψη και σκέψη, άμεση εκφραστικότητα, άριστη επικοινωνία με το κοινό, και κυρίως, ιδιαίτερη μουσικότητα και δυνατότητα προβολής του ήχου του. Για την ερμηνεία του Κοντσέρτου αρ. 1, Op. 10, επιστράτευσε όλη την σπιρτάδα του, ενώ για το αρ. 3, την ομορφιά του ήχου του, το αριστοκρατικό toucher και την ώριμη αντίληψή του. Δύσκολα μπορεί να περιγράψει κανείς με λέξεις, το ενθουσιώδες χειροκρότημα και τις επευφημίες που έλαβε από το κοινό.

Ο Αρμένιος Sergei Babayan (γ. 1961), άλλοτε μαθητής των Lev Naoumov, Vera Gornostayeva και Mikhail Pletnev, σήμερα Μέντορας του Trifonov, απέδωσε την αφηγηματική διάθεση του Κοντσέρτου αρ. 2, Op. 16, με ιδιαίτερο γούστο και προσοχή στο ξετύλιγμα των φράσεων. Η μεγάλη cadenza του πρώτου μέρους, Andantino-Allegretto, αποδόθηκε με την απαιτούμενη δεξιοτεχνική ένταση και φαντασία. Ο ίδιος καλλιτέχνης επωμίσθηκε και το σολιστικό μέρος του Κοντσέρτου αρ. 5, Op. 55, ανταποκρινόμενος με ευαισθησία απέναντι στο πιο ήρεμο, συγκριτικά με τα υπόλοιπα κοντσέρτα, πνεύμα του έργου. Η δακτυλική του κυριαρχία ξεχώρισε και σε αυτό το έργο.

Το Κοντσέρτο αρ. 4, Op. 53, γραμμένο το 1931, για το αριστερό χέρι, παραγγελία του πιανίστα Paul Wittgenstein (αδελφού του φιλοσόφου, Paul Wittgenstgein), που έχασε το δεξί του χέρι κατά την διάρκεια του πρώτου παγκοσμίου πολέμου, ερμηνεύτηκε με τεχνική άνεση και αρκετή ποίηση από τον Ρώσο Alexei Volodin (γ. 1977).

 

Η Συμφωνική Ορχήστρα του Λονδίνου και o Gergiev απέδειξαν το επίπεδό τους προτείνοντας πολυτελείς συνοδείες, τεχνικά υποδειγματικές, ανάλογα, με briο ή λυρική εκστατικότατα, εκεί που χρειαζόταν, και χωρίς ίχνος στείρας ερμηνευτικής υπερεμφατικότητας.  Η μαραθώνια αυτη βραδιά (υπήρξαν δύο διαλείμματα, πριν και μετά το Τρίτο Κοντσέρτο) θα μείνει για αρκετά χρόνια χαραγμένη στη μνήμη όσων την ακούσαμε.

Ο πιανίστας Marc-André Hamelin (φωτο: Fran Kaufman).

Εκτός από τις προαναφερθείσες συναυλίες στο πλαίσιο των Proms, στις 23/7, ακούσαμε και ένα αξιολογότατο ρεσιτάλ πιάνου του Καναδού  MarcAndré Hamelin, αυτή τη φορά στην ιστορική αίθουσα συναυλιών μουσικής δωματίου, Wigmore Hall. Η άρτια ακουστική της πολυαγαπημένης αυτής αίθουσας, το κτίσιμο της οποίας ολοκληρώθηκε το 1901 από τον Γερμανικό Οίκο κατασκευής πιάνων C. Bechstein, σε συνδυασμό με το φιλόξενο όσο και καλαίσθητα διαμορφωμένο εσωτερικό χώρο, παρέχει τις ιδανικές συνθήκες πραγματοποίησης ρεσιτάλ και συναυλιών μουσικής δωματίου. Ας μας επιτραπεί εδώ να αναφέρουμε ότι στον χώρο αυτόν έχουν παρουσιάσει το ταλέντο τους θρυλικοί μουσικοί και συνθέτες του βεληνεκούς ενός Camille SaintSaëns, ενός Feruccio Busoni, Pablo Sarasate και ενός Arthur Rubinstein.

Ο Hamelin είναι διάσημος για τα ενδιαφέροντα και συνήθως πρωτότυπης σύλληψης προγράμματα που προτείνει, τα οποία συχνά περιλαμβάνοντας έργα λιγότερο γνωστών ή ξεχασμένων συνθετών. Ο σχηματισμός προγράμματος του πρόσφατου ρεσιτάλ δεν αποτέλεσε εξαίρεση.

Αναλυτικότερα, η βραδιά ξεδιπλώθηκε με μια ευαίσθητα χρωματισμένη ερμηνεία του Andante inédit του John Field, συνθέτη που επηρέασε αρκετά την σκέψη του Frédéric Chopin. Συνέχισε με την Σονάτα σε λα μείζονα, D 664, Op. posth. 120, του Franz Schubert αποκαλύπτοντας προσεκτικά την θεματική επεξεργασία, την ευγένεια και τον συναισθηματικό κόσμο αυτής της ευαίσθητης σύνθεσης. Οι υπέροχες μελωδίες προέκυπταν αβίαστες και μέσα στο σωστό όσο και εύστοχο ύφος του κόσμου των Lieder. Το πρώτο μέρος της βραδιάς, έκλεισε με το έκτο μέρος, Allegro con strepito, από΄τον κύκλο των Εννέα βάλς (9 Valses caprices daprès Schubert), S427 του Franz Liszt. Η φινέτσα, το χορευτικό στοιχείο και το σπινθηροβόλο πνεύμα του μέρους αυτού αναδείχθηκε από τα δάχτυλα του Καναδού βιρτουόζου με μεγάλη επιτυχία και εκλεπτυσμένο ύφος.

Το δεύτερο μέρος άνοιξε με την σύνθεση, Toward the Center, γραμμένη το 1988 από τον σύγχρονο Αμερικανό μουσουργό, πιανίστα και παιδαγωγό Yehudi Wyner (γ. 1929). Τα ευφάνταστα δουλεμένα μοτιβικά στοιχεία, οι αναφορές στη μουσική Jazz και τα χορευτικά στοιχεία, αξιοποιήθηκαν και προβλήθηκαν επαρκώς από τον Hamelin.

Στη συνέχεια ακούσαμε την Σονάτα αρ. 2, Op. 35, του Chopin, σε μια δυναμική απόδοση, που υπογράμμιζε καλά την αφηγηματικό χαρακτήρα και τον συχνά ασυγκράτητο ρομαντισμό της μουσικής. Ο πιανίστας επιστράτευσε όλο το εύρος του μεγάλου του ήχου για αυτή του την ανάγνωση, προσαρμόζοντάς τον ανάλογα στα ζητούμενα της δυναμικής. Το πρώτο μέρος, Grave-Doppio movimento, στα χέρια του έπαιρνε την μορφή ενός σφοδρού καλπασμού. Το λυρικό έλαβε μια ερμηνεία ευθύβολη. Το δεύτερο μέρος, Scherzo, όπως και το τελευταίο, Finale: Presto, προέκυψαν ιδιαίτερα δεξιοτεχνικά. Στο αργό, τρίτο μέρος, Mache funèbre, ο σκοτεινός-πένθιμος χαρακτήρας έλαβε τις σωστές του διαστάσεις: εδώ, ο Hamelin έκτισε τις δυναμικές με μεγάλη προσοχή στη χρήση του pedale, επέλεξε ένα tempo αργό και μεγαλοπρεπές, πάντα καλά ζυγισμένο, που επέτρεπε στο μεγαλείο της μουσικής να αναδυθεί, ενώ παράλληλα υιοθέτησε ρητορική εκφραστικότητα που έφερνε στο προσκήνιο την τραγικότητα της μουσικής στο ακέραιο.

Εκτός προγράμματος χάρισε δύο έργα διαφορετικού χαρακτήρα: το έργο με τίτλο, Reflets dans leau (Images, 1ere série) του Claude Debussy, το οποίο ερμήνευσε με λεπτό γούστο και πολλά ηχοχρώματα, και στη συνέχεια, το παιγμένο σε εξαιρετικά γρήγορη ταχύτητα, με brio, έξοχη χιουμοριστική πιανιστική μινιατούρα, The Punch and Judy Show, έκτο μέρος από τον πιανιστικό κύκλο δώδεκα σύντομων κομματιών με γενικό τίτλο, Kaleidoscope, Op. 18, του Eugène Goossens.

Κλείνοντας, ασφαλώς πρόκειται για έναν καλλιτέχνη τον οποίον πολύ θα θέλαμε να ακούγαμε και στην χώρα μας, ιδίως σε έργα του CharlesValentin Alkan, συνθέτη τον οποίον εδώ και χρόνια ερμηνεύει με μεγάλη επιτυχία.

Κριτικός Μουσικής, καθηγητής Ανώτερων Θεωρητικών, Σύνθεσης και Πιάνου, πρόεδρος του Σωματείου Ελλήνων Κριτικών Μουσικής, Θεάτρου και Χορού, πρόεδρος του Διεθνούς Μουσικού Σωματείου Gina Bachauer, πρόεδρος του Διεθνούς Μουσικού Σωματείου C.V. Alkan - P.J.G. Zimmerman, καλλιτεχνικός διευθυντής του Διεθνούς Διαγωνισμού Πιάνου C.V. Alkan - P.J.G. Zimmerman και καλλιτεχνικός διευθυντής του Πανελλήνιου Μουσικού Διαγωνισμού Μαρίας Χαιρογιώργου-Σιγάρα.