Κάθε πρωτομαγιά, εδώ και εικοσιπέντε χρόνια, η Φιλαρμονική του Βερολίνου γιορτάζει την επέτειο της ίδρυσής της (1882), με μια μεγάλη συναυλία που πραγματοποιείται σε διαφορετικές ευρωπαϊκές πόλεις και μεταδίδεται τηλεοπτικά σε πολλές χώρες. Φέτος, επέλεξε την Αθήνα και το Μέγαρο Μουσικής της, για αυτή τη συναυλία. Δεν χρειάζεται να τονιστεί το πόσο ευπρόσδεκτο υπήρξε το γεγονός σε μια Αθήνα και ένα Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, που ολοένα και πιο σπάνια μπορούν πλέον να προτείνουν συναυλίες αυτής της κλάσης στο κοινό τους. Για όσους δεν μπόρεσαν να βρουν εισιτήριο (τα εισιτήρια εξαντλήθηκαν μέσα σε μερικές ώρες από την έναρξη πώλησης), η συναυλία μεταδόθηκε ζωντανά, μέσω μεγάλης οθόνης, στον κήπο που βρίσκεται πίσω από το Μέγαρο.
Ήταν η δεύτερη φορά, που η χώρα μας φιλοξένησε αυτό το γεγονός: θυμίζουμε, ότι η πρώτη φορά, ήταν στο Ηρώδειο, την 1η Μαΐου 2004, έτος των ολυμπιακών αγώνων, όταν η ορχήστρα, υπό τη διεύθυνση του Sir Simon Rattle, είχε συμπράξει με τον Daniel Barenboim, στο Κοντσέρτο αρ. 1, Op. 15, του Johannes Brahms.
Από την εποχή που διηύθυνε την σπουδαία βερολινέζικη ορχήστρα ο Herbert von Karajan, το αθηναϊκό κοινό είχε την ευκαιρία να την ακούσει ζωντανά μερικές φορές: από το σχετικά πρόσφατο παρελθόν, δεν ξεχνάμε τις λαμπρές συναυλίες της, υπό την διεύθυνση του αξέχαστου Claudio Abbado, στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών (25/5/1993 και 2, 3/5/1998), που σίγουρα κατατάσσονται στις σημαντικότερες εκδηλώσεις του Μεγάρου.
Στο podium κατά την φετινή εορταστική συναυλία, στάθηκε και πάλι ο Rattle, που από το 1999 κρατά τη θέση του κύριου αρχιμουσικού της ορχήστρας (η θητεία του λήγει το 2018), και σολίστ ήταν, ο δικός μας, Λεωνίδας Καβάκος.
Πριν ακόμα αρχίσει να παίζει η ορχήστρα, υπήρχε μια ιδιαίτερη μαγεία στην ατμόσφαιρα που προετοίμασε το έδαφος για μια ξεχωριστή μουσική εμπειρία. Δεν κρύβουμε το γεγονός, ότι ακόμα και όταν ακούει κανείς τα μέλη της ορχήστρας να χορδίζουν, με τόση προσοχή στην προσπάθεια της επίτευξης ενός ήχου άρτιου και μιας τονικής ακρίβειας άψογης, αντιλαμβάνεται κανείς την μοναδική ποιότητα του συνόλου.
Η συναυλία άρχισε με την Εισαγωγή στην όπερα Semiramide του Gioachino Rossini, έργο που πρωτοπαρουσιάστηκε στο λυρικό θέατρο La Fenice, της Βενετίας. Τόσο η ορχήστρα όσο και ο Rattle αποκάλυπταν την μουσική αυτή με panache, σωστή δόση ρυθμικής έντασης και θεατρικής διάθεσης. Ίσως σε κάποιες στιγμές να απουσίαζε από την ερμηνεία η χαρακτηριστική ροσινιάνικη ιταλική φινέτσα, εντούτοις η ανάγνωση που λάβαμε υπήρξε πέρα για πέρα ικανοποιητική.
Δεύτερο έργο του προγράμματος υπήρξε το Κοντσέρτο για βιολί και ορχήστρα Op. 47, του Jean Sibelius. Ο Καβάκος, όταν ήταν ακόμα πολύ νέος, το 1985, είχε τιμηθεί με το πρώτο βραβείο του Διεθνούς Διαγωνισμού Βιολιού Jean Sibelius (είχε μοιραστεί το βραβείο με τον Ρώσο ομότεχνό του Ilya Kaler), και έκτοτε έχει παρουσιάσει πολλές φορές το διάσημο αυτό έργο. Μάλιστα, στις 2/5/2004, με το ίδιο Κοντσέρτο, την ίδια ορχήστρα και τον ίδιο μαέστρο, είχε εγκαινιάσει την Αίθουσα Αλεξάνδρας Τριάντη.
Ασφαλώς, πρόκειται για ένα έργο το οποίο γνωρίζει σε βάθος, ενώ πάντα συνεχίζει να το εξερευνά και να ανακαλύπτει νέες πτυχές του. Κατά την ανάγνωση που μάς πρόσφερε είχε κανείς την ευκαιρία να εκτιμήσει την αψεγάδιαστη τεχνική του, τον έλεγχο του ήχου και το λάξευμα των αποχρώσεων δυναμικής. Η συνεργασία του με την ορχήστρα, κινήθηκε επίσης σε υψηλό επίπεδο και ο ήχος του έδενε καλά με εκείνον των εγχόρδων του συνόλου. Μπορεί άλλες ερμηνείες συναδέλφων του να προκαλούν συγκίνηση με αμεσότερο τρόπο (η σκέψη μας στρέφεται σε σολίστ όπως οι παλαιότεροι Ginette Neveu, Christian Ferras, Jascha Heifetz και David Oistrach ή και νεώτεροι όπως οι Gil Shaham και Vadim Repin), ωστόσο το όνομα του Έλληνα βιρτουόζου δεν θα παύσει ποτέ να είναι συνυφασμένο με αυτό το αριστούργημα. Ο Rattle, που ανήκει στους θαυμαστές των έργων του Sibelius (πρόσφατα, με μεγάλη επιτυχία, παρουσίασε στο Βερολίνο έναν πλήρη συμφωνικό κύκλο Sibelius), καθοδήγησε την ορχήστρα φωτίζοντας την μεγαλοπρέπεια της παρτιτούρας και υπογραμμίζοντας πολλές από τις τόσο δουλεμένες λεπτομέρειες της δομής και της ενορχήστρωσης. Ο Καβάκος, ανταποκρινόμενος στις επευφημίες του κοινού, πρόσφερε εκτός προγράμματος μια όλο συγκέντρωση και ηρεμία ανάγνωση του Largo, τρίτου μέρους από την Σονάτα αρ. 3, BWV 1005, του Johann Sebastian Bach, φέρνοντας στην επιφάνεια τον cantabile χαρακτήρα της θεϊκής αυτής μουσικής.
Εντούτοις, για τον γράφοντα, η ωραιότερη εκτέλεση της συναυλίας ήταν εκείνη της Συμφωνίας αρ. 3, Op. 97, του Robert Schumann. Πρόκειται για την τελευταία συμφωνία που ολοκλήρωσε ο συνθέτης, τον Δεκέμβριο του 1850 (η Συμφωνία αρ. 4, Οp. 120, γράφτηκε νωρίτερα, το 1841, αλλά αναθεωρήθηκε από τον Schumann το 1851 και εκδόθηκε μετά από την Τρίτη του).
Στο έργο αυτό, o Rattle και η ορχήστρα, πρόσφεραν μια εκτέλεση υψηλότατων προδιαγραφών. Ειδικότερα, στο πρώτο μέρος, Lebhaft, πότισαν τις φράσεις του αρχικού θέματος, με γενναιόδωρη ένταση και ειλικρινή αμεσότητα, στοιχεία τόσο σημαντικά στο σουμανικό σύμπαν. Η αισιόδοξη τονικότητα της μι ύφεσης μείζονος αναδείχθηκε με επάρκεια και νόημα. Στο δεύτερο μέρος, Sehr mäßig, σε ντο μείζονα, εξερευνήθηκε καλά η βαθύτερη σχέση των τμημάτων που το συνθέτουν, τα μοτίβα του μενουέτου, του trio και των παραλλαγών. Κατά το τρίτο μέρος, Nicht schnell, η γλυκιά ηρεμία της μουσικής και οι εκθέσεις των πλούσιων σε λυρισμό μουσικών θεμάτων, συγκίνησαν από την αρχή μέχρι το τέλος. Τα πνευστά , με γεμάτο και επιβλητικό ήχο, ξεχώρισαν στην αρχή του τέταρτου μέρους, Feierlich. Η μυσταγωγική τραγική ατμόσφαιρα όπως και η υποδειγματική αντιστικτική γραφή αναδείχθηκαν με γούστο και ευαισθησία. Το καταληκτικό μέρος, Lebhaft, αποδόθηκε με την απαιτούμενη ρυθμική ένταση: οι παραδοσιακοί χορευτικοί ρυθμοί, τα καλά επεξεργασμένα θέματα και οι αναπτύξεις τους, οδήγησαν σε ένα εντυπωσιακό κλείσιμο του έργου.
Ο υπερπολυτελής ήχος της ορχήστρας, τα προσεκτικά ζυγισμένα tempi (μακριά από κακόγουστες υπερβολές), η ρυθμική ακρίβεια, η διαύγεια και θέρμη του ήχου των εγχόρδων εγχόρδων, η λάμψη και πληρότητα του ήχου των πνευστών, όπως και οι ποιότητες μουσικής δωματίου στην εκτέλεση της εν λόγω Συμφωνίας, ευχαρίστησαν βαθύτατα. Σημειώνουμε ότι ο κύκλος των τεσσάρων Συμφωνιών του Schumann, από τους ίδιους συντελεστές, κυκλοφόρησε το περασμένο καλοκαίρι αποτελώντας την πρώτη και εξαιρετικά ενδιαφέρουσα παραγωγή για λογαριασμό της δισκογραφικής εταιρείας που δημιούργησε η ίδια η ορχήστρα.
Μέσα στο επόμενο χρονικό διάστημα η Φιλαρμονική του Βερολίνου θα κληθεί να επιλέξει τον διάδοχο του Rattle, ο οποίος σχεδιάζει την νέα του συνεργασία με την Συμφωνική Ορχήστρα του Λονδίνου ως μουσικός της διευθυντής (η θητεία του θα εγκαινιαστεί το 2017 και αναμένεται με ενθουσιασμό από τον μουσικό κόσμο). Η πρώτη ψηφοφορία των μελών της βερολινέζικης ορχήστρας, που ολοκληρώθηκε στις 11/5, υπήρξε άκαρπη. Ας ελπίσουμε ότι δεν θα αργήσει να βρεθεί ο νέος κύριος αρχιμουσικός της και ότι θα ακολουθήσει την επιτυχημένη πορεία των προηγούμενων. Η ευθύνη, δίχως άλλο, είναι μεγάλη!