της Χριστίνας Κόκκοτα
θεατρολόγου-μέλους Ε.Ε.Θ.Κ.
Είναι πραγματικά δύσκολο να συλλάβει κανείς πως η πένα ενός μεγάλου δημιουργού, όπως ο Διονύσιος Σολωμός, που έπλασε γυναικείες μορφές εξαίσιες και ιδανικές, αγγελικές και παρθενικές, υπερβατικές και μεγαλόψυχες, κατάφερε με την ίδια ορμή ζωής και φλόγα ψυχής να δώσει υπόσταση σε μια διαμετρικά αντίθετη γυναικεία φιγούρα, όπως η Γυναίκα της Ζάκυθος, που προσωποιεί το Κακό στην έσχατη μορφή του.
Το ομώνυμο αφηγηματικό έργο (1826), το οποίο μαζί με τον «Διάλογο Ποιητή και Σοφολογιωτάτου» συνθέτει την πεζογραφική παραγωγή του Σολωμού – την επισκιασμένη από την ποιητική του δημιουργία – είναι ένας αινιγματικός, τοπικός λίβελλος διανθισμένος με σατιρική αλλά προ πάντων με εξπρεσσιονιστική διάθεση με στόχο την ηθική καταδίκη της ανθρώπινης κακίας.
Ηρωίδα του μια ανισόρροπη, αρρωστημένη και άσπλαχνη ζακυνθινή αρχόντισσα, μια ύπαρξη γεμάτη σωματικές και ψυχικές πληγές, φιλότουρκη και ξενόδουλη, η οποία, με όχημα την ποιητική τέχνη του Σολωμού, παίρνει διαστάσεις απαίσιου και αξιοκαταφρόνητου τέρατος, φορτωμένου με όλα τα ανθρώπινα ελαττώματα, ανάλογου με τον Λεβιάθαν του Μπλέηκ και τον Κάιν του Κόλεριτζ. Μία γυναικεία μορφή-αντίποδας της Φραγκίσκας Φραίζερ, της Φαρμακωμένης και της Φεγγαροντυμένης, που τρέφει αδικαιολόγητο μίσος για τις δυστυχισμένες Μεσολογγίτισσες προσφυγοπούλες, που ψωμοζητούν για τους δικούς τους και για το «ενδοξότατο αλωνάκι τους».
Επηρεασμένος ο Σολωμός από την «Υπερκάλυψη», τον λατινικό λίβελλο του Ούγκο Φώσκολο και έχοντας πάντα την πατριωτική αγωνία για την τύχη του δοκιμαζόμενου Μεσολογγιού, καίει με πυρωμένο σίδερο και με αδυσώπητη οργή το πρόσωπο της Γυναίκας και παρά την θρησκευόμενη φύση του, θέση για συγχώρηση στην ανταριασμένη ψυχή του δεν υπάρχει. Με την αφήγηση στο στόμα του Διονυσίου του Ιερομονάχου, που λειτουργεί ως προσωπείο του, αφήνεται στην εκδήλωση μιας θανάσιμης έχθρας και οργής, παραδίδοντας στη «Γυναίκα της Ζάκυθος» σελίδες αινιγματικές, ακραία υβριστικές και αποτρόπαιες.
Είναι βέβαιο ότι ο ποιητής έχει συνείδηση και των δύο όψεων της ζωής αλλά και των αντιθέσεων που συνθέτουν τον κόσμο και ότι σ’ αυτό το στοχαστικό και οραματικό δημιούργημά του αφήνει το φως της ηθικής ομορφιάς και της ψυχικής ευγένειας, που τόσο ύμνησε στην ποίησή του, για να αναζητήσει την σκοτεινή και δαιμονική πλευρά της ανθρώπινης ύπαρξης αλλά και να οσμισθεί τη δυσωδία της σαπισμένης συνείδησης, που κυλιέται ανενδοίαστα στην ηθική κόπρο. Στο πρόσωπο της μοχθηρής και αποκρουστικής ηρωΐδας του ξεσκεπάζει χωρίς φόβο το ταπεινό, το άσχημο και το πρόστυχο προσβλέποντας, μέσα από την εξασθένηση και την τελική κατάρρευσή του, στην θωράκιση και την ενδυνάμωση του υψηλού, του ωραίου και του ευγενικού σε μια προσπάθεια εκτόνωσης της δικής του φουρτουνιασμένης ψυχής αλλά και της δικής μας.
Ο Δήμος Αβδελιώδης, που τα τελευταία χρόνια υπηρετεί με συνέπεια και αφοσίωση την δραματοποιημένη λογοτεχνία (προσαρμογή για το θέατρο έργων του Βιζυηνού και του Παπαδιαμάντη), οργάνωσε τη σκηνική προσέγγιση του σολωμικού αφηγήματος, εστιάζοντας σε ερμηνευτικό επίπεδο στην απόδοση της ζοφερής ατμόσφαιρας, διάχυτης στο έργο αλλά και στην ανάδειξη της λυρικής φύσης του ποιητή, που δεν τον εγκαταλείπει ούτε στα πεζογραφήματά του.
Η σπουδαία Όλια Λαζαρίδου αφηγήθηκε, υποδύθηκε, μεγαλούργησε, λάμποντας με τη δύναμη και τη διαύγεια της ερμηνείας της, παρά τη σκοτεινιά και την κολασμένη φύση του ρόλου που επωμίσθηκε. Αν και αδικημένη από τους φωτισμούς – αμυδρούς για θέατρο ανοικτού χώρου, όπως το Ρωμαϊκό Ωδείο, που στέρησαν από τους θεατές την έκφραση του προσώπου της – έπλασε την εκτρωματική σολωμική φιγούρα με υποδειγματική αφοσίωση και πάθος καθηλωτικό.
Η εμφάνιση επί σκηνής του φάσματος της Ελευθερίας (Κατερίνα Χαρμάνη) – έννοιας εμβληματικής στη σύνολη σολωμική παραγωγή και η κατά πόδας συνοδεία της σολωμικής ηρωΐδας από αγγελική μορφή (Δανάη Ρούσσου) με ενδύματα – αγάλματα (Αριστείδης Πατσόγλου), δύο ευφυείς συμβολισμοί σκηνοθετικής εμπνεύσεως, συνεισέφεραν αποτελεσματικά στο αισθητικό αποτέλεσμα, υπογραμμίζοντας με λυρική και υπερβατική διάθεση την αντίρροπη επενέργεια του Καλού και του Κακού. Άλλωστε και η Γυναίκα της Ζάκυθος ένας εκπεπτωκώς άγγελος δεν είναι και την ηδονή του εκπεσμού του δεν ενσαρκώνει;
Μια απέριττη παράσταση με τη σφραγίδα της σκηνοθετικής ευαισθησίας του Δήμου Αβδελιώδη και το αποτύπωμα του ερμηνευτικού δυναμισμού της Όλιας Λαζαρίδου.
Αναδημοσίευση από την εφημερίδα «ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΣ»