Ο Ρώσος συνθέτης Alexander Borodin απεβίωσε το 1887 πριν προφθάσει να ολοκληρώσει το οπερατικό του αριστούργημα με τίτλο Πρίγκιπας Ιgor, καίτοι επεξεργαζόταν την παρτιτούρα για περίπου είκοσι χρόνια. Το δύσκολο χρέος της ολοκλήρωσης του έργου ανέλαβαν οι δύο διαπρεπείς ομότεχνοί του, Nikolai Rimsky-Korsakov και Alexander Glazunov. Η εργασία τους, που έγινε με σοβαρότητα και συνέπεια, κάθε άλλο παρά απλή ήταν, αν αναλογισθεί κανείς ότι αντιμετώπισαν πολλές χειρόγραφες σελίδες, προσχέδια, διάσπαρτες μουσικές σκέψεις και σημαντικά ημιτελή μέρη του έργου, τα οποία έπρεπε να οργανώσουν. Τελικά, χάρη σε εκείνους, μερικά χρόνια αργότερα, το 1890, το επικό δημιούργημα, που εμπνέεται από ένα ποίημα του δωδέκατου αιώνα που παρουσιάζει την ζωή και τη δράση του Ρώσου πρίγκιπα Igor Svyatoslavich (1151-1201), παρουσιάστηκε στην Αγ. Πετρούπολη με επιτυχία. Οι δύο προαναφερθέντες συνθέτες, έβαλαν δυναμικά τη σφραγίδα τους στην όπερα, η οποία ουσιαστικά είναι σαν να είναι γραμμένη όχι από ένα, αλλά από τρία πρόσωπα. Σημειώνουμε ότι ένα ορχηστρικό μέρος του έργου, οι διάσημοι όσο και πολυηχογραφημένοι Πολοβιτσιανοί Χοροί, κρατάνε το όνομα του Borodin ζωντανό στις αίθουσες συναυλιών.
Η Μητροπολιτική Όπερα της Νέας Υόρκης (Metropolitan Opera) ανέβασε πρόσφατα το μελόδραμα, μετά μάλιστα από σχεδόν έναν αιώνα. Η τελευταία φορά που την είχε παρουσιάσει ήταν το 1917. Σε ζωντανή μετάδοση από το σπουδαίο λυρικό αμερικανικό θέατρο (στο πλαίσιο του κύκλου μεταδόσεων Met Live in Hd) παρακολουθήσαμε τη νέα παραγωγή, που πραγματικά είχε πολλά να προσφέρει (1/3, Αίθουσα Αλεξάνδρα Τριάντη). Για την προετοιμασία της νεώτερης εκδοχής της παρτιτούρας είχε άοκνα εργαστεί το 1947 ο έγκριτος Ρώσος μουσικολόγος, πιανίστας και παιδαγωγός Pavel Lamm, επιχειρώντας να επανεξετάσει και να αποκαταστήσει τις αρχικές σκέψεις του Borodin που δεν περιλήφθηκαν στη γνωστή έκδοση του 1890. Ο ίδιος ο Lamm υποστήριζε ότι οι δύο συνθέτες που επεξεργάστηκαν την παρτιτούρα είχαν αφαιρέσει περίπου το είκοσι τοις εκατό της μουσικής που είχε συνθέσει ο Borodin. Τώρα, λαβαίνοντας σοβαρά υπόψη τους την εκδοχή του Lamm, όπως και εκείνη των Rimsky και Glazunov, οι Tcherniakov και Gianandrea Noseda προχώρησαν σε μια δική τους άποψη, συνεργαζόμενοι με ειδικούς μουσικολόγους, αφήνοντας εκτός τα μέρη που δεν είχε γράψει ο Borodin (π.χ. την εισαγωγή της όπερας και πολλά μέρη της ύστατης τρίτης πράξης). Επιπλέον, τοποθέτησαν την πολοβιτσιανή σκηνή αμέσως μετά τον Πρόλογο (σύμφωνα με τις επιθυμίες του Borodin, που βρέθηκαν εκ των υστέρων σε ιδιόγραφες σημειώσεις).
Τη σκηνοθεσία και τα σκηνικά της παραγωγής υπέγραφε ο Dmitri Tcherniakov, που αφιερώνει τις δυνάμεις του στην παραγωγή όπερας κερδίζοντας άλλοτε επαινετικά και άλλοτε αρνητικά σχόλια από κοινό και κριτικούς. Με δυνατή σκέψη, γνώση της παρτιτούρας και άφθονη φαντασία έστησε μια παράσταση εξαιρετική, κινηματογραφικής κατεύθυνσης και έντασης. Μετέφερε την πλοκή περίπου στις αρχές του εικοστού αιώνα και επέλεξε σκηνικά ιδιαίτερα εκφραστικά στην αμεσότητά τους. Η σκηνή με τις κατακόκκινες παπαρούνες (πρώτη πράξη) προκάλεσε αίσθηση, απομακρινόμενη από κάθε αναμενόμενη ανατολίτικη επιρροή για τον κόσμο των Πολοβιτσιανών φυλών.
Η διανομή κρίθηκε υψηλών προδιαγραφών. Ο μπάσος Ildar Abdrazakov χάρισε έναν Igor φωνητικά και υποκριτικά συναρπαστικό και μεγαλοπρεπή. Έφερε στην επιφάνεια με ακρίβεια και νόημα το ψυχογραφικό μέρος του ήρωα. Υπογράμμισε με τέχνη τη μεγάλη πορεία του μέσα στην όπερα, τον πατριωτισμό του, την αγάπη για τους ανθρώπους του, το όραμά του, τις ανησυχίες, αλλά και τη χαρά της τελικής επιστροφής του: πλήρεις τις συναισθηματικές εναλλαγές και αντιθέσεις.
Δίπλα του, η Αnita Rachvelishivili υπήρξε γοητευτική και θελκτική ως Konchakovna: όντως μεθυστική στην cavatina της πρώτης πράξης, που την βλέπουμε να τραγουδάει περπατώντας ανάμεσα στις παπαρούνες. Προσεχώς αναμένουμε να την εκτιμήσουμε στον ρόλο της Carmen (Georges Bizet).
Ο μπάσος Štefan Kocán ήταν ακριβής και σωστός στην ενσάρκωση του Khan Konchak, ίσως όμως φωνητικά λιγότερο εντυπωσιακός από τους άλλους μονωδούς. Ο μπάσος Mikhail Petrenko έστησε έναν μοχθηρό και άπληστο Πρίγκιπα Galitsky, που επιθυμεί να πάρει τη θέση του πρίγκιπα με άνομα μέσα. Η φωνή του και η υποστήριξη του ρόλου του ήταν χρωματισμένες με έντονη θεατρική διάθεση.
Η Ουκρανή σοπράνο Oskana Dyka, την οποία με ενδιαφέρον παρακολουθούμε από την εποχή που είχε θριαμβεύσει στον Διεθνή Διαγωνισμό Όπερας της Μασσαλίας το 2003 (πόσα χειροκροτήματα είχε αποσπάσει τότε!), στον ρόλο της Yaroslavna, δεύτερης συζύγου του Igor, διακρίθηκε για την ευαισθησία με την οποία προσέγγισε τον ρόλο. Πρόκειται για ιδιαίτερη καλλιτέχνιδα, με υποδειγματικά στημένη φωνή και εκλεπτυσμένη μουσικότητα. Με τον εν λόγω ρόλο σημείωνε το ντεμπούτο της στην Met. Στην ίδια σκηνή πρόκειται να επωμισθεί κατά την επόμενη καλλιτεχνική περίοδο τον ρόλο της Aida (Giuseppe Verdi).
Από τους υπόλοιπους μονωδούς ξεχωρίσαμε τον καλλίφωνο τενόρο Sergei Semishkur (Vladimir) και βεβαίως τον βετεράνο μπάσο Vladimir Ognovenko (τον οποίον έχουμε απολαύσει ως έξοχο Boris Godunov του Modest Mussorgsky στο παρελθόν), που τραγούδησε τον ρόλο του τρομακτικού Skula με άνεση και θεατρική φόρτιση. Η χορωδία, που κατέχει πρωταγωνιστικό ρόλο στην όπερα, υποστήριξε έναν ήχο συμπαγή, θερμό και «ρώσικο», άρτια προετοιμασμένη από τον Donald Palumbo. Στο podium στάθηκε ο Ιταλός αρχιμουσικός Noseda κατευθύνοντας τους τραγουδιστές του με σκέψη και εκμαιεύοντας από την ορχήστρα έναν ήχο γεμάτο και αναλυτικό. Πέτυχε να φωτίσει την λεπτοδουλεμένη ενορχήστρωση της παρτιτούρας, πραγματικό μάθημα ενορχήστρωσης στον φίνο χειρισμό των οργάνων και των ορχηστρικών όγκων. Υπεύθυνος για την παρουσίαση της όπερας και τις διαφωτιστικές συνεντεύξεις των συντελεστών ήταν ο μπασοβαρύτονος Eric Owens.
Δύο εβδομάδες αργότερα, από το ίδιο λυρικό θέατρο, παρακολουθήσαμε τη ζωντανή μετάδοση της όπερας Werther, του Jules Massenet (15/3, Αίθουσα Χρήστος Λαμπράκης), σε νέα παραγωγή. Ο σκηνοθέτης Richard Eyre και ο σχεδιαστής των σκηνικών και των κουστουμιών Rob Howell, πλαισιωμένοι από τον υπεύθυνο φωτισμού Peter Mumford και τον υπεύθυνο video Wendall K. Harrington, τοποθέτησαν την πλοκή της όπερας στα τέλη του δεκάτου ενάτου και στην πρώτη δεκαπενταετία του εικοστού αιώνα. Στόχευσαν σε μια παραγωγή ιδιαίτερης ατμόσφαιρας (οι βιντεοπροβολές ήταν πραγματικά ονειρικές και εύστοχες, δείχνοντας στοιχεία της φύσης και μεταφέροντάς μας στην ύπαιθρο), καλαισθησίας και ομορφιάς, που τίμησε τον μεγαλοφυή συνθέτη και το αθάνατο λυρικό δράμα του, που ανέβηκε για πρώτη φορά το 1892 στη Βιέννη (Hofoper), στη γερμανική γλώσσα, και στη συνέχεια, στη Γενεύη, στις 27 Δεκεμβρίου 1892, στη γαλλική γλώσσα (τον Ιανουάριο της επόμενης χρονιάς, όχι με ιδιαίτερη επιτυχία, ανέβηκε και στη Γαλλία, Théâtre Lyrique).
Η Met προσκάλεσε για τους πρωταγωνιστικούς ρόλους του μοιραίου ζεύγους Werther-Charlotte, που εμπλέκονται σε έναν έρωτα που οδηγεί τελικά στην καταστροφή, τον Γερμανό τενόρο JonasKaufmann και τη Γαλλίδα μέτζο SophieKoch, η οποία σημείωνε το ντεμπούτο της στην αμερικανική σκηνή. Και οι δύο έχουν αποδείξει τις ικανότητές τους στους ρόλους αυτούς. Στις αρχές του 2010 τραγούδησαν την όπερα στο Παρίσι (Όπερα των Παρισίων), υπό τη διεύθυνση του MichelPlasson, Γάλλου μάγου της μπαγκέτας και βαθύτατου γνώστη των μελοδραμάτων του Massenet, και σε σκηνοθεσία του Benoît Jacquot, κερδίζοντας τις καρδιές του κοινού (η παραγωγή κυκλοφορεί σε DVD από την Decca).
Ο Kaufmann είναι ένας λατρεμένος τενόρος (για μας, όπως και για τους περισσότερους σύγχρονους λάτρεις της όπερας, ο πλέον αγαπημένος). Δεν είναι μόνο η σπάνια και άμεσα αναγνωρίσιμη φωνή του, ούτε η μεγάλη τέχνη του, που τον κάνουν να ξεχωρίζει, αλλά αυτή η συγκλονιστική συγκίνηση με την οποία περιβάλει κάθε του ερμηνεία. Ο ρόλος του ρομαντικού ήρωα Βέρθερου ταιριάζει γάντι στην ιδιοσυγκρασία του. Κάθε στιγμή της όπερας έπειθε και διακρινόταν, τόσο φωνητικά όσο και δραματικά. Οι μεγάλες μουσικές φράσεις και οι λέξεις του κειμένου προσεγγίζονταν με την απαραίτητη συνέπεια και αγάπη. Διαπίστωνες στη φωνή του, στην ανάσα του, στην άρθρωση των λέξεων, στο vibrato και στη σκέψη του ότι πραγματικά βίωνε και ζούσε τον ρόλο παθιασμένα (με πόση ποίηση τραγούδησε την άρια της τρίτης πράξης, Pourquoi me réveiller?). Κατά την τελική σκηνή νόμιζες πραγματικά ότι εγκατέλειπε τα εγκόσμια: η έκφραση των ματιών του και το χρώμα του έδειχναν κατάληξη και θαρρούσες πως ο έρωτας του έπαιρνε πραγματικά τη ζωή.
Η θαυμαστή Koch τραγούδησε με τη γνωστή της εκφραστική ευγένεια, γενναιοδωρία και μουσική άνεση. Η Charlotte της ήταν αριστοκρατική και συναισθηματική. Η προσεκτική κίνηση των χεριών της και η ανάγλυφη έκφραση του προσώπου της έδειχναν κάθε στιγμή τη ψυχική της κατάσταση. Η μεγάλη της άρια στην τρίτη πράξη (Werther! Werther! Werther! Qui m’aurait dit la place que dans mon Coeur il occupe aujourd’hui?), όπως και καταληκτική σκηνή της όπερας, κατά την οποία βρίσκει τον Βέρθερο να πεθαίνει, υπήρξαν σπαρακτικές. Η μουσική του Massenet βρήκε τους απολύτως ιδανικούς της ερμηνευτές.
Στον ρόλο της Sophie, αδελφής της Charlotte, χαρήκαμε τη φρέσκια φωνή της Κουβανής σοπράνο Lisette Oropesa (την οποία είχαμε εκτιμήσει και τον Ιανουάριο του 2012, στον ρόλο της Miranda, κατά τη μετάδοση του μπαρόκ pastiche με τίτλο The Enchanted Island, πάλι από την ίδια λυρική σκηνή). Τον ρόλο του στρατιώτη Albert, που έμελε να γίνει σύζυγος της Charlotte, κράτησε με φωνητική και εκφραστική επάρκεια, όπως και με άψογη εκφορά της γαλλικής γλώσσας, ο Σέρβος μπασοβαρύτονος David Bižić, που επίσης ντεμπουτάριζε στη Met και που εδώ και πολλά χρόνια διακρίνεται στις γαλλικές λυρικές σκηνές (κάποιοι αναγνώστες πιθανόν να θυμούνται ότι είχε κερδίσει το δεύτερο βραβείο του Διαγωνισμού Operalia, το 2007). Στον ρόλο του πατέρα της ηρωίδας (Le Bailli) άφησε καλές εντυπώσεις ο Jonathan Summers.
O χαρισματικός Γάλλος αρχιμουσικός Αlain Altinoglu απέδωσε την παρτιτούρα με την απαιτούμενη γαλλική αισθαντικότητα και σεβασμό στα ζητούμενα, ενώ λάξευσε με νόημα και γνώση τις εκτενείς γοητευτικές μελωδίες του Massenet. Επέτρεψε στους τραγουδιστές να φραζάρουν και να αναπνεύσουν με άνεση. Σίγουρα, ο υπερπολυτελής ήχος της ορχήστρας της Met πρόσθετε στην ερμηνεία.
Όπως προαναφέραμε, οι δύο πρωταγωνιστές έχουν απαθανατιστεί στους ρόλους αυτούς, εντούτοις βρήκαμε ότι σε αυτή την παράσταση που παρακολουθήσαμε, εμβάθυναν ακόμη περισσότερο. Θα ήταν, λοιπόν, άδικο να προσβλέπαμε σε μια νέα επίσημη κυκλοφορία σε DVD της αμερικανικής παραγωγής;
Τέλος, υπεύθυνη για την παρουσίαση της όπερας και για τις συνεντεύξεις ήταν η εκλεκτή Αμερικανίδα σοπράνο Patricia Racette.
Κριτικός Μουσικής, καθηγητής Ανώτερων Θεωρητικών, Σύνθεσης και Πιάνου, πρόεδρος του Σωματείου Ελλήνων Κριτικών Μουσικής, Θεάτρου και Χορού, πρόεδρος του Διεθνούς Μουσικού Σωματείου Gina Bachauer, πρόεδρος του Διεθνούς Μουσικού Σωματείου C.V. Alkan - P.J.G. Zimmerman, καλλιτεχνικός διευθυντής του Διεθνούς Διαγωνισμού Πιάνου C.V. Alkan - P.J.G. Zimmerman και καλλιτεχνικός διευθυντής του Πανελλήνιου Μουσικού Διαγωνισμού Μαρίας Χαιρογιώργου-Σιγάρα.