της Χριστίνας Κόκκοτα
θεατρολόγου-μέλους Ε.Ε.Θ.Κ.
Σε μια εποχή, από την οποία απουσιάζει η ηθική στην άσκηση της πολιτικής και ευδοκιμούν οι δόλιοι τακτικισμοί και η μακιαβελική λογική, ο «Φιλοκτήτης» του Σοφοκλή (409 π.Χ.), τραγωδία με πολιτικό αλλά και ανθρώπινο πρόσημο, εξακολουθεί να εκπέμπει επίκαιρο μήνυμα. Τη διαχρονική του πρόσληψη μαρτυρούν οι αλλεπάλληλες αναδιαπραγματεύσεις του μύθου του από τον Αντρέ Ζιντ στο θεατρικό του (1899) και τον Γιάννη Ρίτσο στον ομώνυμο μονόλογο (1964) της «Τέταρτης Διάστασης» μέχρι τον Χάινερ Μύλλερ στον δικό του νεωτερικό «Φιλοκτήτη» (1965) και τον νομπελίστα Σέημους Χήνυ στο έργο του «Cure at Troy» (Θεραπεία στην Τροία 1996), οι περισσότερες με πολιτικούς συνειρμούς και προεκτάσεις.
Το αφετηριακό κείμενο όλων αυτών, η Σοφόκλεια τραγωδία, πραγματεύεται τη σύγκρουση της λογικής του πολιτικού δόλου με την ηθική της ευθύτητας μέσα από την αντιπαράθεση του Φιλοκτήτη, του Οδυσσέα και του Νεοπτόλεμου, τριών ηρώων με ολότελα διαφορετικές ηθικές και ψυχικές ποιότητες.
Ο πρώτος προσωποποιεί τον πάσχοντα άνθρωπο, τον τσακισμένο στο σώμα και την ψυχή, που η κρατική αναλγησία καταδίκασε σε έναν άθλιο και μοναχικό τρόπο ζωής. Καθόλου τυχαία όμως αυτός ο ερημίτης της απόκοσμης Λήμνου και ο πολιτικά απόβλητος γίνεται το σκεύος εκλογής των θεών, αφού χωρίς το φονικό τόξο του, το κληρονομημένο από τον Ηρακλή, η Τροία δεν μπορεί να αλωθεί. Παρά τη βία και τον εξαναγκασμό, που τον ασκούν οι επωμισμένοι με την ικανοποίηση πολιτικών σκοπιμοτήτων, στο όνομα ενός ηθικά παραχαραγμένου πατριωτισμού, ο Φιλοκτήτης παραμένει αλύγιστος και αμετάπειστος και υπερασπιζόμενος την αξιοπρέπειά του αρνείται να συμφιλιωθεί με την ανθρώπινη κοινότητα, από την οποία άλλοτε εισέπραξε τόση σκληρότητα.
Βαθύ χάσμα χωρίζει τον Φιλοκτήτη από τον Οδυσσέα, τον άνθρωπο των πολιτικών ισορροπιών και των εξουσιαστικών μηχανισμών, τον μακιαβελικό διαχειριστή των κρίσεων, που δεν διστάζει να χρησιμοποιήσει δόλο και ψυχολογική βία, προκειμένου να υφαρπάσει το υπερόπλο του Φιλοκτήτη και να σταθεί στο ύψος της αποστολής του. Στο κυνικό παιγνίδι της σκευωρίας και της απάτης εμπλέκει και τον Νεοπτόλεμο, εκμαυλίζοντας τη νεανική ψυχή του, κεντρίζοντας τη φιλοδοξία του και ερεθίζοντας τη δίψα του για διάκριση στον κόσμο των ενηλίκων. Τελικά ο νεαρός γόνος του Αχιλλέα θα καταφέρει να απογαλακτισθεί από την επιρροή του Οδυσσέα και να κερδίσει την ενηλικίωσή του μέσα από μια επώδυνη εσωτερική πορεία μετατόπισης προς τον Φιλοκτήτη, σφραγίζοντας τη συνειδησιακή του ανάνηψη με την κατάκτηση της φιλίας του προδομένου ήρωα.
Ως κατακλείδα της τραγωδίας ο Σοφοκλής επιλέγει την προσφυγή στον «από μηχανής» θεό στο πρόσωπο του Ηρακλή, μόνου ικανού να μεταπείσει τον εξόριστο Φιλοκτήτη να ενσωματωθεί με το κοινωνικό σύνολο. Μεταφυσική δικαίωση ενός αποσυνάγωγου της ζωής και επάνοδός του στο πολιτικό προσκήνιο ή ποιητική σύνθεση της ατομικής συνείδησης με το συλλογικό ζητούμενο;
Ο Κώστας Φιλιππόγλου ενορχήστρωσε σκηνοθετικά τον «Φιλοκτήτη» με αφαιρετική διάθεση και ματιά, οργανώνοντας μια μινιμαλιστική και χαμηλότονη παράσταση, που δεν επεδίωξε την παραγωγή εύκολης συγκίνησης. Αντίθετα, αναζήτησε μέσα από την ιδιαίτερη εκφορά του λόγου και την ιδιότυπη αλλά και λεπτομερώς μελετημένη κινησιολογία (Φρόσω Κορρού) να αναδείξει τη συναισθηματική κατάσταση των προσώπων ως προϊόν εσωτερικής διεργασίας και άσκησης των ηθοποιών.
Ιδιαίτερος και ο Φιλοκτήτης του Μιχαήλ Μαρμαρινού -εύστοχα μελαγχολικός και υπέροχα αξιοπρεπής- διαχειρίσθηκε τον πόνο του ήρωα με προφανή εσωτερικότητα και ερμηνευτικό βάθος, γυρίζοντας με συνέπεια την πλάτη στις κραυγές και τις μελοδραματικές κορώνες. Στακάτους και αφόρτιστους συναισθηματικά τόνους υιοθέτησε ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης, υποστηρίζοντας ευθύβολα τη πολιτική καπατσοσύνη του Οδυσσέα, όπως ο ρόλος υπαγόρευε και απαιτούσε. Ο Νεοπτόλεμος του Αιμίλιου Χειλάκη – ρόλος απαιτητικός λόγω της μεταστροφής – εκόμισε στη σκηνή την αμηχανία και τη ψυχοσύγκρουση, που βιώνει ο ανερμάτιστος γόνος του Αχιλλέα, μάλλον ανεπαίσθητα και αδιόρατα για τον θεατή.
Ο Χορός των ναυτών, πλήρως αποστασιοποιημένος από τα κλασσικά στερεότυπα, λειτούργησε με την σκόπιμα αποδομημένη και μη συνεκτική κίνησή του ως καθρέφτης αντανάκλασης και μεγέθυνσης των συναισθημάτων των τριών ηρώων με τη μουσική των Lost Bodies να συνοδεύει και να τονίζει διακριτικά τη σκηνική δράση, ενταγμένη στο ύφος της παράστασης εξίσου με τα αποδραματοποιημένα κοστούμια του Κέννυ Μακλέλλαν.
Ένας διαφορετικός αλλά καλοδεχούμενος «Φιλοκτήτης», μια παράσταση με άποψη και ενεργοποιητική της σκέψης μας σε πολλά επίπεδα.
Αναδημοσίευση από την εφημερίδα «ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΣ»